Η μάχη για την ψυχή των οικονομικών

Σε πέντε προηγούμενα άρθρα που αφορούσαν την επιβράδυνση της παγκοσμιοποίησης (3/1), τη νέα συμβίωση μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου τομέα (4/1), τον έλεγχο των δεδομένων (data, 5/1), το μέλλον της αγοράς εργασίας (7/1) και το νέο γεωπολιτικό τοπίο (9/1) παρουσίασα βασικές εξελίξεις που δρομολογήθηκαν το 2021 και θα ενταθούν το 2022. Σήμερα, ο κύκλος ολοκληρώνεται με μία σύντομη αναφορά στον πόλεμο για την «ψυχή των οικονομικών».

Η διαμάχη για τους όρους του Συμφώνου Σταθεροποίησης και Ανάπτυξης δεν είναι παρά μία σύγκρουση

σ’ έναν πόλεμο που ξέσπασε το 2019 και θα κορυφωθεί το 2022. Τον πόλεμο για την ψυχή των οικονομικών: δηλαδή για την ουσιώδη σχέση τους με την πολιτική και την κοινωνία.

Εδώ και 30 χρόνια, τα οικονομικά ως σώμα σκέψης και προτάσεις πολιτικής λειτούργησαν μονολιθικά και μονοδιάστατα. Το επιτόκιο ήταν ο θεός και οι κεντρικές τράπεζες οι μεγάλοι ιερείς. Το προσκυνούσαν και του ζητούσαν τα πάντα: να περιορίσει τον πληθωρισμό, να ενισχύσει την ανάπτυξη, να αντιμετωπίσει τις φούσκες, να κατευθύνει την κατανάλωση, να αυξήσει την επένδυση. Το μόνο που δεν ζητούσαν ήταν να βελτιώσει την κατανομή του εισοδήματος – αλλά κανένας δεν ενδιαφερόταν γι’ αυτό, για ένα λείψανο από το παρελθόν!

Η κρίση του 2008/210 κτύπησε ένα καμπανάκι. Με απόλυτη ψυχραιμία οι ιερείς δεν δίστασαν να ζητήσουν από τον θεό την παρέμβαση του. Μόνο που τώρα, ο θεός δεν ανταποκρίθηκε. Το επιτόκιο μειώθηκε σχεδόν στο μηδέν αλλά αποτέλεσμα δεν φάνηκε. Υποχρεώθηκαν, λοιπόν, οι ιερείς να ζητήσουν την βοήθεια του…κοινού. Και το χρήμα έρευσε άφθονο – από τα ελικόπτερα.

Η γρήγορη απόσυρση των μέτρων στήριξης του 2010/2011 θεωρείται ως πρωταρχικά υπεύθυνη για την ουσιαστική καθήλωση της ανάπτυξης σε χαμηλά επίπεδα τα επόμενα χρόνια. Δεν είχε σημασία. Η ορθοδοξία είχε αποκατασταθεί.

Η πανδημία ανέτρεψε τα δεδομένα. Με το επιτόκιο στο μηδέν – σε ορισμένες περιπτώσεις αρνητικό—ο θεός έδωσε σήμα πως και πάλι δεν θα ανταποκρινόταν. Η συνταγή ήταν γνωστή όμως. Και το ρευστό ήρθε ξανά – τούτη την φορά από βομβαρδιστικά Β-52.

Επειδή όταν η ιστορία επαναλαμβάνεται είναι είτε ως φάρσα είτε ως τραγωδία, η συζήτηση σήμερα για την απόσυρση των μέτρων προκειμένου να αποφευχθεί η επιστροφή του πληθωρισμού, δείχνει τον βαθμό στον οποίο οι άνθρωποι γίνονται δέσμιοι ιδεολογιών – άσχετα αν αυτές έχουν σχέση με την πραγματικότητα ή όχι.

