Ελισάβετ Μουτζάν Μαρτινέγκου: «Αυτοβιογραφία»

Το κείμενο της Αυτοβιογραφίας βασίστηκε στην έκδοση Διγενή του 1956 με εισαγωγή και σχόλια του Κ. Πορφύρη, η οποία είχε με τη σειρά της στηριχτεί στην πρώτη έκδοση του Ελισαβέτιου Μαρτινέγκου, γιου της Ελισάβετ, του 1881. Η έκδοση έχει γίνει σε μονοτονικό σύστημα, ενώ μία νεότερη έκδοση από την Ωκεανίδα με εισαγωγή και επιμέλεια του Βαγγέλη Αθανασόπουλου το 1997 έχει κάποιες επιπλέον αλλαγές όσον αφορά την ορθογραφία. Το 1947 ο Ζακυνθινός λόγιος Ντίνος Κονόμος είχε υποσχεθεί μία έκδοση στα Επτανησιακά Φύλλα, την οποία όμως

δεν πραγματοποίησε. Η φωτιά που ακολούθησε τον σεισμό στη Ζάκυνθο το 1953 κατέστρεψε ό,τι είχε απομείνει. Έτσι, τα «γεννήματα της αγχινοίας» της δεν έφτασαν στους αποδέκτες της. Στην Αυτοβιογραφία περιλαμβάνονται και μερικά κείμενα στα ιταλικά. Υπάρχουν ακόμη σημειώσεις δικές της, του γιου της και άλλες.

{loadmodule mod_adsence-inarticle-makri} {loadposition adsence-inarticle-makri}

Η γνωστή μεταφράστρια και συγγραφέας Κατερίνα Σχινά στην εξαιρετική εισαγωγή της μελετά την Ελισάβετ Μουτζάν Μαρτινέγκου αρχίζοντας από τα λίγα πορτρέτα, τα οποία βρίσκονται στο Μουσείο Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων και στα οποία βλέπουμε «μια δέσποινα επιβλητική, μα όχι ωραία», τι φοράει, πώς χαμογελάει, και στα χέρια της κρατάει ένα χαρτί με «δυσανάγνωστη γραφή, δηλωτικό της αφοσίωσής της στα γράμματα». Στην εισαγωγή της θα αναφερθεί σε πολλούς πανεπιστημιακούς καθηγητές, οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με τη Μουτζάν: Βαγγέλης Αθανασόπουλος, Βάλτερ Πούχνερ, Γιώργος Κεχαγιόγλου, Σοφία Ντενίση, Ράνια Πολυκανδριώτη κ.ά., Έλληνες και ξένοι.

Η Ελισάβετ από το «Άγιος ο Θεός, Άγιος ισχυρός» που της είπε η μητέρα της ή η γιαγιά της, κάτι λίγα που της έδειξε ο πατέρας της, έτσι για να περάσει την ώρα του, αυτά που της δίδαξαν οι τρεις ιερείς κατ’ οίκον, μεταξύ αυτών και ο Θεοδόσιος Δημάδης, που την ενημέρωσε και για την ελληνική Επανάσταση, και με την τεράστια προσπάθεια που κατέβαλε η ίδια στη βιβλιοθήκη του σπιτιού της, έμαθε στα δεκατέσσερα να διαβάζει γαλλικά και να μεταφράζει· στα δεκαέξι σχεδόν έγραψε γράμμα και το έστειλε στον πατέρα της στην Κέρκυρα. Έμαθε και μετέφρασε αρχαία και νέα ελληνικά και ιταλικά και, το σημαντικότερο, έγραψε την Αυτοβιογραφία της, επιστολές και δικά της έργα, όπως είναι ο Φιλάργυρος.

Η Ελισάβετ έγραφε συνέχεια, αλλά δεν πρόλαβε να δει τίποτα δημοσιευμένο. Ήταν άγνωστη μέχρι το 1881, όταν ο γιος της αποφάσισε να εκδώσει την Αυτοβιογραφία της – λογοκριμένη, βεβαίως. Όπως γράφει στην εισαγωγή του ο Ελισαβέτιος, η μητέρα του γεννήθηκε στις 2 Οκτωβρίου 1801, από γονείς των αριστοκρατικότερων οικογενειών του νησιού, και πέθανε το 1832, 16 μέρες μετά τον τοκετό. Να θυμίσουμε πως δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να παντρευτεί, παρά μόνον να διαβάζει και να γράφει, ακόμα και να πάει σε μοναστήρι, διότι η ευτυχία είναι η ειρήνη και η ειρήνη μόνον εκεί βρίσκεται. Η ανδροκρατούμενη ζακυνθινή κοινωνία, όμως, αλλά και οι πολιτικές φιλοδοξίες του πατέρα της απαιτούσαν γάμο και μάλιστα με τον πολιτικό Μαρτινέγκο, είκοσι χρόνια μεγαλύτερό της, από τον οποίο είχε προσδοκίες και δεν θα επέτρεπε να τις ανατρέψει η θυγατέρα του. Έτσι, την έσυρε στον γάμο, από τον οποίο βγήκε με τη λευτεριά του Χάρου, όπως λέει και ο Οδυσσέας Ελύτης.

