Πού βρισκόμαστε, πού θέλουμε να πάμε και πώς : ο «ιδιόρρυθμος πόλεμος» εναντίον «μη-εχθρών» και μερικά ζητήματα στρατηγικής εξόδου από τη κρίση…

Γράφει ο Βασίλης Δημ. Χασιώτης
Έχει λεχθεί, πολλές φορές και από πολλούς «θεσμικούς» (πολιτικούς) παράγοντες της χώρας μας, ότι σε τούτη τη μνημονιακή περίοδο βρισκόμαστε σε «πόλεμο».
Πόλεμο πολυμέτωπο : εναντίον κερδοσκόπων και εναντίον του κακού μας εαυτού.
Θα πρόσθετε κάποιος και εναντίον των δανειστών μας, τουλάχιστον όσοι τους εντάσσουν στους κερδοσκόπους κι αυτούς, ή κάποιους απ’ αυτούς.
Δοθέντος ότι ένας «πόλεμος» για να είναι «πόλεμος» χρειάζεται να υπάρχει οπωσδήποτε ένας επιτιθέμενος, εξόν από τον αμυνόμενο, ο «πόλεμος» των μνημονιακών είναι κι αυτός εξαιρετικά «ιδιόμορφος»
όπως άλλωστε «ιδιόμορφη» είναι και η άποψη όσων υιοθετούν ως...... «σωτηρία» τα φάρμακα που κατά τη δική τους διαπίστωση «σκοτώνουν» τον ασθενή.

Πράγματι, ο «πόλεμος» των μνημονιακών, είναι «ιδιαίτερος», διότι, πράγμα πρωτοφανές σε ένα πόλεμο, ο «αμυνόμενος» αποδέχεται την «σωτήρια» «επέμβαση» του επιτιθέμενου.
Ο «επιτιθέμενος», καλωσορίζεται ως «σωτήρας», και όχι μόνο : καλωσορίζεται ως «ευτυχία» και «ευκαιρία» (να γίνουν σωστά πράγματα) για το τόπο. Αναγνωρίζεται η «αναγκαιότητα» της «επέμβασής» του.
Παρόλα αυτά, βρίσκονται οι μνημονιακοί σε «πόλεμο» με αυτόν τον «ιδιότυπο» «εχθρό» που καλωσορίζεται ως «αλληλέγγυος εταίρος».
Όμως, δεν θα μείνω σ’ αυτόν τον επί της ουσίας αντιφατικό «πόλεμο», που για την ακρίβεια είναι «μη-πόλεμος».
Θα προσχωρήσω για την ανάγκη του άρθρου στη παραπάνω «πολεμική» ρητορεία.
Βρισκόμαστε λοιπόν σε πόλεμο!
Λαμπρά:
Ας δούμε λοιπόν, αν όντως, υπάρχει ένας ουσιαστικός πόλεμος, χωρίς τις αντιφάσεις του μνημονιακού «πολέμου», δηλαδή του «μη-πολέμου».
Η μνημονιακή «πολεμική» ρητορεία, έχει δίκαιο, τουλάχιστον στο επίπεδο της φραστικής περιγραφής.
Όντως, βρισκόμαστε σε πόλεμο.
Ένα πόλεμο πολύ πιο επικίνδυνο, πολύ πιο ύπουλο και με πολύ περισσότερα και μεγαλύτερα διακυβεύματα από έναν στρατιωτικό πόλεμο, διότι εδώ οι μάχες διεξάγονται στο επίπεδο των πολιτικών επιχειρημάτων με ό,τι αυτό σημαίνει.
Σημαίνει, πρώτα και καλύτερα, ότι ο λαός, υποτίθεται δηλαδή, ότι αποτελεί μέρος του «πάνελ των συνομιλούντων» εκφράζοντας τις «απόψεις και θέσεις του», έτσι όπως ο καθένας αισθάνεται –ή συμφέρει να αισθάνεται- ότι τούτη η «λαϊκή συμμετοχή» είναι εκφρασμένη και πάντως αποτελεί μια πραγματικότητα –όπως και ότι την ίδια στιγμή, άλλοι υποστηρίζουν την παντελή απουσία της.
