Η χαρά της μετα- ανάγνωσης: Καζαντζάκης και Τζαμιώτης

του Δημήτρη Φύσσα

Η εφημερίδα «Έθνος», την Κυριακή που μας πέρασε, ξεκίνησε, να προσφέρει στους αναγνώστες της μια σειρά βιβλίων του Νίκου Καζαντζάκη, με αφορμή τα 130 χρόνια από τη γέννηση του συγγραφέα. Στην όλη προσπάθεια έχουν συμβάλει με διάφορους τρόπους αξιόλογοι άνθρωποι όπως ο Νίκος Μαθιουδάκης και η Ελένη Γκίκα. Θα εκδοθούν ο «Καπετάν Μιχάλης», οι «Αδερφοφάδες»», αρκετά από τα «Ταξιδεύοντας». Η αξία της εφημερίδας με το βιβλίο είναι 4 ευρώ και η αρχή έγινε με το βιβλίο «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά».

Έδωσα τα 4 ευρώ και πήρα το πακέτο. Δε μετάνιωσα, άξιζε τα χρήματά
του. Ξαναδιάβασα απνευστί το «Ζορμπά», μετά από καμιά τριανταριά χρόνια. Παραμένει ένα από τα λίγα βιβλία στα οποία ο Καζαντζάκης εξακολουθεί να μ΄ αρέσει, εννοώ ότι καταφέρνω να βάζω στην άκρη την απέχθειά μου αφενός για την ιδιότυπη γλώσσα του και αφετέρου για τις συγγραφικές υπερβολές, έτσι ώστε να επικεντρώνομαι σε στοιχεία περιεχομένου τόσο, ώστε να ελκύομαι από το σύνολο.

Έβαλα στην άκρη τα όσα δε μου άρεσαν και επικεντρώθηκα στα -όχι λίγα- όμορφα σημεία. Εκτίμησα τώρα περισσότερο τον τρόπο που περιγράφεται ο χαρακτήρας του Ζορμπά (και όχι κατανάγκη τον ίδιο το χαρακτήρα) και ζήλεψα, συγγραφικά εννοώ, ειδικά το τελευταίο κεφάλαιο, όπου κυραρχούν ένθετα πεποιημένα κείμενα: τα τηλεγραφήματα που στέλνει ο Ζορμπάς στο συγγραφέα - αφηγητή, αφότου οι δυο φίλοι έχουνε χωριστεί, καθώς και το γράμμα (στα γερμανικά) του σλαβομακεδόνα δάσκαλου που αναγγέλει το θάνατο του Ζορμπά στο φίλο του. Πρόσεξα για τα καλά ότι το βιβλίο γράφτηκε και κυκλοφόρησε στη διάρκεια της κατοχής (ακόμα ένα δείγμα της «τάσης φυγής» που κυριάρχησε τότε στη λογοτεχνία), μελέτησα -υποτίθεται ωριμότερος πια- τον πρόλογο του ίδιου του συγγραφέα στο βιβλίο του. Προσωπικά, εξακολουθώ να μην είμαι «καζαντζακικός», θεωρώ όμως ότι η σειρά του «Έθνους» είναι μια ευκαιρία και για μένα, και γενικά για το σύγχρονο κοινό, να έρθουμε σε (νέα) επαφή με τον πιο πολυμεταφρασμένο νεοέλληνα συγγραφέα, που συνέβαλε όσο κανένας άλλος στο να δημιουργηθεί μεταπολεμικά η εικόνα της νεότερης Ελλάδας στο εξωτερικό (η εισαγωγή του Νίκου Μαθιουδάκη ασχολείται, μεταξύ άλλων, με τις μεταφράσεις, τις θεατρικές διασκευές, την ταινία και άλλες επιδράσεις).