{jb_quote} Όταν η Ελισάβετ άκουσε ότι οι Έλληνες ξεσηκώθηκαν εναντίον των Τούρκων, τότε κατάλαβε πως εκείνη η σκλαβιά έχει λύτρωση, η δική της όμως όχι. {/jb_quote}

Η Κατερίνα Σχινά θα μας μιλήσει εκτενώς για τις ιστορικές περιπέτειες του νησιού με τους Βενετούς, τους Γάλλους και τους Άγγλους, για τις πολιτικές φιλοδοξίες του Μαρτινέγκου, τις σχέσεις του με τους Άγγλους και τον φιλότουρκο Μέτλαντ, την ανακήρυξη της Ζακύνθου σε «πρεζιντέντσα», τη δυσφορία του για την ελληνική Επανάσταση, την ανησυχία του μήπως ξεσηκωθούν και οι Ζακύνθιοι, την αδιαφορία του για τις διώξεις, διαπομπεύσεις, τους βασανισμούς και απαγχονισμούς αστών και ευγενών, για να μη διαταράξει τις σχέσεις του με την αγγλοκρατία. Γι’ αυτό και τιμήθηκε για τις υπηρεσίες του με το παράσημο του Βασιλέως.

Η Ελισάβετ έζησε μέσα σε όλο αυτό το κλίμα, κυρίως όμως έζησε τη σκλαβιά μέσα στο σπίτι, όπου μία γυναίκα δεν επικοινωνεί με κανέναν, παρά μόνο με τη μητέρα της και τη μάμμην της, καταπιεσμένες και αγράμματες, απαγορεύεται να βγει έξω και, αν κάποτε βγει, πρέπει να είναι καλυμμένη για να μην αναγνωρίζεται. Οι ξένοι που επισκέφτηκαν το νησί, γράφει η Σχινά, τονίζουν ότι σχεδόν ποτέ δεν είδαν γυναίκα στον δρόμο. Καμία διασκέδαση πέραν ενός περιπάτου σε οικογενειακό μετόχι και εργόχειρο. Όταν η Ελισάβετ άκουσε ότι οι Έλληνες ξεσηκώθηκαν εναντίον των Τούρκων, τότε κατάλαβε πως εκείνη η σκλαβιά έχει λύτρωση, η δική της όμως όχι. Ήταν τότε είκοσι χρονών, κοίταξε τα ρούχα της και είπε πως μια γυναίκα, και μάλιστα Ζακυνθία, δεν έχει καμία ελπίδα, καμία δυνατότητα, και ένιωσε την οικογενειακή τυραννία βαρύτερη από την τουρκοκρατία. Η απόπειρά της να φύγει στην Ιταλία, ντυμένη σαν γυναίκα του λαού, δεν τελεσφόρησε. Αφού περιπλανήθηκε μία ολόκληρη μέρα, ανακάλυψε ότι βρισκόταν μπροστά στην πόρτα του σπιτιού της.

Αλλά η Ελισάβετ ετοιμάζει την Αυτοβιογραφία της, ένα αίτημα ελευθερίας, μαρτυρία μιας έγκλειστης γυναίκας με τη μόρφωση της εποχής του Διαφωτισμού, που θέλει με κάποιον να μιλήσει. Και μιλάει για λογαριασμό όλων των γυναικών που υφίστανται τις ίδιες με αυτήν «σύγχυσαις», τα ίδια «φυλακώματα». Οι ιδέες της θυμίζουν Ρουσό, αλλά και δημοσιευμένες ιδέες της οικογένειας της Μέρι Σέλεϊ. Οι τύραννοι και οι ηδονιστές, έγραφε, θέλουν τις γυναίκες για σκλάβες ή για παιχνίδια. Η φεμινιστική διάθεση της Ελισάβετ είναι αντιληπτή σε κάθε της φράση.

Η αφήγησή της είναι ένας χείμαρρος συναισθημάτων, ιδεών, αντιλήψεων και συγχρόνως μια καταγγελία: Εγώ «εφοβόμουν μεγάλως μην είχε τύχει να πάρω κανένα από εκείνους τους άνδρας, οπού θέλουν να έχουν την γυναίκα τους ωσάν σκλάβα» ή «την νομίζουν διά κακήν, οπόταν αυτή ωσάν σκλάβα δεν θέλει να φέρεται» και «την κρατούν φυλακισμένη να σύρνεται ωσάν ζώον από την γνώμην των άλλων». Μία γυναίκα «δεν ημπορεί ποτέ να μάθη την κακήν πολιτείαν του ανδρός της, μήτε δύναται να του την ελέγξη σωστά όταν ευγαίνει από το σπήτι και όταν είναι αγράμματη και αμαθής. Τα γράμματα δίνουν ευτολμίαν. Το τέλος διά το οποίον βάνει ο Θεός τον άνθρωπον εις τον κόσμον… δεν είναι η υπανδρεία». Οι παντρεμένες εξαδέλφες της «απερνούσαν την πλέον χειρότερη ζωή». Οι άντρες είναι «ήθος σκληρόν, τυρανικόν, βαρβαρικόν».

Η Αυτοβιογραφία της Ελισάβετ Μουτζάν τελειώνει: «26 Ιουνίου 1831 τελειώνω το ένα μέρος της ιστορίας μου, το δε άλλο μέρος θέλω γράψει εις το γήρας (αν ίσως και γηράσω)…». Δεν πρόλαβε, δεν γήρασε… υπενθυμίζοντάς μας πως τίποτα δεν αποκτιέται χωρίς μεγάλο μόχθο.

Αυτοβιογραφία
Ελισάβετ Μουτζάν Μαρτινέγκου
Εισαγωγή: Κατερίνα Σχινά
Μεταίχμιο
σ. 160
ISBN: 978-618-03-2445-7
Τιμή: 11,00€

Keywords
Τυχαία Θέματα