Πρεμιέρα για το τρίτο ελληνικό φεστιβάλ κινηματογράφου Hellas Filmbox Berlin

Σε νέο χώρο, με ατμόσφαιρα αστικού πειραματισμού και εναλλακτικής έκφρασης, το φεστιβάλ ελληνικού κινηματογράφου – και όχι μόνο – Hellas Filmbox Berlin, ξεκίνησε την περασμένη Τετάρτη το τρίτο ταξίδι του στην καρδιά της γερμανικής πρωτεύουσας, αποδεικνύοντας ότι αυτό που άρχισε το 2016 έχει πλέον ξεπεράσει το στάδιο της «πολιτικής δήλωσης» και έχει λάβει διαστάσεις σημαντικού καλλιτεχνικού γεγονότος για το Βερολίνο.
Ο τίτλος του φετινού φεστιβάλ, «361 μοίρες Ελλάδα», φαίνεται ότι έχει ακριβώς αυτή τη σημασία. Η Ελλάδα,

αφού βίωσε την σκληρή ανατροπή, προχωρά μπροστά. «Μια μοίρα επιπλέον, είναι μια μοίρα πιο ζεστά», θα πει η Ινα Κούτουλα, εκ των εμπνευστών του Φεστιβάλ.
Στον πολυχώρο «Urban Spree», λίγο πιο πέρα από το ομώνυμο ποτάμι και την East Side Gallery με το τελευταίο κομμάτι του Τείχους του Βερολίνου, θα φιλοξενηθούν μέχρι την Κυριακή προβολές ταινιών, μικρού και μεγάλου μήκους, αφιερωματικές και ντοκιμαντέρ, ζωντανές μουσικές παραστάσεις, εκθέσεις εικαστικών καλλιτεχνών, ακόμη και ένα pop-up κατάστημα ελληνικών προϊόντων και ειδών μόδας από έλληνες δημιουργούς.
Ηδη από την τελετή έναρξης έγινε σαφές ότι η φετινή διοργάνωση είναι κάτι πολύ περισσότερο από έναν διαγωνισμό ταινιών ή από μια γιορτή κινηματογράφου. Ελληνες καλλιτέχνες που ζουν και δημιουργούν στο Βερολίνο και Γερμανοί που συνδέονται με κάποιον τρόπο με το ελληνικό στοιχείο, εκθέτουν έργα τους στο πλαίσιο της Hellas Artbox Exhibition. Ανάμεσά τους οι Χρήστος Μπουρονίκος, Διονύσης Καβαλλιεράτος, Alexander Di Vasos, Δημήτρης Τζαμουράνης, Διαμαντής Σωτηρόπουλος, Κώστας Σταμούλης, Φίλιππος Καβάκας, the Krank, Abetz und Drescher, Αχιλλέας Γκατσόπουλος, Λία Καζάκου, Σήφης Λυράκης.
Η παρουσίαση του Φεστιβάλ έγινε από την Διευθύντριά του, Σάντρα Φον Ρουφίν και τον ελληνοϊρανό ηθοποιό Βασίλη Κουκαλάνι, οι οποίοι έδωσαν μια πρώτη ιδέα από αυτό που θα ακολουθήσει. Από την σκηνή πέρασαν συντελεστές της διοργάνωσης και καλλιτέχνες που θα παρουσιάσουν τις επόμενες ημέρες τις δημιουργίες τους. Ο γερμανός ηθοποιός Αντρέ Χάνικε, πρωταγωνιστής της ταινίας «Το τελευταίο σημείωμα» του Παντελή Βούλγαρη, εξέφρασε τον ενθουσιασμό του για την συμμετοχή στην ταινία, για την εμπειρία των γυρισμάτων και την συνεργασία με τον Παντελή Βούλγαρη, αλλά και για το Φεστιβάλ που γνωρίζει ήδη από τις προηγούμενες χρονιές. Παρών και ο Αλέξανδρος Βούλγαρης, γνωστός ως The Boy, που έγραψε την μουσική της ταινίας και θα συμμετάσχει σε ένα από τα Box Talks που διοργανώνονται στο πλαίσιο του Φεστιβάλ, ενώ θα προβληθεί και η ταινία του «Το Νήμα».
Στη σκηνή του Urban Spree ανέβηκαν οι διευθυντές του Filmbox Δημήτρης Αργυρίου, Ιωάννα Κρυωνά και Χόλγκερ Ελερς, οι οποίοι αναφέρθηκαν στις επιμέρους ενότητες των εκδηλώσεων, στις κυπριακές συμμετοχές υπό τον τίτλο «Cyprus in a box», στο αφιέρωμα στον ελληνικό ερωτικό κινηματογράφο της δεκαετίας του ‘70 με τον τίτλο «Greek Erotica», στα ντοκιμαντέρ που θα προβληθούν και έχουν σχεδόν όλα, αναπόφευκτα, επιρροές από την κρίση, αλλά και στο διαγωνιστικό μέρος του Φεστιβάλ, με τις 13 ταινίες που θα προβληθούν στο πλαίσιο της ενότητας «New Vision».
Στην σκηνή όμως βρέθηκε και η διάσημη τραγουδίστρια Βίκυ Λέανδρος, η οποία στηρίζει το Filmbox από την πρώτη στιγμή. Η κυρία Λέανδρος αναφέρθηκε στο γεγονός ότι πάντα αισθάνεται λίγο έως πολύ πρέσβειρα της Ελλάδας στην Γερμανία, τονίζοντας την σημασία διοργανώσεων που συνδέουν τους δύο λαούς.
