Ελληνικό μπάσκετ: The End?

Επί σειρά ετών το ελληνικό μπάσκετ βάδιζε στα υψηλότερα σκαλοπάτια της Ευρώπης, τόσο σε συλλογικό όσο και σε επίπεδο Εθνικών ομάδων. Δυστυχώς όμως, κατά τη διάρκεια των τόσων επιτυχιών, κανείς δεν αναρωτήθηκε το κόστος της πολιτικής που ακολουθήσαμε σα χώρα προκειμένου να κατακτήσουμε τη κορυφή.Μία στρατηγική με μεγάλο κόστος οικονομικά για όσους επένδυσαν στο ελληνικό μπάσκετ, αλλά και αγωνιστικά για τις ομάδες που δεν μπορούσαν να ακολουθήσουν την οικονομική φούσκα που δημιουργήθηκε.Οι κατακτητές μεγάλων τίτλων, Παναθηναϊκός
και Ολυμπιακός, είναι συνένοχοι στη διάλυση του ελληνικού μπάσκετ. Μία διάλυση που δεν φαίνεται (ακόμα) στις δύο αυτές ομάδες, αλλά σε όλες τις υπόλοιπες. Ο άλλοτε «αυτοκράτορας» Άρης, ο σπουδαίος ΠΑΟΚ, η ΑΕΚ και τόσες άλλες ομάδες, υπάρχουν περισσότερο σε αφιερώματα παλιών τους επιτυχιών, παρά στα σύγχρονα παρκέ. Πώς φτάσαμε ως εδώ;Αρχικά, το πρόβλημα ξεκινά με τις υποδομές και τον τρόπο ανάπτυξης των υπερδυνάμεων του ευρωπαϊκού μπάσκετ, Ολυμπιακού και Παναθηναϊκού. Με εξαίρεση τη τελευταία χρονιά του Ολυμπιακού (όπου και εκεί η επένδυση σε νέα παιδιά προήλθε περισσότερο κατά τύχη και λιγότερο λόγω σχεδιασμού), οι δύο αυτές ομάδες αναπτύχθηκαν ξοδεύοντας υπέρογκα ποσά και επενδύοντας ελάχιστα σε νέα παιδιά. Αυτό δημιούργησε δύο επιπτώσεις. Πρώτον, οι μικρότερες ομάδες, με «λογικότερους» επενδυτές, δεν ακολούθησαν ποτέ τη φούσκα των πεταμένων εκατομμυρίων, με αποτέλεσμα να μην έχουν πρόσβαση στο ίδιο επίπεδο παιχτών με παλαιότερα. Τα ρόστερ τους χειροτέρεψαν, μέχρι που φτάσαμε ο 3ος στην Ελλάδα να μην μπορεί να σταθεί ακόμα και στη 2η σε δυναμικότητα ευρωπαϊκή διοργάνωση. Η δεύτερη επίπτωση, είναι πως υπήρξαν ολόκληρες γενιές ταλαντούχων παιχτών που είτε δεν αξιοποιήθηκαν ποτέ σοβαρά, είτε αξιοποιήθηκαν με μεγάλη καθυστέρηση. Ακόμα κι όταν γινόντουσαν επενδύσεις σε Έλληνες παίχτες, έπρεπε εκείνοι να έχουν κάνει πράγματα και θαύματα προτού «κλείσουν» σε έναν από τους δύο «μεγάλους» (πχ Διαμαντίδης, Χατζηβρέττας, Σπανούλης κτλ.). Ουσιαστικά η λέξη «σκάουτινγκ» ήταν και είναι άγνωστη για το ελληνικό μπάσκετ, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων.