Μια ανατριχιαστική ιστορία βρυκολάκων

08:20 4/6/2013 - Πηγή: 24wro


Μία ανατριχιαστική ιστορία βρυκολάκων αφηγείται ό Γάλλος περιηγητής Pitton de Tournefort.(Relation d'un voyage du Levent, Paris, 1717 . Βλ. κεφ. Ό τελευταίος του αιώνα)

Παρακολούθησε ό ίδιος τό φρικαλέο περιστατικό στή Μύκονο τό χειμώνα του1700:

«Σκότωσαν ένα χωριάτη Μυκονιάτη, άπό φυσικού του δύστροπο και φιλόνεικο.Κανείς δέν ήξερε πώς και γιατί. Δυο μέρες μετά τον ενταφιασμό του διαδόθηκε
ότι τον είδαν νά περπατάη τή νύχτα μέ βαρειά βήματα, νά μπαίνη στά σπίτια, νά άναποδογυρίζη τά έπιπλα, νά σβήνη τά λυχνάρια, ν' άγκαλιάζη ξαφνικά τούς ανθρώπους και νά κάνη χίλιες δυο κατεργαριές.
Στην αρχή γέλασαν όλοι. Μά όταν άρχισαν να παραπονούνται και σοβαροί άνθρωποι ή υπόθεση πήρε διαστάσεις. Οί παππάδες έκαναν εξορκισμούς. Τίποτα, ό Μυκονιάτης συνέχιζε αδιόρθωτος τις πανουργίες του

Τή δέκατη μέρα έγινε λειτουργία γιά νά έκδιωχθή ό δαίμονας. Αποφασίστηκε νά ξεθάψουν τό κουφάρι και νά του ξερριζώσουν τήν καρδιά μέσα στήν εκκλησία. Ό χασάπης τής Μυκόνου, γέρος και αδέξιος άντί ν' άνοιξη τό στέρνο άνοιξε τήν κοιλιά. Εψαξε, έψαξε άλλά δέν εύρισκε αυτό πού ζητουσε. Κάποιος του είπε ν' άνοιξη τό διάφραγμα. Ετσι έβγαλαν τήν καρδιά. Γιά νά καλυφθή ή μπόχα του πτώματος έκαιγαν λιβάνια. Άλλά τό θυμίαμα, καθώς ανακατευόταν μέ τις αναθυμιάσεις του κουφαριού προκαλούσε φοβερώτερη μπόχα. Οί φτωχοί άνθρωποι τρελλάθηκαν. Πάθαιναν παραισθήσεις έβλεπαν εφιαλτικά οράματα. Φώναζαν πώς άπό τό ανοιγμένο κουφάρι έβγαινε πηχτός καπνός. Πού νά τολμήσουμε νά τούς πούμε πώς ήταν άπό τό λιβάνι. Μέσα στήν εκκλησία αντηχούσε μονάχα ή κραυγή «βρυκόλακας»! «βρυκόλακας»! Άπό τό θόρυβο θαρούσες πώς θά γκρεμισθή ό θόλος του ναού. Ό χασάπης έβανε όρκο πώς τό πτώμα ήταν όλόζεστο. Μερικοί έλεγαν πώς τό αίμα ήταν κατακόκκινο.

Τό φοβερό νέο απλώθηκε άπό σοκάκι σέ σοκάκι σ' όλη τήν πολιτεία. Και σέ λίγο ώρμησαν στήν εκκλησία ένα πλήθος νησιώτες πού βεβαίωναν πώς όταν έφεραν τό πτώμα άπό τά χωράφια ήταν ακόμα ζεστό. Σίγουρα λοιπόν είχε βρικολακιάσει.

Βρισκόμουν πλάι στο κουφάρι γιά νά βλέπω καλύτερα. Παρά λίγο νά λιποθυμήσω άπό τή δυσωδία. Άλλά οί ζαλισμένοι νησιώτες ξέφρενοι άπό τήν τρομάρα, νόμιζαν πώς είχε ακόμα ζωή. Ζήτησαν τή γνώμη μου και τούς είπα ότι είναι εκατό τά εκατό πεθαμένος. Τούς εξήγησα ήρεμα όλα τά περίεργα φαινόμενα και τις παραισθήσεις. Ποιος νά μ' άκούση ;

Πήραν τήν καρδιά στήν ακρογιαλιά και τήν έκαψαν. Μ' όλα αυτά ό βρυκόλακας δέν ένοούσε νά ήσυχάση. Εγινε περισσότερο επιθετικός. Ανοιγε πόρτες, ακόμα και δωμάτια, ξυλοκοπούσε ανθρώπους τή νύχτα, έσπαζε παράθυρα, έσκιζε φορέματα, άδειαζε τις κυψέλες τών μελισσιών και τά κρασοβάρελα. Μονάχα στο σπίτι του προξένου όπου είχαμε έγκατασταθή δεν τόλμησε νά τρυπώση.

