Σίγουρα θυμάσαι πόσα σημεία στίξης έχει η ελληνική γλώσσα; Κι όμως, κάποια τα χρησιμοποιείς λάθος κάθε μέρα

12:28 3/6/2025 - Πηγή: Sportime

Η τελεία δείχνει πότε τελειώνει η φράση. Το ερωτηματικό κάνει την πρόταση ερώτηση. Το θαυμαστικό φωνάζει. Μέχρι εδώ, όλα μοιάζουν απλά. Κι όμως, η ελληνική γλώσσα διαθέτει έντεκα διαφορετικά σημεία στίξης – και κάποια από αυτά υπάρχουν μόνο σε εμάς. Άλλα τα αγνοούμε εντελώς, άλλα τα βάζουμε λάθος, και άλλα τα χρησιμοποιούμε χωρίς να ξέρουμε τι σημαίνουν.

Η άνω τελεία δεν υπάρχει στα αγγλικά, αλλά υπάρχει στην ελληνική από την αρχαιότητα. Είναι εκείνο το μικρό «τελεία-ψηλά» (·) που μπαίνει για να χωρίσει δύο νοηματικές ενότητες μέσα στην ίδια πρόταση, όταν η δεύτερη εξηγεί την πρώτη. Οι περισσότεροι την ξεχνούν, ή νομίζουν ότι είναι ορθογραφικό λάθος. Κι όμως, είναι θεσμοθετημένη και λειτουργεί σαν λογική ανάσα στο κείμενο.

Το κόμμα είναι το πιο κακοποιημένο σημείο στίξης. Πολλοί το βάζουν όπου τους φαίνεται ωραίο. Άλλοι δεν το βάζουν καθόλου. Το κόμμα όμως έχει κανόνες. Δεν χωρίζει μόνο φράσεις – αλλάζει και νοήματα. Η φράση «όχι άλλο, κάρβουνο» δεν σημαίνει το ίδιο με το «όχι, άλλο κάρβουνο». Η διαφορά βρίσκεται στο κόμμα και μόνο εκεί.

Τα εισαγωγικά δεν είναι μόνο για να δείξουμε τα λόγια κάποιου. Είναι και για ειρωνεία. Είναι για τίτλους, για σλόγκαν, για το “δήθεν” και το “τάχα μου”. Όταν γράφουμε «Ο τάδε είναι “μάγκας”», τα εισαγωγικά σαρκάζουν. Είναι σημάδια που φωνάζουν ότι δεν πιστεύουμε αυτό που λέμε. Γι’ αυτό και το να τα χρησιμοποιείς σωστά, είναι κάτι σαν υπόγειος σχολιασμός.

Τα αποσιωπητικά… δεν είναι για να γεμίζουν κενό. Δεν είναι για να κάνουμε παύσεις σε κάθε πρόταση. Υπάρχουν για να δείχνουν κομμένες σκέψεις, κάτι ανείπωτο, μια σιωπή γεμάτη νόημα. Αν τα χρησιμοποιείς μετά από κάθε δεύτερη λέξη… μάλλον έχεις μπερδέψει τη σιωπή με την αμηχανία.

Η διπλή τελεία – γνωστή και ως άνω και κάτω τελεία – δηλώνει λίστα, επεξήγηση ή παράθεση λόγου. Είναι εκείνη η «μπαμπάτσικη» τελεία με τα δύο σημεία (:) που χρησιμοποιούμε πολύ πιο σωστά απ’ όσο νομίζουμε. Αν πεις: «Μου είπε μόνο μία λέξη: φύγε», αυτή είναι η στιγμή της δράσης. Χωρίς αυτήν, το νόημα διαλύεται.

Η παρένθεση είναι μια δεύτερη φωνή μέσα στη φράση. Μια σκέψη που μπαίνει για να διορθώσει, να προσθέσει ή να ψιθυρίσει κάτι. Αντίθετα, η παύλα είναι δραματική. Δηλώνει εναλλαγή προσώπου ή αλλαγή κλίματος. Αν βάλεις παύλα σε ένα διάλογο, δίνεις ρυθμό. Αν βάλεις διπλή παύλα, είναι σαν να φωνάζεις μέσα στη φράση: «Κοίτα αυτό – είναι σημαντικό!»

Το θαυμαστικό δεν είναι για να φωνάζεις συνεχώς. Χρησιμοποιείται για έντονα συναισθήματα. Χαρά, λύπη, θυμός, φόβος, απόγνωση. Αν γεμίσεις μια πρόταση με θαυμαστικά, μοιάζεις με διαφημιστικό. Ένα είναι αρκετό. Αλλιώς, χάνει το νόημά του. Το ίδιο ισχύει και για τα ερωτηματικά – τα διπλά και τα τριπλά είναι συναισθηματική υπερβολή.

Το ειρωνικό, το εσωτερικό, το δραματικό και το ανώνυμο ύφος δεν προκύπτουν από το λεξιλόγιο. Προκύπτουν από τα σημεία στίξης. Αυτά είναι που καθορίζουν αν η φράση σου θα διαβαστεί σαν ερώτηση, εντολή, παράπονο ή προσευχή. Είναι το “μουσικό χαρτί” της γλώσσας, και κάθε σημείο είναι μια νότα.

Τα σημεία στίξης της ελληνικής γλώσσας είναι έντεκα: τελεία, άνω τελεία, κόμμα, ερωτηματικό, θαυμαστικό, διπλή τελεία, παρένθεση, αποσιωπητικά, παύλα, διπλή παύλα και εισαγωγικά. Δεν είναι απλές τεχνικές. Είναι ο τρόπος που η γραφή αποκτά ψυχή. Κι αν τα θυμάσαι όλα σωστά… μπράβο. Αν όμως τα χρησιμοποιείς όπως πρέπει, τότε γράφεις για να διαβάζεσαι, όχι για να φαίνεσαι.

Γρηγόρης Κεντητός για το sportime.gr.

Keywords