Καταρχάς, παρά την τεράστια αύξηση της ποσότητας του χρήματος το 2008/2010, το γενικό επίπεδο τιμών δεν επηρεάστηκε. Σε πρόσφατο άρθρο του ο οικονομολόγος Robert Skidelsky παρατηρεί ότι στην περίοδο 2009-2019 η Τράπεζα της Αγγλίας έριξε στην κυκλοφορία περίπου $600 δις. (ή το 23% του ΑΕΠ του Η.Β.) χωρίς να αυξηθούν οι τιμές. Στην διετία 2019-2021 έγινε το ίδιο, για μία συνολική ενίσχυση που έφτασε το 40% του ΑΕΠ –και πάλι χωρίς να αυξηθούν οι τιμές.

Το ερώτημα είναι που πηγαίνουν τα λεφτά; Ο σύγχρονος καπιταλισμός έχει φροντίσει, όμως, γι’ αυτό. Με την ανάπτυξη και τις τιμές χαμηλές και σταθερές, οι τιμές των μετοχών και των σπιτιών έχουν σχεδόν εκρηκτική άνοδο. Η απάντηση είναι, έτσι, ξεκάθαρη. Όπως ακριβώς είχε προβλέψει ο Keynes, σε περιόδους κρίσης οι πολίτες αποταμιεύουν (και η δαπάνη μειώνεται) αλλά οι κάτοχοι τίτλων πλούτου πλουτίζουν ακόμη περισσότερο.

Το χρήμα, λοιπόν, που έριξαν τα βομβαρδιστικά παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό μέσα στο χρηματοπιστωτικό σύστημα που το δημιούργησε. Τούτη την φορά δεν είναι οι gnomes of Zurich που σπεκουλάρουν. Είναι το σύνολο του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Αντιπροσωπευτικό είναι το γεγονός ότι εν μέσω πανδημίας που είδε την μεγαλύτερη μείωση του παγκόσμιου ΑΕΠ από την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα είχαν κέρδη-ρεκόρ.

Η καθήλωση των τιμών και της ανάπτυξης μετά την κρίση του 2008/2010 δεν οφείλεται στην απόσυρση των μέτρων αλλά στην κερδοσκοπία που αποτελούσε κύριο χαρακτηριστικό του συστήματος. Τα χρήματα δεν πήγαιναν στην πραγματική οικονομία αλλά στις μετοχές, στα ομόλογα, στα παράγωγα και στα σπίτια. Η πραγματική οικονομία ψωμολυσσούσε.

Το ίδιο συμβαίνει και τώρα. Η απόσυρση των μέτρων σήμερα μπορεί ίσως να φέρει μείωση του πληθωρισμού μόνο ως προς τον βαθμό που θα τον επηρεάσει η μείωση της ζήτησης. Ο πληθωρισμός που οφείλεται στις αλλαγές στην αγορά εργασίας, στην ενεργειακή κρίση, στα προβλήματα των αλυσίδων εφοδιασμού και στην επιβράδυνση της παγκοσμιοποίησης δεν θα επηρεαστεί. Αλλά, η πραγματική οικονομία που είδε ψίχουλα μπροστά σ’ αυτά που πήρε το ίδιο το χρηματοπιστωτικό σύστημα, θα περάσει σε ύφεση και, στην καλύτερη περίπτωση, στην συνέχει θα καθηλωθεί σε χαμηλό ρυθμό ανάπτυξης.

Γι’ αυτό προβάλει πάλι το φάσμα του στασιμοπληθωρισμού. Με την αύξηση της παραγωγικότητας σε μόνιμα χαμηλή πτήση, την πανδημία να εμμένει, το σοκ της ενέργειας ισχυρό και την φορολογία χαμηλή, οι κίνδυνοι έχουν διογκωθεί: για φούσκες, για καταρρεύσεις εταιρειών, για αδυναμία αποπληρωμής δημόσιου χρέους. Έτσι, αυτή η μονομερής μεταφορά πόρων από την παραγωγή στην κερδοσκοπία – όπως ακριβώς το είχε περιγράψει ο Keynes—μπορεί τελικά να αποδειχθεί η τέλεια οικονομική καταιγίδα.