Σημαίνει ακόμα ότι πέρα από την «δημοκρατική» αντιπαράθεση επιχειρημάτων υπάρχουν συγκεκριμένες πολιτικές και στρατηγικές στα πλαίσια του άνω «πολέμου» αλλά και των επί μέρους «μαχών» του.
Σημαίνει, ακόμα, ότι εδώ η προπαγάνδα παίζει ένα κρίσιμο ρόλο αφού συμβάλλει στη διαμόρφωση κλίματος και ψυχολογίας κατάλληλης για τα συμφέροντα του προπαγανδιστή.
Σημαίνει με λίγα λόγια, ποιο είναι το ισοζύγιο δύναμής μας (πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα).
Σημαίνει τέλος, και κάτι εξίσου σπουδαίο : ποια είναι η επιχειρηματολογία, οι στρατηγικές και πολιτικές, η προπαγάνδα, τα μέσα και όπλα και τα εν γένει μειονεκτήματα και πλεονεκτήματα και κυρίως, ποιο είναι το στρατηγικό σχέδιο του «αντιπάλου» που βρίσκεται «απέναντί» μας –εκτός από την στρατηγικά αφελή επισήμανση ότι «θέλουν να εξασφαλίσουν τα λεφτά τους», κάτι που δεν δικαιολογείται ούτε από το γιατί μας δάνειζαν όταν έβλεπαν ότι το πλοίο πήγαινε κατ’ ευθείαν πάνω στο παγόβουνο, χωρίς έγκαιρα να απαιτήσουν «σύνεση και περιστολή», ούτε από τις γενικότερες εξελίξεις της ευρωπαϊκής κρίσης (μέρος της οποίας –άρα και μέρος της λογικής της οποίας- αποτελεί και η ελληνική κρίση), η οποία, ή μάλλον, με αφορμή την οποία, δρομολογούνται εξελίξεις που ακούγονταν πολύ πριν τη κρίση ως ευσεβείς τότε πόθοι, για μια «πιο φιλελεύθερη» (διάβαζε : νεοφιλελεύθερη) Ευρώπη αν όχι πολλών τουλάχιστον δύο ταχυτήτων, που απλά σήμαινε και εξακολουθεί να σημαίνει από το ευρωπαϊκό καράβι να πεταχτούν τα «βαρίδια» (διάβαζε χώρες) που το εμποδίζουν να πλεύσει με όση δύναμη και ταχύτητα θα μπορούσε αν σ’ αυτό επέβαιναν μόνο οι ισχυροί...
Υποτίθεται ότι σε όλα τα παραπάνω ερωτήματα, υπάρχουν ήδη διατυπωμένες θέσεις και ότι ο αγώνας διεξάγεται βάσει ενός «στρατηγικού σχεδίου» από την ελληνική πλευρά.
Αλλά, δεν συμβαίνει παρά ακριβώς αυτό που λέω : «Υποτίθεται»...
Εκτός αν ανήκω σ’ εκείνους που δεν κατανόησαν –ή δεν εννοούν να κατανοήσουν- την «πραγματικότητα» (της ύπαρξης τέτοιου στρατηγικού σχεδίου)…
Βέβαια στα πλαίσια ενός άρθρου σαν αυτό εδώ, είναι αδύνατο να τοποθετηθούμε με αξιώσεις σ’ ένα τόσο σύνθετο και σοβαρό θέμα, όπως αυτό του στρατηγικού σχεδίου για την αντιμετώπιση της κρίσης.
Παρ’ όλα αυτά, θα επιχειρήσω, με όσους κινδύνους κι αν συνεπάγεται αυτό από πλευράς πληρότητας και εγκυρότητας της προσέγγισης, να υπογραμμίσω μερικές μόνο πτυχές ενός στρατηγικού σχεδίου για την αντιμετώπιση της κρίσης.
