Κοσμογονία - Θεογονία

Σύμφωνα με την αρχαιότερη παράδοση που μας αφηγείται ο Όμηρος, πατέρας των θεών ήταν ο Ωκεανός, που περικύκλωνε ολόκληρο το σύμπαν. Από το σμίξιμό του με τη σύζυγό του Τηθύ προήλθαν όλοι οι υπόλοιποι θεοί. Ο Ωκεανός παρουσιάζεται από τον Όμηρο σαν ένας ηλικιωμένος, ασπρομάλλης γέροντας, με γλυκό χαμόγελο, ήσυχος, που ποτέ δεν παίρνει μέρος στους καβγάδες των θεών και κατοικεί μακριά από τη γη και τον Όλυμπο. Δυστυχώς όμως ο Όμηρος δε μας απαριθμεί τους απογόνους του Ωκεανού και της Τηθύος.Πολύ πιο ολοκληρωμένος είναι ο μύθος που μας αφηγείται ο Ησίοδος στη "Θεογονία" του για την αρχή του κόσμου
και την καταγωγή των θεών. Στην αρχή λοιπόν ήταν το Χάος, η Γη και ο Έρωτας. Αυτές οι τρεις πρωταρχικές θεότητες δεν είχαν συγγενική σχέση μεταξύ τους, απλώς....
εμφανίστηκαν η μία μετά την άλλη.Το Χάος ήταν θεοσκότεινο, μαύρο και άραχνο χωρίς κανένα ίχνος ζωής. Απόλυτη σιωπή βασίλευε παντού. Αυτό το τρομακτικό, αρχικό ον ήταν απέραντο· δεν είχε αρχή μήτε τέλος. Ήταν τόσο αχανές, ώστε αν κάποιος ζούσε εκείνη την εποχή και μπορούσε να πετάξει, θα πετούσε σ' όλη του τη ζωή χωρίς να μπορέσει να φτάσει κάποτε σε κάποια κορυφή. Αλλά, και αν συνέβαινε το αντίθετο, δηλαδή αν κάποιος άρχιζε να πέφτει στο κατάμαυρο κενό, το Χάος, θα έπεφτε σ' όλη του τη ζωή χωρίς να φτάσει ποτέ του σε κάποιο τέλος.Μέσα στην απεραντοσύνη του κοσμικού χρόνου προήλθαν κάποτε από το Χάος, χωρίς να μεσολαβήσει κάποιο ερωτικό σμίξιμο, δύο παράξενα όντα, το Έρεβος και η Νύχτα. Ήταν και αυτά τα όντα κατάμαυρα και σκοτεινά με τεράστιες φτερούγες. Θεόρατα και αλλοπρόσαλλα στέκονταν το ένα απέναντι από το άλλο ανοιγοκλείνοντας τα μαύρα μάτια τους, χωρίς να ανταλλάσσουν μεταξύ τους ούτε κουβέντα. Η απόλυτη ησυχία και η μοναξιά συνέχισε να κυριεύει το σύμπαν. Η μόνη διαφορά τους από το Χάος ήταν ότι είχαν αρχή και τέλος. Ήταν βέβαια πελώρια και θα χρειάζονταν κάποιος να τρέχει μήνες ολόκληρες για να φτάσει από τη μια φτερούγα τους στην άλλη, σίγουρα όμως θα έβρισκε κάποιο τέλος.Όλο αυτό το σκοτάδι και η σιωπή βασίλευαν μέχρι τη στιγμή που ο Έρωτας, η τελευταία από τις τρεις πρωταρχικές θεότητες, μπήκε ανάμεσα στα δύο φοβερά όντα. Με την επίδραση του Έρωτα άρχισε η απόλυτη ψυχρότητα να εγκαταλείπει τις δύο μυστήριες υπάρξεις. Αντάλλαξαν τις πρώτες τους κουβέντες και κατάφεραν έτσι να διώξουν την ατέλειωτη μοναξιά που τους κυρίευε τόσους αιώνες.Και να σε λίγο που από την παράξενη αυτή σχέση ξεπετάχτηκε ο Αιθέρας. Αστραφτερός και λαμπερός, με διάφανες φτερούγες, ακτινοβολούσε το θείο φως του προς όλες τις κατευθύνσεις. Ήταν χαμογελαστός και πανέμορφος με τεράστιο σώμα, μα με αρμονικά μέλη και κατάλευκο δέρμα. Άπλωσε τα τεράστια σκέλη του σ' ολόκληρο το σύμπαν και σκόρπισε τη λάμψη του στο θεοσκότεινο Χάος.Αλλά να που εμφανίζεται και μια άλλη παρόμοια θηλυκή θεότητα, η Ημέρα. Λαμπρή, κατάξανθη, πανώρια κόρη με κατάλευκες φτερούγες, έριξε αμέσως το αστραποβόλο βλέμμα της στον Αιθέρα και του χαμογέλασε. Αυτός μόλις αντίκρισε ένα παρόμοιο μ' αυτόν και φωτεινό πλάσμα χάρηκε πάρα πολύ.Τα δυο αδέρφι
Keywords
Τυχαία Θέματα