Προβληματισμός για τον εκκλησιαστικό φόρο

Ένας μητροπολίτης, ένας πολιτικός και μια καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου μίλησαν σήμερα στον Αθήνα 9.84 με αφορμή την πρόταση του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Τάσου Κουράκη, σχετικά με τη μισθοδοσία των κληρικών μέσω ειδικού φόρου, που θα καλούνται να πληρώσουν όσοι δηλώνουν Χριστιανοί Ορθόδοξοι, αλλά και για το ζήτημα διαχωρισμού Εκκλησίας-Κράτους.

Ο ΣΥΡΙΖΑ με ανακοίνωσή του υπογραμμίζει

την πάγια θέση του περί διαχωρισμού Εκκλησίας-Κράτους, ως αποτέλεσμα μιας διαδικασίας διαλόγου και συνεννόησης μεταξύ των δύο πλευρών, και πως η πρόταση του κ. Κουράκη ήταν προσωπική αλλά όχι καινοφανής.

Την άποψη ότι, το πρόβλημα δεν είναι της Εκκλησίας, αλλά της εκάστοτε ελληνικής πολιτειακής αρχής, εξέφρασε ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος, ο οποίος μίλησε στην εκπομπή «Εννιά με Δέκα» με τον Τάκη Καμπύλη. Καταθέτοντας την προσωπική άποψή του επανέλαβε πως οι σχέσεις Εκκλησίας-Κράτους θα πρέπει να αναθεωρηθούν για να αισθανθεί, όπως είπε, «η Εκκλησία ελεύθερη να κάνει το δικό της έργο, όπως πρέπει να το κάνει κι έτσι όπως μπορεί να το κάνει». Ωστόσο, επισήμανε ότι, η έναρξη ενός τέτοιου διαλόγου, δεν θα οδηγήσει αυτομάτως σε σύντομες ή συνοπτικές διαδικασίες που θα μπορέσουν να περιγράψουν τις νέες μορφές σχέσεων Εκκλησίας-Κράτους. «Δεν είναι εύκολο και τόσο γρήγορα να ξεκαθαριστούν ή να οριοθετηθούν τα νέα πλαίσια».
Ειδικότερα για το θέμα της μισθοδοσίας των κληρικών ο κ. Χρυσόστομος ξεκαθάρισε πως αυτό δεν αφορά τις σχέσεις Εκκλησίας-Πολιτείας και τη μορφή τους, κι αυτό εξήγησε, «διότι δεν καλύπτεται η μισθοδοσία από τη γενική φορολογία που εφαρμόζεται σε όλους τους πολίτες, όπως λανθασμένα ανέφερε ο κ. Κουράκης. Η μισθοδοσία του κλήρου», πρόσθεσε, «καλύπτεται από την άμεση φορολόγηση της Εκκλησίας και ως προς την περιουσία της και ως προς τα έσοδά της. Το θέμα δεν είναι αυτόνομο «ναι ή όχι» στη μισθοδοσία του κλήρου από την Εκκλησία ή το Κράτος αλλά, το πώς συσχετίζεται το ένα θέμα της φορολόγησης με τη μισθοδοσία του κλήρου».

Παράλληλα, ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας εμφανίστηκε ανοιχτός, σε ένα διάλογο με αντικείμενο τη μισθοδοσία των κληρικών από τους πόρους που παρακρατεί το ίδιο το κράτος. «Αν αυτό αποφασίσει η Ελληνική Πολιτεία να το κάνει, τότε», είπε χαρακτηριστικά, «η Εκκλησία θα προσέλθει σε ένα διάλογο με κάποιες αρχές, όρους και προϋποθέσεις κατά τον οποίο δεν θα μπορέσει να αμφισβητηθεί ούτε η προϊστορία του θέματος, ούτε η σημερινή πραγματικότητα».

Ακόμη επισήμανε πως ήταν λάθος η διαδικασία που ακολουθείτο όλα αυτά τα χρόνια. «Υπάρχει η νομοκρατούσα Πολιτεία», είπε, «η οποία νομοθετούσε για την Εκκλησία, άρα το πρώτο βήμα πρέπει να το κάνει αυτός που νομοθετεί κι εμείς θα προσέλθουμε με τα δικά μας επιχειρήματα, εάν ποτέ τεθεί τέτοιο ζήτημα».

