Ας είναι η τελευταία χρονιά με τον κατώτατο

Ακολουθώντας τις παραδοσιακές συνταγές, η κυβέρνηση αποφάσισε την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 2%. Για πολλούς πρόκειται για εμπαιγμό. Για άλλους ήταν μία αναγκαία απόφαση. Η αλήθεια είναι στη μέση.

Μετά από μία περίοδο πρωτοφανούς ύφεσης και έχοντας υποστεί τα πάνδεινα από την πανδημία, η πρόταση για σοβαρή εισοδηματική ανακούφιση φαντάζει ορθή. Η λογική είναι, εξάλλου, πως με τα χρήματα αυτά αυξάνεται η κατανάλωση, οπότε δημιουργείται ζήτηση και προκύπτουν δουλειές.

Στην αντίπερα όχθη, κυριαρχεί η άποψη ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού αυξάνει το κόστος και κάνει τα ελληνικά

προϊόντα πιο ακριβά – οπότε λιγότερο ανταγωνιστικά στις αγορές και του εσωτερικού και του εξωτερικού.

Δύο είναι τα θέματα που ανακύπτουν.

Πρώτον, από τη μία μεριά αυτή η πολιτική της υποτίμησης με μείωση των μισθών αποδεδειγμένα δεν οδήγησε σε ιδιαίτερη αύξηση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων.

Δεύτερον, ο κατώτατος μισθός επηρεάζει πρωταρχικά – αν όχι αποκλειστικά—τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις – οι οποίες έτσι κι αλλιώς υποφέρουν από χρόνια χαμηλή παραγωγικότητα.

Κατά μία έννοια «μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα».

Ερχόμαστε, έτσι, στο πραγματικό πρόβλημα – που έχει δύο πτυχές.

Το πρόβλημα είναι η αδυναμία των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων να αυξήσουν την παραγωγικότητα τους.

Η μία πτυχή του προβλήματος είναι ότι αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο διοικητικό-γραφειοκρατικό κόστος που καλούνται να επωμιστούν. Και στο ευρύτερο ελληνικό περιβάλλον που δεν ευνοεί την επιχειρηματικότητα.

Η άλλη πτυχή είναι ότι οι επιχειρηματίες-ιδιοκτήτες δεν ενδιαφέρονται – διότι έχουν μάθει να λειτουργούν έτσι—ή δεν μπορούν—διότι δεν έχουν γνώσεις ή και πρόσβαση σε κεφάλαια.

Που μας φέρνει σε μία κατάσταση όπου ισχύει  το «πρώτα το αυγό ή η κότα;»

Δυστυχώς, όλα τα ανωτέρω ισχύουν. Ταυτόχρονα.

Η φαύλος κύκλος οφείλει να σπάσει.

Το ερώτημα είναι από πού γίνεται η αρχή;

Είναι σαφές ότι κανένας δεν θέλει την επιστροφή στις εποχές όπου η αύξηση του εργατικού κόστους έκλεινε επιχειρήσεις.

Αλλά ούτε και στην κατάσταση, όπου μόνο οι χαμηλότερες εισοδηματικές τάξεις σηκώνουν το βάρος της προσαρμογής.

Η κυβέρνηση επέλεξε να εμμείνει στην πολιτική της τελευταίας δεκαετίας. Ο ενδόμυχος φόβος ήταν ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού συμπαρασύρει ανοδικά δεκάδες άλλα κόστη.

Θα πρέπει να είναι η τελευταία χρονιά που υιοθετείται αυτή η πολιτική.

Τι θα μπορούσε να γίνει την επόμενη χρονιά;

Πρώτο, να καθοριστεί κατώτατος μισθός που να  διασφαλίζει ένα ελάχιστον επίπεδο υγιούς και ευπρεπούς διαβίωσης.

Δεύτερον, να αποσυνδεθεί ο κατώτατος από άλλα επιδόματα κλπ. και να μην ισχύει η επεκτασιμότητα του.

Τρίτον, όλες οι επιχειρήσεις να δίνουν ετήσια αύξηση ίση με την αύξηση της παραγωγικότητας συν το ήμισυ του πληθωρισμού. Αν δεν υπάρχει αύξηση της παραγωγικότητας δεν δίνεται αύξηση μισθού.

Αυτό για την επόμενη διετία.

Για την συνέχεια, βλέπουμε. Οι καταστάσεις είναι ρευστές και για τα μακροχρόνια σχέδια ισχύει αυτό που λέγεται: τα βλέπει ο Θεός και γελά.

Keywords
Τυχαία Θέματα