Πάσχα αλλιώς…

Τελικά, αντί να ζήσουμε το Πάσχα στο χωριό, ζήσαμε την τσίκνα στην Αθήνα. Κυριακή του Πάσχα, γύρω στις 11 με 12 το μεσημέρι, με μιαν ανυπόφορη κουφόβραση, αποφάσισα να κάνω μια σύντομη βόλτα στους άδειους αθηναϊκούς δρόμους, όταν έκπληκτος διαπίστωσα ότι όλη η πρωτεύουσα μύριζε οβελιστήριο κι ο ουρανός καλυπτόταν από την τσίκνα! 

Η πρώτη μου αντίδραση ήταν να μην το πιστέψω. Δεν είναι

δυνατόν να κρύβουν τον ουρανό οι καπνοί από τις σούβλες στο κέντρο της Αθήνας, σκέφτηκα. Κάτι μου ξεφεύγει και παραλογίζομαι. Θα είναι η αφρικανική σκόνη. Όμως, αυτό το θολό σταχτί στο αέρα δεν έμοιαζε με αφρικανική σκόνη. Εντάξει, μετά από τόσα χρόνια έχουμε εμπεδώσει ότι η Αθήνα κάποιες φορές το χρόνο γίνεται πόλη της ερήμου, αλλά  ως χασαποταβέρνα δεν είχαμε την ευκαιρία να την γνωρίσουμε. Και νά, που λόγω κορωνοϊού ζήσαμε κι αυτήν τη μετάλλαξή της   

Μπορεί να με ξεγελούν τα μάτια μου, σκέφτηκα – αλλά εκτός από την όραση υπάρχει και η όσφρηση. Όλο το λεκανοπέδιο μύριζε τσίκνα χασαποταβέρνας . Όχι, η όσφρηση δεν με γελούσε. Μύριζαν τα κοψίδια και τα ψητά τόσο έντονα που έψαχνα να βρω τους βωμούς και τα θυσιαστήρια των αρχαίων Αθηναίων που τσίκνιζαν για να ευχαριστήσουν τους θεούς του Όλυμπου. Ωστόσο, σχεδόν αμέσως, επανήλθα από τις παραισθήσεις των μυρωδιών. Βρισκόμουν στην Αθήνα του 21ου αιώνα, όχι του 5ου π.Χ. Έπειτα, δε γινόταν να κάνω λάθος καθώς ήταν και οι ήχοι. Τέρμα τα στερεοφωνικά με τα κλαρίνα. Φαντάστηκα πως ήμουν στα Σάλωνα φουστανελοφόρος. Αλλά στα Σάλωνα δεν έχω πάει, ξανασκέφτηκα. Πώς γίνεται να γυρίζουν όλοι σούβλες στους δρόμους, στις πλατείες, στις αυλές, στις ταράτσες, στις βεράντες, στα πάρκα, στα ξέφωτα παντού; Πώς διάβολο γίνεται να καλύπτουν οι καπνοί ολόκληρη πόλη;

Κακώς βγήκα, σκέφτηκα, αλλά και πάλι γυρίζοντας σπίτι ήταν χειρότερα: οι καπνοί κι οι μυρουδιές του ψημένου κρέατος είχαν διαπεράσει τους τοίχους, είχαν ποτίσει τα ρούχα στις ντουλάπες, είχαν εισβάλει στο πετσί μου. Στάζω στην κάπνα, πάει το πρωινό αφρόλουτρο, πάνε τα αποσμητικά και οι κολόνιες, τα φρεσκοπλυμένα με αρωματικό μαλακτικό, φανελάκια…

Ανοίγω μια μπύρα, πίνω μια γερή γουλιά και σκέφτομαι πως αντί να πάνε οι «Αθηναίοι» στα χωριά τους, ήρθαν τα χωριά τους στην Αθήνα…

Πώς την πατήσαμε έτσι!

Keywords
Τυχαία Θέματα