«Η Τέχνη είναι σαν το σεξ. Εάν δεν χαλαρώσεις, δεν μπορείς να το απολαύσεις... (Πολ Όστερ)» του Πέτρου Γκάτζια

Ο Πολ Όστερ μόλις είχε κλείσει τα 24, όταν αντίκρισε πρώτη φορά το Παρίσι, τον μακρινό Φεβρουάριο του 1971. Εκείνη την εποχή έγραφε ποίηση και στόχος του ήταν να συναντηθεί με όσο περισσότερους ποιητές μπορούσε. Είχε ήδη μεταφράσει στα αγγλικά μερικούς Γάλλους ποιητές και, σίγουρα, δεν είχε καταλάβει ακόμη την αξία της φράσης του τίτλου, μια φράση που ξεστόμισε αρκετά χρόνια αργότερα η συγγραφέας σύζυγός του, Σίρι, και που ο ίδιος έσπευσε να υιοθετήσει.

{loadmodule mod_adsence-inarticle-makri} {loadposition adsence-inarticle-makri}

Ως νέος συγγραφέας και ποιητής τότε θαύμαζε μέχρι λατρείας τον Σάμιουελ Μπέκετ. Είχε μάθει ότι ζούσε στο Παρίσι, αλλά δεν πίστευε ποτέ ότι θα μπορούσε να τον συναντήσει. Μια αλληλουχία όμως καταστάσεων και γνωριμιών τον οδήγησε στην απαρχή μιας ιδιόμορφης σχέσης, την οποία ο ίδιος χαρακτήριζε αργότερα ζεστή και στενή.

Ο πρώτος όμως στενός φίλος που απέκτησε στην Πόλη του Φωτός ήταν ο ποιητής Ζακ Ντιπέν, τον οποίο είχε μεταφράσει ως φοιτητής ακόμη στη Νέα Υόρκη.

Η μία γνωριμία έφερε την άλλη και ξαφνικά, με θράσος, ο Όστερ βρέθηκε να γράφει μια επιστολή στο είδωλό του, ζητώντας του έτσι απλά να τον συναντήσει. Τρεις ημέρες αργότερα έλαβε την απάντηση που ήθελε: Ναι, θα τον συναντούσε στο La Closerie des Lilas, την επόμενη εβδομάδα.

Ο Όστερ είχε περάσει δύο-τρία χρόνια στο Παρίσι και αυτή ήταν ίσως η μοναδική συνάντησή του με τον Μπέκετ – αν εξαιρέσει κανείς και εκείνη τη σύντομη συνομιλία που είχαν ένα απόγευμα του 1979, σε ένα καφέ. Στο ενδιάμεσο, ο Όστερ τού έστελνε συχνά τα βιβλία του, τα δημοσίευματα που τον αφορούσαν, ακόμη και κάποια ποιήματά του.

Αυτό όμως που του έχει μείνει από την πρώτη εκείνη συνάντηση, ήταν η αγωνία του διάσημου συγγραφέα να παραγγείλει. Έψαχνε να βρει τον σερβιτόρο και σχεδόν αγανακτισμένος γύρισε και είπε στον Όστερ, με τη βαριά ιρλανδέζικη προφορά του: «Δεν υπάρχει πιο δύσκολο πράγμα στον κόσμο από το να τραβήξεις την προσοχή ενός μπάρμαν».

Απ’ ό,τι φαίνεται, όμως, η γνωριμία αυτή στάθηκε καθοριστική για τον Αμερικανό νέο συγγραφέα, ο οποίος, πολλά χρόνια αργότερα, στην ώριμη φάση του, θα προσπαθήσει να εξηγήσει –ίσως πρώτα στον εαυτό του– την έμπνευση και τον τρόπο γραφής του: «Πάντοτε είχα την αίσθηση ότι οι λέξεις ξεχύνονται από το κορμί μου και όχι μόνο από το μυαλό μου. Γράφω χειρόγραφο και η πένα χαράσσει τις λέξεις πάνω στη σελίδα. Σχεδόν ακούω τις λέξεις να γράφονται...»

Ωστόσο, ακόμη και τώρα παραμένει μοναχικός, αν και αναγκάζεται να δίνει πολλές συνεντεύξεις και να κάνει πολλές ομιλίες: «Δεν ξέρω γιατί ο κόσμος έχει αλλάξει τόσο πολύ, ώστε να περιμένει κανείς να δει τους συγγραφείς να εμφανίζονται δημόσια και να μιλούν για τη δουλειά τους. Είναι κάτι το οποίο βρίσκω δύσκολο... Συχνά θέλω να κάψω και να καταστρέψω όλη την προηγούμενη δουλειά μου...» Και προσθέτει όλο νόημα, θέλοντας ίσως να αποδείξει ότι τώρα πια έχει ενστερνιστεί τα λόγια του τίτλου: «Αν αρχίσει κανείς να έχει συνήθειες, νομίζω ότι έχει τελειώσει ως καλλιτέχνης...»

Keywords
Τυχαία Θέματα