Πρώτα απ’ όλα ένα τέτοιο σχέδιο, απαιτεί δύο πράγματα : ρεαλισμό και κλίμα.
Λέγοντας «ρεαλισμό», εννοώ την πρόταξη της πραγματικότητας του προβλήματος, έναντι της πραγματικότητας των ιδεοληψιών και βεβαίως των σκοπιμοτήτων. Π.χ., μια τέτοια ιδεοληψία είναι η εστίαση στην επιβίωση των αριθμών και δεικτών που δείχνει να αγνοεί δήθεν ότι με τον ταυτόχρονο θάνατο της πραγματικής οικονομίας και την φτωχοποίηση της κοινωνίας, αυτό θα ισούται με την μακάβρια διατύπωση : η εγχείρηση πέτυχε, αλλά ο ασθενής πέθανε!
Το ότι ο λογιστικός ρεαλισμός, είναι αυτός που τρεχόντως υπερισχύει στη διαχείριση της τρέχουσας κρίσης, αυτό είναι νομίζω πασιφανές, τουλάχιστον σε όσους δεν υποχρεούνται να υποστηρίξουν το αντίθετο, για προφανείς λόγους.
Το ότι τώρα, «κλίμα» όχι μονάχα ανάπτυξης μα ούτε καν αντιμετώπισης της κρίσης δεν υπάρχει, το ότι κλίμα προσέλευσης ξένων επενδύσεων δεν υπάρχει σε μια χώρα που μέσα σε πέντε χρόνια έκανε σχεδόν πάνω από είκοσι μείζονες ή ελάσσονες φορολογικές μεταρρυθμίσεις, όπως δεν υπάρχει ίχνος «θετικής» ψυχολογίας στο τόπο, σ’ ένα τόπο όπου όλοι σκέφτονται πόσο χειρότερο θα είναι το αύριο και όχι πόσο καλύτερο, νομίζω ότι όλα αυτά αποτελούν αδιαμφισβήτητες πραγματικότητες.
Αντίθετα, ό,τι συμβαίνει είναι η μεθοδευμένη απαξίωση του εθνικού οικονομικού και κοινωνικού ιστού της χώρας μας.
Η ελπίδα είναι στραμμένη αποκλειστικά στους ξένους επενδυτές, που όμως δεν έρχονται.
Αλλά κι αν έρχονταν, χώρα που στερείται δικής της αξιόλογης αν όχι ισχυρής εθνικής οικονομίας, δεν είναι χώρα : είναι οικονομικό προτεκτοράτο.
Γιατί τα λέω όλα αυτά;
Για να υπογραμμίσω ότι ο «εχθρός - σωτήρ» μας, η Τρόϊκα, διαθέτει στρατηγικό σχέδιο, και τούτο αποτελεί και τον μεγαλύτερο εθνικό κίνδυνο.
Ὀχι διότι διαθέτει «στρατηγικό σχέδιο», μα διότι εμείς δεν διαθέτουμε ανάλογο σχέδιο για να αντιμετωπίσουμε το παραπάνω στρατηγικό σχέδιο του «εχθρού».
Το στρατηγικό σχέδιο του «εχθρού - σωτήρος» μας είναι πλήρες :
Πρώτα απ’ όλα, οι άνθρωποι ήρθαν ως φαίνεται περισσότερο μελετημένοι για τα προβλήματά μας, απ’ όσο ενήμεροι ήμασταν εμείς οι ίδιοι, οι οποίοι αγνοούσαμε ζητήματα που δεν απαιτούσαν παρά γνώσεις απλής αριθμητικής του Δημοτικού : θυμάμαι τις απείρου κάλους για τη νοημοσύνη μας συζητήσεις για το πόσοι τελικά εργάζονται στο Δημόσιο. Για τόσο τεχνοκρατικά πολύπλοκα ζητήματα οι κυβερνώντες μας αντιμετώπιζαν δυσκολίες.