Το δεύτερο σκέλος του προβλήματος, αφορά τη δημιουργία ενός «μπλοκ» από τους δύο μεγάλους, που δεν επέτρεψε ποτέ σε άλλες ομάδες να διεκδικήσουν, ούτε καν μια θέση στο τελικό κάποιας διοργάνωσης (πρωταθλήματος ή Κυπέλλου). Τα τελευταία χρόνια οι διαιτησίες στις ελάχιστες περιπτώσεις που κάποια ομάδα προσπάθησε να «πετάξει έξω» έναν από τους δύο μεγάλους από κάποιο τελικό, έδωσαν ξεκάθαρα το μήνυμα στους μικρότερους (πχ πλέι-οφ Ολυμπιακός-Μαρούσι). Αντίστοιχα, οι περίφημες «κληρώσεις» του Κυπέλλου δημιούργησαν μεν σπουδαίους τελικούς, αλλά «ευνούχισαν» όσες ομάδες είχαν σαν όνειρο έστω και μια συμμετοχή στο τελικό.Το τρίτο σκέλος αφορά την αποδοχή της βίας στα ελληνικά γήπεδα, από τις σύγχρονες διοικήσεις των μεγάλων ομάδων του ελληνικού μπάσκετ. Η βία αυτή, έδιωξε πολλούς «μπασκετόφιλους» από τα γήπεδα, μείωσε τα σταθερά έσοδα των ομάδων (καθώς οι «σαματάδες» πατάνε μόνο στα ντέρμπι), ενώ υποβάθμισε σταθερά το προϊόν, κάτι που φαίνεται ακόμα κι από τα νούμερα τηλεθέασης των αγώνων. Ουσιαστικά οι σύγχρονες διοικήσεις ΠΑΟ και ΟΣΦΠ, δεν πήραν ποτέ, ούτε ένα μέτρο κατά της βίας. Ενώ κατακτούσαν Ευρωλίγκες, τα «αιώνια» ντέρμπι, κατέληξαν να είναι μία ζούγκλα οπαδισμού και χουλιγκανισμού με τα έκτροπα να διαδέχονται το ένα το άλλο.Το τελευταίο σκέλος του προβλήματος, δεν αφορά τους «δύο μεγάλους», αλλά τη δομή της Ευρωλίγκας, η οποία δυστυχώς αδυνατεί να συντηρήσει το προϊόν της. Τα αστεία πριμ κατάκτησης τίτλων, το ξεχασμένο Eurocup, οι λανθασμένες και συνεχείς αλλαγές (κατά το δοκούν) των κανόνων της διοργάνωσης (με αποκορύφωμα τη συνύπαρξη Αμαρουσίου-Παναθηναϊκού σε όμιλο πριν λίγα χρόνια), δημιούργησαν τα θεμέλια της τωρινής εικόνας. Μίας εικόνας με το ευρωπαϊκό μπάσκετ να εξαρτάται πλέον οικονομικά από μη-ευρωπαίους (Τούρκους/Ρώσους). Ακόμα και όσοι επένδυσαν (πολύ σωστά) σε νέα παιδιά (πχ Παρτιζάν), δυσκολεύονται να ακολουθήσουν τα μεγέθη των ξένων επιχειρηματιών.Μοναδική πλέον ελπίδα για το ελληνικό μπάσκετ, είναι η συνειδητοποίηση των επιπτώσεων της προηγούμενης πολιτικής κι η επένδυση στα ταλαντούχα παιδιά της γενιάς του 90’. Φυσικά η επένδυση αυτή εμπεριέχει ρίσκο, αλλά ο Ολυμπιακός του 2012 έδειξε πως με σωστή χρήση, ο νεαρός παίχτης μπορεί να αποδειχτεί χρυσάφι. Καιρός τα μπάτζετ να πέσουν σε φυσιολογικά επίπεδα, καιρός το «ταλέντο» να είναι ηλικίας 20 ετών κι όχι 25 κι οι μέσοι όροι ηλικίας των ομάδων να μην είναι τα 28 και τα 29 έτη. Οι απανταχού φίλοι του μπάσκετ θέλουν δυνατό Άρη, ΠΑΟΚ, ΑΕΚ, Μαρούσι κτλ και βαρέθηκαν να είναι θεατές ενός πολυδάπανου, αλλά τελικά «φτηνιάρικου», προϊόντος.
Keywords
Τυχαία Θέματα