Αφιέρωμα 50 χρόνια Μεταπολίτευσης – Το πολιτειακό και άλλα προβλήματα

Μέρος 2ο

22 Νοέμβριος του 1974: Στις 22 Νοεμβρίου 1974 προκηρύχθηκε δημοψήφισμα (ΦΕΚ Α΄ 353) και στις 8 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους διεξήχθη στην Ελλάδα για τη μορφή του πολιτεύματος μεταξύ βασιλευόμενης και αβασίλευτης δημοκρατίας. Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ήταν 69,2% υπέρ της αβασίλευτης

δημοκρατίας.

Ο Καραμανλής – που ελάχιστα θύμιζε τον παλιό προδικτατορικό αρχηγό της ΕΡΕ – ήρθε αντιμέτωπος με τα τρέχοντα και μεγάλα προβλήματα της μετάβασης από τη δικτατορία στη δημοκρατία και, βάζοντας σε μια τροχιά τη χώρα, αποφάσισε πριν απ’ όλα να δώσει μια λύση στο πολιτειακό.

Έτσι, δίχως να χαθεί πολύτιμος χρόνος και η χώρα να βρίσκεται υπό το βάρος μιας πολύ σοβαρής εκκρεμότητας, τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς διενεργήθηκε το δημοψήφισμα για το αν θα έχει η χώρα βασιλευόμενη ή αβασίλευτη δημοκρατία. Το αποτέλεσμα ήταν συντριπτικό, με 69,2 % υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας. Με αυτόν τον πανηγυρικό τρόπο η χώρα απαλλάχτηκε εκτός από τη χούντα και από την άκρως επιβλαβή βασιλεία. Έπειτα από αυτές τις ραγδαίες αλλά και σημαντικές εξελίξεις, η Ελλάδα βρέθηκε για πρώτη φορά μπροστά σε μια νέα ιστορική πρόκληση και ευκαιρία να αφήσει πίσω της μιαν οχληρή περίοδο που κατάστρεψε τη χώρα με τις μετεμφυλιακές, ψυχροπολεμικές της ψυχώσεις.

17 Νοεμβρίου 1974: Οι εκλογές ανέδειξαν νικήτρια τη Νέα Δημοκρατία του Κωνσταντίνου Καραμανλή, με ευρύτατη κοινοβουλευτική πλειοψηφία (220 έδρες) και με μοναδικό στην ελληνική πολιτική ιστορία αριθμό ψήφων.

Οι εκλογές αυτές εγκαινίαζαν μια νέα ελπιδοφόρα πραγματικότητα για την Ελλάδα μετά την οδυνηρή επταετή τραγωδία. Η χώρα ήδη είχε χάσει μεγάλες ευκαιρίες προόδου και ευημερίας, βυθισμένη στο τέλμα και την καθυστέρηση που την οδήγησαν οι εγκληματίες της χούντας. Στο μεταξύ, ο Καραμανλής, για να σηματοδοτήσει και τη δική του αλλαγή, φρόντισε στη θέση της παλιάς ΕΡΕ, που δεν ανακαλούσε ευνοϊκές αναμνήσεις, να δημιουργήσει ένα νέο κόμμα με σαφή φιλοευρωπαϊκό προσανατολισμό. Το νέο κόμμα, με την ονομασία «Νέα Δημοκρατία», απέσπασε συντριπτική πλειοψηφία, καταλαμβάνοντας 220 έδρες από τις 300 έδρες στη Βουλή.

Η κυβέρνηση Καραμανλή από το πρώτο λεπτό της ανάληψης των καθηκόντων της ήρθε αντιμέτωπη με τρία επείγοντα ζητήματα. Έκτος από την εξαιρετικά επώδυνη εθνική τραγωδία της Κύπρου, είχε να χειριστεί την ομαλή μετάβαση από το δικτατορικό καθεστώς στο κοινοβουλευτικό, πράγμα ιδιαίτερα δύσκολο και λεπτό αν συνυπολογίσει κανείς ότι τα στελέχη της δικτατορίας ήλεγχαν τον κρατικό μηχανισμό.

Ο Καραμανλής είχε να αντιμετωπίσει μια δύσκολη πραγματικότητα. Τότε αποφάσισε να μην έρθει η κυβέρνησή του σε ευθεία σύγκρουση με τη δικτατορία. Ως αποτέλεσμα αυτής της απόφασης, ο στρατηγός Γκιζίκης έμεινε στη θέση του ως αρχηγός του κράτους, θέση που κατείχε ύστερα από την ανατροπή του Γεωργίου Παπαδοπούλου το 1973. Η στάση αυτή του Καραμανλή δεν πέρασε δίχως έντονες διαμαρτυρίες. Ωστόσο, είναι αρκετοί εκείνοι που υποστηρίζουν ότι ο στρατός δεν ήταν έτοιμος να παραδώσει την εξουσία σε μια συνταγματική κυβέρνηση και ότι ακόμα έως και το 1975 πραγματοποιήθηκαν απόπειρες στρατιωτικού κινήματος, οι οποίες αντιμετωπίστηκαν επιτυχώς από την κυβέρνηση.