Έπειτα, ήρθαν έχοντας εξ αρχής λίγους μα σημαντικούς ξεκάθαρους στόχους που ήταν : κατάργηση του κοινωνικού κράτους, ιδιωτικοποίηση του εθνικού πλούτου και λιτότητα έως του σημείου να εξανεμιστούν στο επίπεδο των ιδιωτών τρία πράγματα : το εισόδημά τους, η περιουσία τους και οι καταθέσεις τους.
Είχαν, επίσης ξεκάθαρες στρατηγικές και πολιτικές, με κυρίαρχες τη φορολογική επιδρομή, που έπρεπε να είναι όχι απλά δυσβάστακτη για το λαό και την απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων.
Με τη φορολογική πολιτική εξασφαλίζουν τη διάλυση της μικρομεσαίας εμπορικής και επαγγελματικής τάξης, και ταυτόχρονα την «ρευστοποίηση» της ιδιωτικής περιουσίας και των καταθέσεων (έμμεσο κούρεμα όπως έχω σημειώσει και πάλι σε άλλα άρθρα μου προ ενός ή δύο ετών), ώστε να μπορέσουν να πληρώνουν τις υποχρεώσεις τους προς το Δημόσιο (εφορία, ασφαλιστικά ταμεία κ.λπ.).
Αυτή η «ρευστοποίηση» της ιδιωτικής οικονομίας, φυσικά θα αποστερούσε από το Δημόσιο κάθε δυνατότητα να εξυπηρετήσει το χρέος του, το οποίο επομένως, θα έπρεπε να εξυπηρετηθεί από τη «ρευστοποίηση» της κρατικής και ευρύτερα δημόσιας περιουσίας και βεβαίως την ουσιαστική «δήμευση» των όποιων μελλοντικών τους εσόδων, από οποιαδήποτε πηγή και αν προέρχονταν (επομένως και από το φόρο εισοδήματος και της ατομικής περιουσίας).
Με τις πολιτικές τους για τις εργασιακές σχέσεις, εξασφαλίζουν, σε συνδυασμό και με τη λιτότητα και τη φορολογική πολιτική, ότι η ανεργία θα διατηρείται σε πολύ υψηλά επίπεδα, πράγμα αναγκαίο ώστε να διατηρούνται οι εργαζόμενοι σε κατάσταση «καταστολής» από πλευράς αντιδράσεων, και την ίδια στιγμή, οι μισθοί να κινούνται στους προγραμματισμένους στόχους των επιπέδων Βουλγαρίας, Ρουμανίας κ.λπ.
Ακόμα, ήταν εξαιρετικά μελετημένος ο τρόπος επιβολής των στρατηγικών, μέσω ενός συνδυασμού «επικοινωνιακής καταιγίδας φόβου» και των πρόσκαιρων αναβολών κάποιων μέτρων που πάντως πάντα περνούσαν σε ένα αμέσως επόμενο στάδιο «» αξιολόγησης» που συνήθως είχε να κάνει με την καταβολή κάποιας από τις δόσεις του μνημονιακού δανείου, η γνωστή δηλαδή στρατηγική του «σαλαμιού», η οποία επιπλέον εξασφάλιζε ότι δεν θα είχες την ίδια στιγμή όλη τη κοινωνία εναντίον σου, αλλά τη κάθε φόρα κάποια τμήματά της, που θα τα αντιμετώπιζες πολύ πιο αποτελεσματικά, είτε με την αστυνομία, είτε μέσω της προπαγάνδας που θα διήγειρε τον κοινωνικό αυτοματισμό.
Κι εμείς τι αντιπαρατάξαμε εμείς απέναντι σ’ αυτό το ολοκληρωμένο στρατηγικό σχέδιο;

Το απόλυτο τίποτα!
Αντιπαρατάξαμε απλώς τα πόδια μας, να τρέχουμε, δηλαδή ως κυβέρνηση και ως κυβερνητική κοινοβουλευτική πλειοψηφία, να εφαρμόζουμε ό,τι μας ζητούν, και βεβαίως, αντιπαρατάξαμε προς το εσωτερικό της χώρας έναν πελώριο πολιτικό βερμπαλισμό επικοινωνιακού χαρακτήρα, περί κισμέτ και μονοδρόμων, περί «αγώνων», και όλα αυτά τα φαιδρά.