Η Σάντρα Φον Ρουφίν αναφέρθηκε επίσης στους χορηγούς του Filmbox (Audi City Berlin, Ελληνική Πρεσβεία Βερολίνου, Πρεσβεία Κυπριακής Δημοκρατίας στο Βερολίνο, Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης, Γρηγόρης, Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, Peppermint, Derag και Urban Spree), οι οποίοι, όπως είπε χαρακτηριστικά, έδωσαν «ένα πραγματικό πακέτο διάσωσης και όχι ένα ψεύτικο».
Ακολούθησαν οι προβολές της ταινίας «Ο ήχος του Βλαδιβοστόκ» του Μάριου Ιωάννου Ηλία, ένα μουσικό πορτρέτο της σιβηρικής πόλης και η μικρού μήκους «Copa Loca» του Χρήστου Μασαλά.
Η βραδιά έκλεισε με συναυλία του συγκροτήματος «Gadjo Dilo» και με πάρτι με τον DJ DENITE.
Εκτός από τις προβολές των ταινιών, τις επόμενες ημέρες θα πραγματοποιηθούν συναυλίες και συζητήσεις μεταξύ καλλιτεχνών (Artist’s Corner, Box Talk).
Αστέρης Κούτουλας: «Φέτος γίναμε πιο Βερολινέζοι»
Ο μουσικός παραγωγός και κινηματογραφιστής Αστέρης Κούτουλας, ψυχή του Filmbox, εξηγεί, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ σε τι διαφέρει η φετινή διοργάνωση από τις δύο προηγούμενες, ενώ αναφέρεται και στην σημασία της αλλαγής του χώρου φιλοξενίας του.
«Τα πρώτα δύο φεστιβάλ δεν τα κάναμε για καλλιτεχνικούς λόγους. Αποτελούσαν μια πολιτική δήλωση σε μια εποχή που η σχέση μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας ήταν δύσκολη. Αυτό με κάποιον τρόπο το ξεπεράσαμε, καταφέραμε, πέρα από κάθε προσδοκία, να βάλουμε στην καρδιά του Βερολίνου το ελληνικό σινεμά» λέει ο κ. Κούτουλας, συντονιστής του Filmbox και αναφέρεται στην φετινή διοργάνωση «warm up» ενόψει του Filmbox σε συνεργασία με τον ιστορικό κινηματογράφο «Babylon» (σσ. όπου φιλοξενήθηκε το Φεστιβάλ το 2016 και το 2017), η οποία περιελάμβανε την προβολή περισσότερων από 30 ταινιών. «Φέτος όμως κάναμε το Φεστιβάλ περισσότερο δικό μας. Το κάναμε περισσότερο καλλιτεχνικό, πιο εναλλακτικό και πιο Βερολινέζικο. Για πρώτη φορά δεν υπάρχει πολιτική σκέψη ως υπόβαθρο, αλλά μας ενδιαφέρει να κάνουμε πράγματα που μας εκφράζουν και αρέσουν πρώτα σε μας», λέει με ενθουσιασμό ο κ. Κούτουλας και, στην ερώτηση αν οι προηγούμενες δύο διοργανώσεις πέτυχαν τον στόχο τους, εξηγεί ότι η προσέγγιση Αθήνας – Βερολίνου πέτυχε και ο ελληνικός κινηματογράφος κατέστη πλέον τόσο ανταγωνιστικός στο Βερολίνο, που ένας γερμανικός οργανισμός όπως το «Babylon» αποφάσισε με δικό του ρίσκο, ως εμπορική κίνηση, να προβάλει 30 ελληνικές ταινίες.
Σάντρα Φον Ρουφίν: «Να δείξουμε πώς σκέφτονται οι καλλιτέχνες»
«Φέτος διευρύναμε το περιεχόμενο του Φεστιβάλ. Η διοργάνωση δεν αφορά πια μόνο ταινίες», εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η ηθοποιός και συντονίστρια του Filmbox, Σάντρα Φον Ρουφίν. «Θέλαμε να φέρουμε μαζί Ελληνες και Γερμανούς καλλιτέχνες, να συζητήσουν για τις δημιουργίες τους, να δείξουμε τι σκέφτονται για την τέχνη, για την πολιτική, για την κοινωνία», αναφέρει και δηλώνει ικανοποιημένη, καθώς ήδη από την πρεμιέρα φαίνεται ότι το ενδιαφέρον υπάρχει και από τις δύο πλευρές.
Η ίδια, ως ελληνογερμανίδα, αισθάνεται πολύ άνετα ανάμεσα στις δύο χώρες. Σε ό,τι αφορά την αγάπη για την Ελλάδα των τεχνών, αναφέρει ότι αφετηρία υπήρξε ασφαλώς η μητέρα της, Βίκυ Λέανδρος και προσθέτει ότι στο μεταξύ έχει γνωρίσει την ελληνική δημιουργία και αγαπά την κουλτούρα και των δύο χωρών.
Πηγή ΑΠΕ-ΜΠΕ

Keywords
Τυχαία Θέματα