Δικαίωμα στην ηλιθιότητα



Γράφει ο Αλέξανδρος Πιστοφίδης

Τα παλιά χρόνια, κάθε χωριό είχε τον τρελό του, τον λεγόμενο τρελό του χωριού, τον οποίο συμπαθούσαν όλοι, γιατί ήταν, συνήθως, ένα άκακο μεγάλο παιδί. Ενας άλλος όμως ιδιαίτερος λόγος, για τον οποίο ο τρελός του χωριού κέρδιζε τη συμπάθεια, ήταν η διασκέδαση. Δίχως τηλεόραση και με έναν κινηματογράφο που λειτουργούσε μόνο τα σαββατοκύριακα, τα πειράγματα και οι πλάκες με τον τρελό του χωριού, ήταν για πολλούς η πιο......συνήθης διασκέδαση. Τον γείτονά μου τον Κωστάκη, δεν θα τον χαρακτήριζα επακριβώς τρελό. Ηταν κάτι μεταξύ τρελού και ατόμου με
νοητική υστέρηση, αλλά επειδή δεν είχαμε στη γειτονιά μας κανέναν άλλο «καλύτερο», είχε πάρει από μόνος του αυτόν το ρόλο. Στην κυριολεξία τον κέρδισε με τις ιδιαίτερες νοητικές του επιδόσεις και χάριν του επικοινωνιακού του ταλέντου. Παρότι ήταν πέντε χρόνια μεγαλύτερός μου, τον φώναζα κι εγώ Κωστάκη, αφού όταν εγώ πήγαινα στην Τετάρτη δημοτικού ο Κωστάκης πήγαινε στην Πέμπτη. Ο Κωστάκης, κάτι σαν τον «άνθρωπο παντός καιρού», ήταν μονίμως στους δρόμους. Ηταν ή έξω απ’ το σπίτι του που ήταν στον κεντρικό δρόμο του χωριού, ή έξω απ’ το καφενείο, πάντα όρθιος, με το, πολύ πιο πάνω απ’ τη μέση, ανεβασμένο παντελόνι του ώστε να φαίνονται ολόκληρες οι κάλτσες του αλλά να εξέχουν και τα γεννητικά του όργανα, αφού τα είχε έτσι κι αλλιώς μόνο για φιγούρα. Ηταν λοιπόν φυσικότατο, όταν το ξημέρωμα της 20ης Απριλίου του 1967, επιστρέφοντας απ’ την Αθήνα στο χωριό για τις διακοπές του Πάσχα, ο Κωστάκης να είναι ο πρώτος συχωριανός μου που με υποδέχτηκε με χαρά μάλιστα, αφού είχε την ευκαιρία να μου κάνει και την πρώτη τράκα της ημέρας. Όχι ο Κωστάκης δεν κάπνιζε αλλά είχε έναν πρώτο ξάδερφο, τον μεγαλύτερο τρακαδόρο του χωριού και έκανε τράκες γι αυτόν. Τον Κωστάκη τον ξανασυνάντησα τρεις μέρες αργότερα ως οπλίτη των ΤΕΑ και φρουρό της «Επανάστασης» της 21ηςΑπριλίου αυτή τη φορά, καθώς πήγαινα στην αγορά με δυο φίλους. Κρατούσε ένα όπλο στο χέρι και με ύφος απειλητικό μας λέει «μέχρι το ηλιοβασίλεμα να γυρίστε πίσω. Μη σας δω ύστερα απ’ το ηλιοβασίλεμα γιατί θα σας πυροβολήσω». Στην ερώτησή μου «τι είπες ρε Κωστάκη, εμένα το φίλο και γείτονά σου θα πυροβολήσεις», πήρα την απάντηση, «Αλέκου, μπουρεί να φάγαμι μαζί ψουμί κι αλάτ, αλλά θα στη μπουμπουνήξω , έχω διαταγή μ’ ακούς. Εχω διαταγή απού ψηλά».Όταν το βράδυ είπα το περιστατικό στον πατέρα μου, η απάντησή του ήταν «και οι ηλίθιοι έχουν δικαίωμα στη ζωή. Είναι η εποχή τους. Στον Σοσιαλισμό έχουμε την δικτατορία του Προλεταριάτου. Στη Δημοκρατία την δικτατορία των πλουσίων και στο φασισμό την δικτατορία των ηλιθίων».Τους επόμενους μήνες και τα χρόνια που ακολούθησαν, με τις γελοίες απαγορεύσεις μουσικής και βιβλίων, με τις ατελείωτες τηλεοπτικές προβολές του Παπαδόπουλου, του Παττακού και του Λαδά, να χορεύουν τσάμικα και να περιβάλλονται από στημένους χειροκροτητές, σε ένα κίτς πανηγύρι διαρκείας με πολλές κορδέλες εγκαινίων τις οποίες έκοβε ο Παττακός και με τον Φοίνικα «πρώτη μούρη» σε ολόκληρη την Ελλάδα, η γελοιότητα χτύπησε κόκκινο. Η ελληνική ιστορία γελοιοποιήθηκε όσο ποτέ άλλοτε σε πανηγύρια με άρματα και τριήρεις από φελιζόλ. Η χούντα των συνταγματαρχών, ήταν πολύ γελοία για να τη χαρακτηρίσει κανείς ακόμη και δικτατορία. Ηταν η αποθέωση της ηλιθιότητας. Και οι ηλίθιοι έχουν δικαίωμα στη ζωή.
Keywords
Τυχαία Θέματα