Η ΩΡΑΙΩΤΕΡΗ ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΙΩΝΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΙΣΤΗΣ

Η γυναίκα μου, μου πρότεινε να βγω με μια άλλη γυναίκα.
---Γνωρίζω πολύ καλά πόσο την αγαπάς, μου είπε μια μέρα ξαφνιάζοντάς με.
Η ζωή είναι πολύ σύντομη, αφιέρωσέ της λίγο χρόνο....

---Μα εγώ ΕΣΕΝΑ αγαπώ της είπα έντονα.
---Το ξέρω μου απάντησε. Εξίσου όμως αγαπάς κι εκείνη.

Και επειδή δεν καταλάβαινα τι ήθελε να πει, μου αποκάλυψε ότι η γυναίκα την οποία εννοούσε, ήταν η.....
μητέρα μου.... Χήρα εδώ και χρόνια. Όμως, οι απαιτήσεις της δουλειάς και των παιδιών, με ανάγκαζαν να την επισκέπτομαι αραιά και που.

Εκείνο το βράδυ της τηλεφώνησα και
την προσκάλεσα σε δείπνο κάπου έξω και μετά για κινηματογράφο.
---Τι συμβαίνει; Είσαι καλά; με ρώτησε.

Η μητέρα μου είναι από τους ανθρώπους που εκλαμβάνει ένα νυχτερινό τηλεφώνημα ή μια αναπάντεχη πρόσκληση ως αρχή κακών μαντάτων.

---Νόμιζα πως θα ήταν καλή ιδέα να περνούσαμε λίγο χρόνο μαζί, της απάντησα. ‘Οι δυο μας, μόνοι… Τι λες;’
Αφού σκέφθηκε λιγάκι μου είπε: ‘Θα το ήθελα πάρα πολύ.’

Εκείνη την Παρασκευή, μετα το γραφείο μου, καθώς οδηγούσα το αυτοκίνητό μου για να πάω να την πάρω, αισθανόμουν περίεργα. Ήταν ο εκνευρισμός που προηγείται ενός ραντεβού… Και έκπληκτος πρόσεξα όταν έφθασα στο σπίτι της, πως και η ίδια ήταν φοβερά συγκινημένη!

Με περίμενε στην πόρτα φορώντας το παλιό καλό παλτό της. Είχε περιποιηθεί τα μαλλιά της και ήταν ντυμένη με το φόρεμα, με το οποίο είχε εορτάσει την τελευταία επέτειο του γάμου της. Το χαμογελαστό πρόσωπό της ακτινοβολούσε, όπως το πρόσωπο ενός αγγέλου....

---Είπα στις φίλες μου ότι θα βγω με το γιο μου και όλες τους συγκινήθηκαν, μου είπε, καθώς έμπαινε στο αυτοκίνητό μου. Και θα περιμένουν με αγωνία μέχρι αύριο για να μάθουν τα πάντα για τη βραδινή έξοδό μας, συμπλήρωσε.

Πήγαμε σε ένα εστιατόριο όχι από τα καλά, αλλά με ζεστή ατμόσφαιρα. Η μητέρα μου με έπιασε από το μπράτσο και περπατούσε καμαρωτά δίπλα μου σαν να ήταν ΄Η Πρώτη Κυρία της χώρας.΄

Μόλις καθίσαμε, έπρεπε εγώ να της διαβάσω τον κατάλογο με τα φαγητά, μια και τα μάτια της κουρασμένα από το πέρασμα του χρόνου, δεν μπορούσαν να διαβάσουν τα ψιλά γράμματα του τιμοκαταλόγου.

Όταν έφθασα στη μέση, σήκωσα το πρόσωπό μου και την κοίταξα. Η μαμά μου καθόταν στην άλλη άκρη του τραπεζιού και με χάζευε. Ένα νοσταλγικό χαμόγελο ήταν ζωγραφισμένο στα χείλη της.
---Θυμάμαι, πως εγώ ήμουν εκείνη που σου διάβαζε κάποτε τον κατάλογο όταν ήσουν μικρός, μου είπε.
---Ήρθε η ώρα λοιπόν να ξεκουραστείς και να μου επιτρέψεις να σου ανταποδώσω τη χάρη, απάντησα.

Κατά τη διάρκεια του γεύματος είχαμε μια ευχάριστη συζήτηση. Τίποτα το εξαιρετικό, απλά το πώς περνάει ο καθένας μας κάθε μέρα.

Μιλούσαμε για ώρες, που τελικά χάσαμε την ταινία στον κινηματογράφο.
---Την Επόμενη φορά που θα βγούμε, αν μου επιτρέψεις , θα σου κάνω εγώ το τραπέζι... μου είπε η μητέρα μου καθώς αργά γυρίσαμε στο σπίτι. Την φίλησα, τη
Keywords
Τυχαία Θέματα