Εδώ και δεκαετίες τα οικονομικά τείνουν να χάσουν την επαφή τους με την κοινωνία. Η αναζήτηση εκείνων των εργαλείων που θα τα έκανα να χαρακτηριστούν ως επιστήμη τα οδήγησε στον σχηματισμό θεωριών που δεν είχαν αντίκρισμα στην πραγματικότητα – οπότε και η εξαγωγή προτάσεων πολιτικής υπέφερε από το ίδιο μειονέκτημα. Πολύπλοκα μαθηματικά, πολύπλοκες θεωρίες και …έλλειψη προτάσεων πολιτικής. Ενασχόληση με ολοένα πιο μικρά θέματα (π.χ. άρθρο που δημοσιεύθηκε στο κορυφαίο American Economic Review: Rational Habit Formation– Experimental Evidence from Handwashing in India—ήτοι Λογική δημιουργία συνηθειών – πρακτικές αποδείξεις από το πλύσιμο χεριών στις Ινδίες) και αδιαφορία για το ένα τεράστιο θέμα πολιτικής: την αύξηση των ανισοτήτων.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 ο Richard Lipsey τόλμησε να αμφισβητήσει την πρωτοκαθεδρία του βασικού εγχειρίδιου οικονομικών του Paul Samuelson («Economics») με το βιβλίο του An introduction to Positive Economics. Η αντιστοίχιση με την ιδέα των normative economics – όπου ο οικονομολόγος δεν βλέπει τις λύσεις-προτάσεις πολιτικής μόνο τεχνοκρατικά αλλά λαμβάνοντας υπόψη του τις κοινωνικές και κατ’ επέκταση πολιτικές προεκτάσεις, ήταν εμφανής.

Από τότε τα οικονομικά πήραν δρόμο που σταδιακά τα απομάκρυνε ολοένα και περισσότερο από την πραγματική οικονομία. Δεν τολμούσαν να πούνε πως τα πράγματα θα όφειλαν να είναι. Περιορίστηκαν να λένε πως είναι. Έστω κι αν αυτή δεν ήταν η πρόθεση, δικαιολογείται εκ των υστέρων η περιγραφή τους ως η dismal science.

Εδώ και μερικά χρόνια μία νέα γενιά οικονομολόγων, σε κορυφαία μάλιστα πανεπιστήμια, προσπαθεί να ανατρέψει τον εγκλεισμό των οικονομικών στο αδιέξοδο των μονεταριστών και στην ιδεολογία ότι οι προτάσεις οφείλουν να βασίζονται μόνο σε γεγονότα και να εισάγουν, ξανά, στο σώμα την έννοια της ηθικής και των αξιών—άυλων αναφορών που έχουν όμως μακρά ιστορική παράδοση.

Αυτή η μάχη μεταφέρεται τώρα σε πρακτικό επίπεδο. Στους όρους του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, στην ισχύ του επιτοκίου ως το μοναδικό όπλο μάχης, στην ιδέα ότι ο πληθωρισμός είναι ένα αποκλειστικά μονεταριστικό φαινόμενο, στην σημασία της δημοσιονομικής πολιτικής.

Από την έκβαση του πολέμου θα εξαρτηθεί αν τα οικονομικά θα επιστρέψουν στην άγονη γραμμή των λογικών προσδοκιών ή αν θα αποκτήσουν ξανά σχέση με την κοινωνία.

Θα κλείσω με μία παρατήρηση: εφόσον το χρήμα έχει παραμείνει σε μεγάλο βαθμό μέσα στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και εφόσον οι κεντρικές τράπεζες δημιούργησαν το χρήμα για λογαριασμό των κυβερνήσεων, η μόνη λογική κατάληξη είναι πως οι κυβερνήσεις είναι αυτές που πρέπει μέσω της δημοσιονομικής πολιτικής να ξοδέψουν αυτό το χρήμα. Ο Skidelsky υποστηρίζει με θέρμη αυτήν την θέση. Θεωρώ ότι αυτή μπορεί να είναι η μόνη απάντηση για να αποφύγουμε την σύγκρουση με τον τοίχο που ορθώνεται μπροστά μας και προς το οποίο οδεύουμε με εκπληκτική ταχύτητα.

Διαβάστε επίσηςΗ γεωπολιτική σύγκρουση ως έκφραση πολιτισμικής ταυτότητας
Keywords
Αναζητήσεις
rss
Τυχαία Θέματα