Τα αδέλφια Τάννερ - Ρόμπερτ Βάλζερ

Από τις εκδόσεις Ροές, και στη σειρά «Γερμανόφωνοι συγγραφείς», μόλις κυκλοφόρησε, για πρώτη φορά στα ελληνικά, ένα ακόμη μυθιστόρημα του σπουδαίου

Ελβετού συγγραφέα Ρόμπερτ Βάλζερ με τίτλο Τα αδέλφια Τάννερ, σε μετάφραση του Βασίλη Πατέρα.

Σ’ αυτό το μυθιστόρημα μαθητείας και ενηλικίωσης, ο εικοσάχρονος Σίμον Τάννερ, διχασμένος ανάμεσα στην επιθυμία του για κοινωνική αποδοχή και στην ασυγκράτητη δίψα του για ανεξαρτησία, αλλάζει διαρκώς δουλειές και σπίτια, χαίρεται τη φύση και την ελευθερία

του, συναντά τα αδέλφια του, προκαλεί με τον αυθορμητισμό του και στο τέλος του μυθιστορήματος δεν έχει σημειώσει την παραμικρή πρόοδο – ή, όπως έγραψε ο Κάφκα: «Ο Σίμον τριγυρίζει πανευτυχής, χωρίς να καταφέρνει τίποτα τελικά πέρα από την απόλαυση του αναγνώστη. Είναι μια πολύ άσχημη σταδιοδρομία, αλλά μόνο μια άσχημη σταδιοδρομία προσφέρει φως στον κόσμο…».

Τα Αδέλφια Τάννερ είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Ρόμπερτ Βάλζερ, γραμμένο την εποχή που ο συγγραφέας, 27 ετών πλέον, φαίνεται να αφήνει πίσω του τον πλάνητα βίο των νεανικών του χρόνων. Ύστερα από δέκα χρόνια συνεχών αλλαγών τόπου διαμονής και επαγγελμάτων που ποίκιλλαν από τη θέση του τραπεζικού υπαλλήλου έως εκείνη του υπηρέτη μιας πλούσιας κυρίας, ο Βάλζερ μεταβαίνει το 1906 στο Βερολίνο, έχοντας επιλέξει οριστικά για επαγγελματική του ιδιότητα το έως τότε περιστασιακό του πάρεργο. Μένοντας στο ατελιέ του αδελφού του, ζωγράφου Καρλ Βάλζερ, καταγίνεται αμέσως με ένα μυθιστόρημα με σαφώς αυτοβιογραφικό χαρακτήρα. Ο Σίμον Τάννερ είναι μια λογοτεχνική περσόνα του ίδιου του συγγραφέα. Οι αναμνήσεις του από την εποχή των συχνά εναλλασσόμενων επαγγελμάτων του στη Ζυρίχη έχουν ενσωματωθεί με πλήθος λεπτομερειών στην αφήγηση, ενώ, πίσω από τους γονείς και τα αδέλφια του Σίμον Τάννερ, εύκολα διακρίνονται τα μέλη της οικογένειας Βάλζερ.

Ο Χέρμαν Έσσε έγραψε σχετικά με τα Αδέλφια Τάννερ: «Διάβαζα [το επιβλητικό αυτό μυθιστόρημα] με μιαν εγκάρδια συναισθηματική συμμετοχή […] μαγεμένος από τον ίδιο το χαρακτήρα του συγγραφέα, που άλλοτε έμοιαζε να φωτίζεται παθιασμένα και απρόσμενα και άλλοτε μισο-εσκεμμένα να κρύβεται πίσω από ψυχρές χειρονομίες. Απόλαυσα και πάλι τη σιγανή, αβίαστη ροή της πρόζας του, κάτι που οι Γερμανοί συγγραφείς τόσο απαξιώνουν […] Το βιβλίο το αγάπησα τόσο, ώστε χρειάστηκε να σκεφτώ πολύ για τα προτερήματα και τα ψεγάδια του, κυρίως για τα ψεγάδια, ή ό,τι εγώ θεωρούσα ψεγάδι, και στο τέλος δεν ήμουν πια βέβαιος πως δεν θα μου έλειπαν αυτά τα “ψεγάδια” σε περίπτωση που δεν υπήρχαν…».

Επιμέλεια – επίμετρο: Πελαγία Τσινάρη

Keywords
Τυχαία Θέματα