Στο ερώτημα εάν πρόκειται για ακόμη έναν φόρο μέσα σε αυτό το κλίμα της φοροεπιδρομής που βιώνουμε ή για έναν φόρο που μπορεί να βάλει τα πράγματα στη θέση τους, δηλαδή ένας πιστός να πληρώνει κι ένας μη πιστός να μην πληρώνει και στο κατά πόσο αυτό ανοίγει ένα γενικότερο ζήτημα της ελευθερίας του να δηλώνει ο πολίτης το θρησκευτικό του φρόνημα, απάντησε ο πρώην υπουργός Ανδρέας Ανδριανόπουλος.
Ο ίδιος, χαρακτήρισε «εξωπραγματική» την συγκεκριμένη πρόταση, υποστηρίζοντας πως κάτι τέτοιο θα είναι εξαιρετικά πρόχειρο. «Όλοι νομίζουν, κυρίως στην Αριστερά, πως εάν αποχωριστεί η Εκκλησία από το Κράτος, αυτομάτως η περιουσία της θα λεηλατηθεί, αλλά αγνοούν την ιστορική πραγματικότητα», είπε ο κ. Ανδριανόπουλος και προέβλεψε πως μια ανεξαρτητοποίηση της Εκκλησίας θα ισχυροποιούσε τη θέση της, καθώς όπως είπε, «το πρώτο που θα έπρεπε να γίνει θα ήταν να αποζημιωθεί για τα χρήματα που της έχουν αφαιρεθεί και στη συνέχει να αναλάβει η ίδια τις ευθύνες της για τον κλήρο».
Ωστόσο, ανέφερε πως «εάν χωριστεί η Εκκλησία από το Κράτος αυτομάτως δεν θα απαγορεύεται ο προσηλυτισμός. Άρα, η Εκκλησία θα γίνει πιο μαχητική, θα διεκδικεί τους πιστούς, θα κάνει κι άλλους αγώνες, αφού όποιος γεννιέται δεν είναι αυτόματα Χριστιανός Ορθόδοξος». Τέλος, διευκρίνισε πως κάτι τέτοιο μπορεί να ισχύει στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, όμως επισήμανε πως στην Ελλάδα «είχαμε μια άλλη ιστορική πορεία».

Τις γνώσεις της για το τι συμβαίνει στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες με τον θρησκευτικό φόρο, για το κατά πόσο η επιβολή του βοηθά να ξεκαθαρίσει η διαδικασία και για το εάν θα αφορούσε μόνο την Ορθόδοξη Εκκλησία ή όλα τα δόγματα και ποια, κατέθεσε η καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Πηνελόπη Φουντεδάκη. Όπως είπε, αυτό θα πρέπει πρωτίστως να εξεταστεί είναι το νομικό καθεστώς. «Η λογική του εκκλησιαστικού φόρου εκκινεί από αυτό που λέει το Σύνταγμα της Ελβετίας και το οποίο γίνεται καθολικό στον ευρωπαϊκό χώρο».
Σύμφωνα με αυτό, «δεν είναι δυνατό ένας πολίτης να πληρώνει φόρους υπέρ μιας θρησκευτικής κοινότητας της οποίας δεν είναι μέλος. Δεν είναι ένας φόρος για την επικρατούσα θρησκεία». Η κ. Φουντεδάκη εξήγησε πως ένα μικρό ποσοστό της φορολόγησης μπορεί να πηγαίνει στην αναγνωρισμένη θρησκεία, η οποία χρειάζεται ενίσχυσης, «ανάλογα με το τι πρεσβεύουμε», ή μπορεί ακόμη να κατευθύνεται προς την ενίσχυση μιας Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης. «Συνεπώς», κατέληξε, «ο φόρος μπορεί να ονομάζεται εκκλησιαστικός, όμως να μην συνδέεται με τις Εκκλησίες, αλλά με τις εν γένει συνειδησιακές επιλογές. Επομένως να προβλέπει τη δυνατότητα φορολόγησης των πολιτών για κάτι που συμπαθούν, είτε είναι θρήσκοι, είτε άθεοι».

Keywords
Αναζητήσεις
eklisiastiko foro
Τυχαία Θέματα