Έκτοτε, όταν η κυβέρνηση ισχυροποίησε τη θέση της, άρχισε συστηματικά να «εκτοπίζει» από την πρωτεύουσα τις πιστές στη δικτατορία ομάδες – θύλακες του δικτατορικού καθεστώτος και να ξηλώνει αξιωματικούς που ήταν υπό την επιρροή του Ιωαννίδη. Ταυτόχρονα με αυτές τις κινήσεις στο στράτευμα, ο Καραμανλής επανάφερε σε ισχύ το Σύνταγμα του 1952 χωρίς τις θεμελιώδεις του διατάξεις, οι οποίες θα παρέμεναν εν αναμονή έως ότου διενεργηθεί στη χώρα δημοψήφισμα σχετικά με τη μορφή του πολιτεύματος. Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση – όχι δίχως αντιδράσεις – παραχώρησε γενική αμνηστία. Απελευθερώθηκαν όλοι οι πολιτικοί κρατούμενοι και νομιμοποιήθηκε το ΚΚΕ.

Όσοι είχαν χάσει τις θέσεις τους στη διάρκεια της επταετίας είχαν πλέον το δικαίωμα να επανέλθουν σε αυτές. Κάθε μέρα που η κυβέρνηση ένιωθε να πατά πιο καλά και σίγουρα στα πόδια της προχωρούσε και ένα βήμα παραπέρα. Έτσι, με την ισχυροποίηση του ελέγχου της στις κρατικές δομές, έσπευσε να διασαφηνίσει ότι από τη γενική αμνηστία εξαιρούντο οι πρωταίτιοι του πραξικοπήματος, οι οποίοι τελικά δεν γλύτωσαν το σκαμνί και τις βαριές καταδίκες. Τρεις εξ αυτών καταδικάστηκαν στην εσχάτη των ποινών, σε θάνατο δηλαδή, για να μετατραπούν λίγο αργότερα οι ποινές τους σε ισόβια δεσμά. Οι δίκες συνεχίστηκαν διευρύνοντας το «πάνελ» των κατηγορούμενων και στους διαφόρους συνεργάτες της δικτατορίας που ενέχονταν σε βασανισμούς πολιτών ή συμμετείχαν στα γεγονότα του Πολυτεχνείου.

Μια ομαλή μετάβαση

Η μετάβαση από τη δικτατορία στη δημοκρατία δεν υπήρξε ούτε εύκολη υπόθεση, ούτε και αυτονόητη. Ένας από τους βασικούς παράγοντες που συνέτειναν στην ομαλή διαδοχή ήταν ότι στην Ελλάδα – σε αντίθεση με την Πορτογαλία και την Ισπανία – η δικτατορία δεν διήρκεσε πολύ. Και κυρίως δεν απέκτησε σοβαρά ερείσματα στον λαό. Ταυτόχρονα, η ανάμνηση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας ήταν ολοζώντανη και αποτελούσε σημείο αναφοράς των πολιτών. Αλλά και οι πολιτικοί που πρωταγωνιστούσαν στα προ της δικτατορίας χρόνια ήταν παρόντες και δεν έχασαν την επαφή τους με τις εξελίξεις.

Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειώσουμε ότι η δικτατορία, για δικούς της λόγους, έδωσε την εντύπωση ότι βασίστηκε – και ήταν προϊόν – μιας ομάδας αξιωματικών που δεν περιελάμβανε αναγκαστικά την ιεραρχία του στρατεύματος. Έτσι, ο ελληνικός στρατός δεν κατηγορήθηκε συλλήβδην για την προδοσία της Κύπρου. Το βάρος της εθνικής τραγωδίας έπεσε αποκλειστικά σε όσους από τους αξιωματικούς θεωρήθηκε ότι παραβίασαν τον όρκο τους. Οπότε ο στρατός δεν δημιούργησε καμιά απολύτως δυσκολία στην ομαλή μετάβαση στη δημοκρατία, πράγμα καθ’ όλα λογικό αν σκεφτεί κανείς ότι αυτή γινόταν υπό την τρομαχτική πίεση μιας εθνικής κρίσης, στην οποία αντικειμενικά ο στρατός δεν μπορούσε να επέμβει υπέρ των εθνικών συμφερόντων.

Να λάβουμε ακόμα υπόψη ότι σημαντικό ρόλο για την ομαλότητα της μετάβασης έπαιξε το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της δικτατορίας είχε αποδυναμωθεί αποτελεσματικά ο θεσμός της βασιλείας, ο οποίος διέθετε πανίσχυρα ερείσματα στην κοινωνία και στη χώρα παρόλο που το δημοψήφισμα ήταν συντριπτικό εναντίον του. Το 30% μαρτυρά πολλά.

Θα μπορούσε συμπερασματικά να ισχυριστεί κανείς ότι παρά το γεγονός ότι η δικτατορία κατάφερε να εξυπηρετήσει πολλούς, δεν κατάφερε ποτέ να αφομοιώσει κοινωνικές ομάδες ή οικονομικές ελίτ ώστε να δράσουν υπέρ της.

Διαβάστε επίσης:

Περί γάμου – Μέρος έκτο: Η απόλυτη ανατροπή

Περί γάμου: Μέρος πέμπτο – Ο γάμος τον 20ό αιώνα

Περί γάμου – Μέρος τέταρτο

Keywords
Τυχαία Θέματα