Ολο τό νησί είχε ύποστή ομαδική παράκρουση. Ακόμα και οί έξυπνοι και οί μορφωμένοι είχαν παρασυρθή. ~Ηταν μιά αρρώστια του εγκεφάλου, επικίνδυνη όπωςή μανία ή ή λύσσα. Οικογένειες εγκατέλειπαν τά σπίτια τους και έστηναν τά κρεβάτια τους καταμεσίς στήν πλατεία γιά νά περάσουν τή νύχτα τους. Δέν υπήρχε άνθρωπος πού νά μήν είχε διαπιστώσει τήν παρουσία του βρυκόλακα.'Όλη τή νύχτα άκουγες θρήνους. Πολλοί βγήκαν οικογενειακώς στά χωράφια.

Κάποιος είπε πώς τό κακό οφείλεται σέ μιά παράλειψη κατά τήν τελετή του έξορκισμού. Ή λειτουργία έπρεπε νά γίνη μετά τήν αφαίρεση της καρδιάς. Ετσι ξαναβρεθήκαμε στήν αναστάτωση της πρώτης μέρας. Γενική σύναξη πρωί και βράδυ, λιτανείες τρεις μέρες και τρεις νύχτες.Οί παππάδες υποχρεώθηκαν νά νηστέψουν αυστηρά. Τούς έβλεπες νά τρέχουν άπό σπίτι σέ σπίτι μέ τήν αγιαστούρα στό χέρι.

Είπαμε στους προεστούς νά στήσουν ενέδρες τή νύχτα και νά παρατηρήσουν τί συμβαίνει στήν πολιτεία. Ετσι έπιασαν μερικούς βαγαπόντηδες πού είχαν προκαλέσει όλη τήν αναστάτωση. Δέν ήταν βέβαια οί πρώτοι δράστες και τούς άφησαν ελεύθερους. Γιά ν' αναπληρώσουν τή νηστεία της φυλακής άρχισαν ν' αδειάζουν τή νύχτα τά σπίτια τών κατοίκων πού είχαν εγκαταλείψει τό βιός τους . Ετσι ξανάρχισαν οί λιτανείες.

Μιά μέρα, άφού κάρφωσαν κι' έγώ δέν ξέρω πόσα γυμνά σπαθιά πάνω στό μνήμα του βρυκόλακα (ξέθαφταν τό πτώμα τρεις ή τέσσερες φορές τήν ημέρα ανάλογα μέ τίς εμπνεύσεις του καθενός) ένας Αρβανίτης πού βρέθηκε στή Μύκονο είπε μέ ύφος μεγάλου σοφού ότι είναι γελοίο νά καρφώνουν τόν βρυκόλακα μέ σπαθιά χριστιανικά.

— Δέν βλέπετε χαζοί, ότι ή λαβή αυτών τών σπαθιών έχει τό σχήμα του σταυρού κι' εμποδίζει τόν Σατανά νά βγή άπό τό κουφάρι ; Χρειάζονται τούρκικα σπαθιά!

Άλλά και ή συνταγή του Αρβανίτη δέν ωφέλησε. Ό βρυκόλακας φαινόταν άτρωτος. Δέν ήξεραν πιά σέ ποιόν άγιο νά προσευχηθούν.

«Ξαφνικά μιά φωνή υψώθηκε άπ’ όλη τήν πόλη : πρέπει νά κάψουμε ολόκληρο τό βρυκόλακα. Ξέθαψαν πάλι τό κουφάρι και τό κουβάλησαν στήν πούντα του Αη Γιώργη, άναψαν δυνατή πυρά μέ πίσσα (Οχι ξύλα, άπό φόβο μήπως ό βρυκόλακας σβήσει τή φλόγα) και τό αποτέφρωσαν. Ό διάβολος είχε παγιδευθή κι' εξοντώθηκε. Ηταν καιρός. Γιατί οί περισσότερες οικογένειες ετοιμάζονταν νά μεταναστεύσουν στήν Τήνο ή στή Σύρο».

himaira
Keywords
Τυχαία Θέματα