Ντρέπομαι να πω στους φίλους μου...

Είχαμε κάτσει μια παρέα φίλων για καφέ και κουβεντούλα. Κυριακάτικο πρωϊνό, ήλιος φωτεινός, ουρανός ανέφελος, φθινοπωρινό αεράκι, εφημερίδες στο τραπεζάκι, διάθεση χαλαρή. Ήταν από εκείνες τις μέρες που σε τραβάν από το σβέρκο να βγεις έξω, να τις χαρείς, να ρεμβάσεις, να ξεθολώσεις. Τα παιδιά τρέχαν, φωνάζαν, ίδρωναν, παίζαν σαν να μην υπήρχε ........
αύριο (...αλήθεια, πως αλλιώς μπορεί να παίξει ένα παιδί;) κι εμείς καλαμπουρίζαμε ευδιάθετοι.
H κουβέντα όμως δεν άργησε να ξεστρατίσει. Κάποιος, κάτι διάβασε σε μια εφημερίδα, έκανε ένα σχόλιο, κάποιος αντι-σχολίασε, ο τρίτος συμφώνησε,
ο τέταρτος διαφώνησε. Το θέμα ήρθε σαν απρόσκλητος επισκέπτης και θρονιάστηκε στο τραπέζι μας: Η ΚΡΙΣΗ.
Τα βλέμματα σύντομα σκοτείνιασαν. Ο ένας γκρίνιαζε για τους φόρους («Είναι απίστευτοι. Μας τιμωρούν τώρα γιατί κάναμε παιδιά. Αλλά ξέρω εγώ γιατί το κάνουν...επειδή τα παιδιά δεν έχουν ...πινακίδες, για να τις καταθέσεις στην κωλο-εφορία τους»), ο άλλος τα ’βαζε με τους «Γερμαναράδες», ο τρίτος με τους «κρατικοδίαιτους συνδικαλιστές», τις συντεχνίες και «τα οργανωμένα συμφέροντα» που «δεν θέλουν να αλλάξει τίποτα στον τόπο αυτό» και συνέχισε πως μόνο «οι ξένοι μπορούν να βάλουν τάξη σ’αυτή τη χώρα» και ότι «καλά κάνουν και μας πιέζουν». «Ναι, καλά μας κάνουν», του είπε ένας από την παρέα, αφού «βρίσκουν και τα κάνουν, και εμείς δεν αντιδρούμε, και αφήνουμε αυτά τα πιόνια, τους πολιτικούς, που τους κρατάνε όλους οι Γερμανοί με τις μίζες της Siemens, να υπογράφουν το ένα μνημόνιο μετά το άλλο, κι εμείς πάμε και τους ξαναψηφίζουμε.... Καλά μας κάνουν». «Γιατί, ρε συ, υπήρχε άλλη λύση; Τι θες δηλαδή, να πτωχεύσουμε και να βγούμε από το ευρώ; Τότε να δεις πείνα, που θα πέσει. Πείνα πραγματική. Ακόμη, δεν έχουμε δει τίποτα....». «Ναι, ενώ τώρα που είμαστε στο ευρώ, μια χαρά είμαστε. Το θέμα, φίλε, δεν είναι να είμαστε στο ευρώ. Το θέμα είναι να...έχουμε ευρώ. Έτσι όπως μας πάνε, θα μας ξεζουμίσουνε, θα τσακίσουν την οικονομία, θα ξεπουλήσουμε τα πάντα και στο τέλος, πάλι θα χρεοκοπήσουμε. Καλύτερα να βγούμε τώρα από το ευρώ μόνοι μας, να πονέσουμε 2-3 χρόνια, αλλά να αρχίσουμε να ανεβαίνουμε μετά». «Τα λες αυτά, γιατί δεν καταλαβαίνεις τι θα πει να φύγουμε τώρα από το ευρώ. Ούτε φάρμακα θα έχουμε, ούτε πετρέλαιο, ούτε τίποτα». «Ναι, ενώ τώρα, έχουμε. Το ξέρεις, ότι στην πολυκατοικία μου φέτος δεν θα ανάψουμε καλοριφέρ; Τι να το κάνω εγώ το ευρώ με 35% ανεργία, τη φτώχεια να θερίζει, και το Μιχαλολιάκο να στρατολογεί απελπισμένους;». «Τι τα θέλετε, ρε παιδιά, μάλλον πρέπει να ετοιμαζόμαστε να την κάνουμε από αυτή την κωλο-χώρα, όσο είναι καιρός». «Και που θα πας, ρε φίλε; Νομίζεις είναι εύκολο. Είναι παντού δύσκολα πια. Άσε, που δεν θα βρεις πουθενά αυτό τον ήλιο». «Δεν ξέρω για μας, αλλά τα παιδιά μας πρέπει να φύγουν. Να σωθούν απ’αυτό το... μπουρδέλο». «Νομίζω, ότι υπερβάλλετε», είπε ο ψύχραιμος της παρέας, «η οικονομία πάντα κύκλους κάνει. Το είχαμε παρακάνει κι εμείς. Ζούσαμε πάνω από τ
Keywords
Τυχαία Θέματα