Ένα βιβλίο για την εβραϊκή κοινότητα

Διηγήματα, οικογενειακές αφηγήσεις, μαρτυρίες και ποιήματα συνθέτουν το «μωσαϊκό» δυο κόσμων ποικιλόμορφων αλλά και αντίθετων- του παλιού και του νέου, της Θεσσαλονίκης και της εβραϊκής κοινότητάς της, από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, και της εβραϊκής εγκατάστασης στην Παλαιστίνη.

Αποτυπώνουν με λέξεις που «καρφώνονται σαν πρόκες», με φωτογραφίες και ενθυμήματα που αναδύουν “άρωμα” μιας άλλης εποχής το ΠΡΙΝ και το ΜΕΤΑ της λαίλαπας του πολέμου, των μαζικών διώξεων, της

εξόντωσης, της μετανάστευσης...

Ένα «μωσαϊκό» ιστοριών, με πρώτη ψηφίδα το ποίημα της Νίρα Τζεράτι-Γκατ, «Θεσσαλονίκη», που αποτυπώνει μια φευγαλέα εικόνα από το «πριν» (όπως πολύ εύστοχα παρατηρούν οι επιμελητές της έκδοσης Ιακώβ Σιμπή και η Καρίνα Λάμψα) και τελευταία ένα ακόμη ποίημα, που μαρτυρεί το «μετά» -το «Μια γυναίκα από τη Θεσσαλονίκη με μπλε αριθμό στο χέρι πλάθει μπουρέκια» τής Ραχέλ Ουζιέλ-Φάρχι- είναι το βιβλίο «Η ωραία ζωή της Κλάρα Σιάτο και άλλες σαλονικιώτικες ιστορίες» των εκδόσεων Καπόν.

Ανάμεσα στα ποιήματα της Νίρα Τζεράτι-Γκατ και της Ραχέλ Ουζιέλ Φάρχι, παρεμβάλλεται «Η ωραία ζωή της Κλάρα Σιάτο» του γνωστού Ισραηλινού συγγραφέα Γιοράμ Κιανούκ, που σ' ένα συναρπαστικό διήγημα που κινείται μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας, μεταφρασμένο για πρώτη φορά στα ελληνικά, φιλοτεχνεί το πορτρέτο μιας ερωτευμένης γυναίκας, που δίνει έναν συνεχή αγώνα επιβίωσης αρχικά στην Ελλάδα, την εποχή της γερμανικής κατοχής, κι ύστερα στην Παλαιστίνη.

Λίγο νωρίτερα, «συναντάμε» την «Μπιμπά» του Γεουντά Χαΐμ Περαχιά, μια ιστορία απ' όπου «ξεπηδούν» εικόνες, ήθη κι έθιμα της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης, στα τέλη του 190υ αιώνα με αρχές του 20ού. Αλλά και την “Παλομίκα” της Ραχέλ Αλκαλάι, μιας νεαρής που αναγκάζεται να μεταναστεύσει από τη Θεσσαλονίκη στην Παλαιστίνη, στη δεκαετία του 1930, “κουβαλώντας” μαζί της αρώματα και γεύσεις που την κάνουν να νομίζει πως βρίσκεται στην αγαπημένη της Σαλονίκη κάθε φορά που κάποια μυρωδιά από την κουζίνα τής γαργαλάει τη μύτη ή η γεύση από τα μαρουτσίνος, τα αμυδαλωτά που προσφέρει η θεία της τα Σάββατα, αγγίζει τον ουρανίσκο της και της φέρνει στο μυαλό την εικόνα της μητέρας της.

Από το βιβλίο δεν λείπουν οι αναφορές στη σκληρή ζωή των Σαλονικιών λιμενεργατών, των περίφημων χαμάληδων, τους οποίους με δεξιοτεχνικό τρόπο ο Ααρών Μέγκεντ βάζει να ξεφορτώνουν ένα «Φορτίο Ταύρων», σε μια αφήγηση με έντονους συνειρμούς που παραπέμπουν στο Ολοκαύτωμα. Αλλά και «Ο μπάρμπα-Ελιέζερ» του Γιάκοβ Νιτσάνι, ο γέρος με τα ροζιασμένα χέρια, που εξιστορεί σε νέους, άγουρους λιμενεργάτες στον οίκο Μπρένερ, το κτίριο-σύμβολο της Γενικής Ομοσπονδίας Εργατών του Τελ Αβίβ, για τους Σαλονικιούς εργάτες που δούλευαν χαμαλίκι στο λιμάνι της πόλης και τους μαθαίνει «να πίνουν μπύρα και να τρώνε καλά» γιατί «η θάλασσα δεν είναι παιχνίδι για παιδιά».

Από τις σελίδες του βιβλίου «ξεπηδά» και ο σπαρακτικός θρήνος του Σαλονικού ποιητή, ραβίνου Μπινιαμίν μπαρ ραμπί Μεΐρ Αλεβί, για την καταστροφή που έπληξε την πόλη με την πυρκαγιά του έτους 5405 (1545), αλλά κι ένα “Συμβάν στα Γιάννενα” όπως καταγράφηκε στο «βιβλίο των νεκρών».

Με την επιλογή όλων αυτών των κειμένων «που αναπαράγουν τη μοναδική ατμόσφαιρα της Σαλονίκης», οι Καρίνα Λάμψα και ο Ιακώβ Σιμπή, ελπίζουν, όπως γράφουν στον πρόλογο της εμπλουτισμένης με πολύτιμο αρχειακό υλικό έκδοσης, πως συνεισφέρουν «με ένα μικρό πετραδάκι στην ιστορία των Ελλήνων Εβραίων».

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Keywords
Τυχαία Θέματα