Στην καλύτερη περίπτωση, άντε να δεχτώ ότι παρουσιάσαμε ένα σχέδιο δράσης, πώς δηλαδή, πιο αποτελεσματικά να εφαρμοστούν οι αξιώσεις των δανειστών μας.
Δηλαδή, για να μιλήσουμε επί της ουσίας, απέναντι σε ένα συγκροτημένο στρατηγικό σχέδιο, να αντιπαραθέτεις ένα πρόγραμμα δράσης, που απλά λέει τι πρέπει να κάνεις στα πλαίσια του στρατηγικού σχεδίου του «εχθρού», το οποίο το έχεις δεδομένο, στον ίδιο βαθμό που έχεις δεδομένη της αδυναμία σου να αντιπαρατάξεις κάποιου είδους αποτελεσματική αντίσταση, που θα αποσκοπούσε στην επιβίωση πρωτίστως του ασθενή, έστω κι αν η εγχείρηση δεν είναι και τόσο «τεχνοκρατικά άρτια».
Ας έρθω τώρα στο δικό μας θεωρητικό στρατηγικό σχέδιο.
Αν θα υπήρχε, με δύο - τρείς κουβέντες, για τι πράγμα θα μιλούσαμε.
Σ’ ένα εθνικό στρατηγικό σχέδιο, πρέπει να υπάρχουν όχι πολλές, μα λίγες στρατηγικές στοχεύσεις, οι πιο κρίσιμες και πιο επείγουσες.
Στην περίπτωσή μας είναι τρείς : έλλειμμα, χρέος και ανάπτυξη.
Το τι χρειάζεται να γίνει από άποψη διαχειριστική, όλοι το ξέρουμε, ώστε να περιττεύει εδώ μια δασκαλίστικη επανάληψη, πόσο μάλλον όταν δεν είμαι δάσκαλος.
Εκείνο όμως, που όλο και περισσότερο αποσιωπάται –ή, έστω γίνεται σύντομη και σποραδική αναφορά σ’ αυτό-, και όχι τυχαία, είναι το ζήτημα του χρόνου.
Ο χρόνος δεν είναι μια απλή μαθηματική μεταβλητή σε μια δυναμική εξίσωση.
Είναι μια στρατηγική παράμετρος, που απαιτεί τέτοια προσέγγιση και τέτοια ανάλυση όση κάθε άλλη κρίσιμη παράμετρος σε ένα στρατηγικό πρόγραμμα.
Όλοι σχεδόν αναγνωρίζουν, ότι στην προκειμένη περίπτωση ο χρόνος είναι εκείνος που είτε θα μας στραγγαλίσει, είτε θα μας σώσει .
Χρόνο όμως δεν μας δίνουν –και όχι τυχαία, αφού «θεωρητικά» (και ως ένα βαθμό πρακτικά) αυτοί που μας τον αρνούνται, κινδυνεύουν να χάσουν τα λεφτά τους, και άρα πρέπει να αναρωτηθεί κανείς γιατί ρισκάρουν με αυτό τον τρόπο τα λεφτά τους!
Αφού όμως δεν μας τον δίνουν, είναι ανάγκη να τον πάρουμε μόνοι μας, έστω και φέρνοντας προ τετελεσμένων τη Τρόϊκα : δηλαδή, είτε μας παρέχουν ένα αξιοπρεπή και σε κάθε περίπτωση επαρκή χρόνο για την εξασφάλιση της οικονομικής μας επιβίωσης, είτε, σ’ αντίθετη πλευρά, θα τον διεκδικήσουμε μόνοι μας.
