Μεγάλωσε σε μέγαρο και πέθανε βρεγμένος σε αχυρώνα

Ήταν γιος δημάρχου Αθηναίων, μεγάλωσε σε σπίτι με πολυελαίους, πορσελάνες και επαφές με βασιλείς. Είχε παντρευτεί την κόρη του μελλοντικού πρωθυπουργού και το μέλλον του φαινόταν προδιαγεγραμμένο: λαμπρή καριέρα, στρατιωτικά αξιώματα, ζωή στα σαλόνια. Κανείς δεν θα περίμενε πως θα έβγαζε τη στολή του, θα άλλαζε όνομα και θα χανόταν στα βουνά με μια ομάδα Μακεδονομάχων, αψηφώντας τον θάνατο.

Ο Παύλος Μελάς είχε το χάρισμα να είναι αγαπητός σε κάθε κύκλο. Όμως μέσα του έβραζε κάτι άλλο, μια ανάγκη να ξεπληρώσει το χρέος που ένιωθε απέναντι σε μια πατρίδα που δεν είχε ακόμα ενωθεί. Η Μακεδονία έβραζε από αντιπαραθέσεις, οι κομιτατζήδες σκότωναν αθώους, οι Βούλγαροι προσπαθούσαν να αλλάξουν την ταυτότητα της περιοχής. Και ο Παύλος δεν άντεξε άλλο να το παρακολουθεί από μακριά.

Με ψεύτικο όνομα, ως καπετάν Μίκης Ζέζας, πέρασε τα σύνορα και μπήκε στη σκοτεινή, βροχερή, ανελέητη πλευρά της ιστορίας. Εκεί δεν υπήρχαν ατσαλάκωτα κοστούμια, μόνο βρεγμένες μπότες, πυρετός, προδοσίες και νύχτες σε αχυρώνες. Ο αγώνας ήταν άγριος. Ήξερε ότι θα πεθάνει, κι όμως συνέχισε. Δεν του το είπαν, αλλά του το φώναζε το βλέμμα των ντόπιων: είχαν ανάγκη από ήρωες.

Στις 13 Οκτωβρίου 1904, στο χωριό Στάτιστα της Φλώρινας, το τουρκικό απόσπασμα τον εντόπισε. Ήταν λίγοι, και δεν πρόλαβαν να διαφύγουν. Η σφαίρα τον βρήκε. Πέθανε μέσα σε έναν αχυρώνα, βρεγμένος, μακριά από την οικογένειά του, χωρίς τιμές. Οι χωρικοί τον έκρυψαν σε έναν πρόχειρο τάφο, για να μην τον βεβηλώσουν. Και η Ελλάδα έμαθε ποιος ήταν, όταν ήταν πια αργά.

Ο Παύλος Μελάς έγινε σύμβολο, αλλά όχι επειδή μεγάλωσε σε μέγαρο. Έγινε γιατί τα παράτησε όλα — και πέθανε όπως πέθαιναν εκείνοι που ποτέ δεν είχαν τίποτα να χάσουν.

Γρηγόρης Κεντητός για το sportime.gr.

Keywords