Το βιβλίο του Κώστα Τζαμιώτη «Η εφεύρεση της σκιάς» (εκδόσεις Καστανιώτη, 2008) το διάβασα εκτός εποχής, μόλις τώρα. Είναι τόσο πολλή η λογοτεχνία που κυκλοφορεί, που αργεί να πάρει κανείς είδηση και τα καλά της δείγματα. Πέντε χρόνια λοιπόν, μετά την έκδοσή του, λέω πως πρόκειται για ένα από τα πιο εντυπωσιακά μυθιστορήματα που έχω διαβάσει ποτέ. Το βασικό εύρημα, τα δευτερεύντα ευρήματα και ο συγγραφικός τρόπος του Τζαμιώτη αποτελούν μοναδικό σύμπλεγμα. Η πρόζα του (τριτοπρόσωπη αφήγηση, χρήση του Ενεστώτα, αγχωμένο ύφος, απουσία παραγράφων, εσάνς από γκροτέσκο που δε γίνεται ποτέ γκροτέσκο και άλλα) είναι μοναδική. Τελειώνοντας το βιβλίο, είχα σχηματίσει τη γνώμη ότι δε μοιάζει με κανένα άλλο απ΄ όσα έχω διαβάσει- υποκειμενικο κριτήριο, σύμφωνοι, που αποκτάει όμως κάποια αξία, αν το λέει κάποιος που (καλώς ή κακώς, και πάντα σαν αναγνώστης ή παρουσιαστής, δεν παριστάνω τον κριτικό), έχει διαβάσει μερικές χιλιάδες βιβλία. Συνυπολογίζοντας και την ηλικία του Τζαμιώτη (γεν. 1970), «ζήλεψα» κι εδώ.

Στο βιβλίο, που διαδραματίζεται επί χούντας, ένας δάσκαλος της νοηματικής γλώσσας, ο Ισίδωρος Γεωργίου, που έχει σπουδάσει Εθνολογία και νοηματική γλώσσα των κωφαλάλων στο Παρίσι, αλλά και ελληνική νοηματική αργότερα, προσλαμβάνεται στην τηλεόραση (στη στρατιωτική ΥΕΝΕΔ, μάλιστα) για να παριστάνει το δελτίο ειδήσεων για τους κωφάλαλους- ένας υπέροχος αναχρονισμός. Ο Γεωργίου γίνεται διάσημος και πλούσιος, σταδιακά όμως αρχίζει να εξεγείρεται εσωτερικά (αβέβαια, ακαθοδήγητα και μόνος του), και πιάνει να μεταδίδει (νοηματικά πάντα) ειδήσεις του κεφαλιού του, αποκαλύπτοντας μερικά από τα ψέματα που έχουν πέσει στην αντίληψή του. Από κει και πέρα ο άνθρωπος (που ήδη έχει του κόσμου τις ανασφάλειες) μπλέκει πολύ άσχημα, κάνει λάθος επιλογές στα ερωτικά του, ποικίλοι εχθροί εμφανίζονται και τον απειλούν (τον απειλούν;), ενώ οι αναλογίες με εθνολογικά δεδομένα διάφορων πρωτόγονων φυλών, όπως ρίχνονται από το συγγραφέα σαν οιονεί σκέψεις του κακομοίρη του Ισίδωρου, δεν του χρησιμεύουν σε τίποτα. Το κλείσιμο, αντάξιο του ελληνικού μικροαστισμού, είναι ταυτόχρονα και αντάξιο του όλου εγειρήματος, τόσο του Γεωργίου, όσο και του Τζαμιώτη.

Συμπερασματικά, το καλό βιβλίο παραμένει καλό και μετά τον καιρό που πρωοεκδόθηκε. Αξίζει, επομένως, να ψάχνουμε και στους παλιότερους τίτλους, γνωστούς και άγνωστους. Δεν πειράζει αν οι θησαυροί της ψυχαγωγίας, της αισθητικής, της γνώσης έχουν πιάσει και λίγη σκόνη.

[email protected]
Keywords
Τυχαία Θέματα