Τούτο σημαίνει : αναδιάρθρωση του χρέους από άποψη χρόνου εξυπηρέτησης και επιτοκίων, αλλά και άποψη νομιμότητας αυτού καθαυτού όπως και του ύψους και της βιωσιμότητάς του, σημαίνει προσαρμογή του ελλείμματος με τρόπο ώστε να μην διακυβεύεται η κοινωνική συνοχή –που δε αποτελεί μια ιδεολογική πόσο μάλλον ιδεοληπτική συνιστώσα, μα μια κρίσιμη οικονομική παράμετρο για τη διαμόρφωση θετικού κλίματος και υποκίνησης - και το ίδιο ισχύει για την υποβοήθηση της ανάπτυξης.
Μια μάλιστα πιο τολμηρή στρατηγική θα ήταν η πρόσκαιρη ίσως οικειοθελής έξοδός μας από την Νομισματική Ένωση, με την ταυτόχρονη πρόσκαιρη προστασία της εθνικής μας οικονομίας έως ότου βγει «από την εντατική» και μπορέσει και πάλι να μπει στο παιχνίδι των αγορών, κάτι που ήδη πολύ δειλά αρχίζει ως προβληματισμός να αντιτίθεται στην καθιερωμένη κάθετη αντίδραση σ’ αυτή τη στρατηγική. (Και για τα δύο αυτά θέματα, έχω τοποθετηθεί σε άρθρα μου ήδη προ ετών).
Έχοντας όμως εκθέσει παλιότερα τις απόψεις μου πάνω σ΄ αυτό το θέμα, θα παραμείνω στο θέμα αυτό, στο επίπεδο του σχολίου και μόνο, με τούτη τη σημείωση : στην οικονομία, όταν το πρόβλημα το αγνοείς, δεν το αποφεύγεις, έρχεται και σε βρίσκει αυτό.
Θα σε βρει το πρόβλημα κατά τρόπο «μοιραίο», και αν τούτη η λέξη έχει κάποια ουσιαστική σημασία να λέγεται, εδώ είναι η θέση της.
Και στο ζήτημα του νομίσματος, αν νομίζουμε ότι με ξόρκια θα μεταβάλουμε ένα «εχθρικό» για τα (δεδομένα) διαρθρωτικά προβλήματα της εθνικής μας οικονομίας και της αναπτυξιακής της καχεξίας, σε νόμισμα «φιλικό», απλά κάνουμε λάθος.
Και ζητώ να προσεχθεί η διατύπωση που κάνω.
Δεν αναφέρομαι στο «ευρώ» ως ένα νόμισμα «εχθρικό» για την ανάπτυξή μας, γενικώς, μα, ειδικώς, σε σχέση με τα τρέχοντα διαρθρωτικά προβλήματα της οικονομίας μας, και για να το πω πιο απλά, πρέπει μα γίνει με σημαντική χρονική καθυστέρηση η «σύγκλιση» προς τις ισχυρές οικονομίες της Ευρώπης που ήταν αναγκαία να γίνει όταν μπαίναμε στην ευρωζώνη και η οποία δεν είχε γίνει, που όμως, είναι απολύτως αναγκαίο να γίνει, ώστε το ευρώ, να μας βοηθά να «πετάμε» και όχι να μας τραβά προς το βυθό της θάλασσας, σαν ένα βάρος που έχει προσδεθεί στο αδύναμο σώμα της ελληνικής οικονομίας.
Είμαστε δυστυχώς σε μια θέση, όπου δεν έχουμε την πολυτέλεια να επιλέξουμε το καλύτερο, μα το λιγότερο κακό...
Και κατι πολύ σημαντικό : αφορά μονάχα την ελληνική οικονομία το «εχθρικό» ευρώ;
Όχι!
Αφορά όλη τη Νότια Ευρώπη, σχεδόν όλη την Ανατολική Ευρώπη, και σε λίγο φαίνεται να αποτελεί πρόβλημα και άλλων χωρών και οικονομιών, που ανήκουν στο «κλαμπ» των ισχυρών οικονομιών.
Και ίσως από τη «λεπτομέρεια» αυτή να προέλθουν εξελίξεις, που θα αφορούν και τη χώρα μας..
Keywords
Τυχαία Θέματα