Μια χαρά χωρίς χαρά: Μια συζήτηση στον απόηχο των πανελλαδικών εξετάσεων

Γράφει η Ναντίνα Χριστοπούλου

Αργά το απόγευμα. Το νεαρό ζευγάρι δίπλα μου επιδίδεται σε περιπτύξεις. Το λιγοστό αεράκι, όμως, αντί να φέρνει στ' αυτιά μου γλυκόλογα, φέρνει αριθμούς. Κάτι μετράνε, κάτι υπολογίζουν. (Άλλο και τούτο πάλι, σκέφτομαι. Ίσως αλλάζουν οι καιροί, ποιος ξέρει;)Πριν καταλήξω σε συμπέρασμα, πλησιάζει οικείο τους πρόσωπο - η ομοιότητα με τη νεαρή κοπέλα είναι εμφανής, μάλλον είναι η.........
μαμά της - και τους χαιρετάει χαρούμενα λέγοντας:
"Έλα, πες μου τα καλά νέα, θέλω ν´ακούσω! Πώς
πήγες;"
"Ε, μια χαρά..." απαντάει αυτός διστακτικά. "Δηλαδή στη σχολή που θέλω μπαίνω. Μια χαρά..."
"Ποιά ακριβώς σχολή;" επιμένει αυτή.
Ακούω κάτι για μια στρατιωτική σχολή. "Το καλό είναι" συνεχίζει ο νεαρός, "ότι πιάνεις αμέσως δουλειά, και δε χρειάζεται καν να μετακινηθείς, γιατί έχει μόνο στην Ελευσίνα. Και μπορώ να κάνω την ειδικότητα που θέλω - τεχνικός όπλων. Ε, και το σημαντικότερο βέβαια, τα χρόνια υπηρεσίας μετράνε διπλά, παίρνεις σύνταξη στα 35!"
"Α, ισχύει ακόμη αυτό;" ρωτάει απορημένη η μέλλουσα πεθερά, που, δε μπορεί, κάτι έχει πάρει πρέφα από την ευρύτερη συζήτηση περί μνημονίου και αναγκαίων μεταρρυθμίσεων, όσον καιρό τα παιδιά διάβαζαν για τις εξετάσεις.
"Ναι, ναι, φυσικά και ισχύει!" την διαβεβαιώνει ο νεαρός με καμάρι.
(Αρχίζω να ξανασκέφτομαι. Από πότε η απουσία μετακίνησης αποτελεί επιδίωξη ενός δεκαοκτάχρονου; Τελευταία φορά που θυμάμαι, ενηλικίωση σήμαινε τη δυνατότητα να κάνει κανείς ότι θέλει και να πάει όπου θέλει, μέχρι την άκρη του κόσμου. Αντιθέτως, η ακινησία ήταν συνώνυμη με την απόσυρση, την απραξία, τον μαρασμό. Για να μην είμαι αρνητική, προσπαθώ να μπω στη θέση του. Εγώ πως θα αισθανόμουν αν κάποιος μου έλεγε ότι πρέπει να βγω στη σύνταξη; Στο μυαλό μου έρχονται σκέψεις πρόωρου γήρατος, κλιμακτηρίου, δελτίων κοινωνικού τουρισμού - αυτά δεν καταργήθηκαν όμως; - να βγω στη σύνταξη, να κάνω τί;)
Τί μπορεί να έχει στο μυαλό του κάποιος που επιθυμεί στα 35 - όταν τα καλύτερα είναι ακόμη μπροστά του - να έχει βγει στη σύνταξη; Και κυρίως, όταν την επιθυμία αυτή, την αρθρώνει στα 18 του; Κι τί είδους κοινωνία είναι αυτή που κάνει έναν δεκαοκτάχρονο να ονειρεύεται - αντί άλλου ονείρου - τη σύνταξη;
(18, ξανασκέφτομαι. Ψήφισε. Τί να ψήφισε; Ψήφισε;)
Η συζήτηση συνεχίζεται σε ευχάριστο κλίμα, ο νεαρός, με το νεοαποκτηθέν κύρος του επιτυχόντος, μιλάει αργά, βαριά, ίσως και κάπως βαριεστημένα, αλλά σίγουρα με κύρος.
(Για να κατανοήσω το σκεπτικό του, προσπαθώ να το τοποθετήσω σε ιστορικό πλαίσιο. Έτσι δεν ήταν αυτή η κοινωνία από παλιά; Δεν ήθελαν όλοι να γίνουν γιατροί ή δικηγόροι; Ναι, απαντάει η φωνή μέσα μου, αλλά τουλάχιστον ήθελαν να "γίνουν" κάτι, όχι να "ξε-γίνουν" από κάτι: δηλαδή να πάρουν σύνταξη. Και επίσης, παρά τα μύρια κακά που χαρακτηρίζουν τα προαναφερθέντα επαγγέλματα (διαφθορά, φακελάκια, πουλημένοι δικαστές, άδικες αποφάσεις κλπ), ξεκινούν και από ορισμένα ευγενή κίνητρα: το δίκιο αυτού που έχει αδικηθεί,
Keywords
Τυχαία Θέματα