Οταν τα έσοδα του Προϋπολογισμού ήταν λάδι και... κρασί

Οταν τα έσοδα του Προϋπολογισμού ήταν λάδι και... κρασί09.12.2018Παρασκήνιο

Ιστορική αναδρομή από την περίοδο των Εθνοσυνελεύσεων της Επανάστασης έως το 1845 που ψηφίστηκε από το Κοινοβούλιο για πρώτη φορά ολοκληρωμένο σχέδιο για τη διαχείριση των οικονομικών της χώρας

Από τον
Τάκη Κάμπρα

Ελάχιστα έχουν γραφεί έως σήμερα για τη σύνταξη του πρώτου ελληνικού Προϋπολογισμού. Να σημειωθεί ότι δεν υπάρχει πουθενά σε ξένη γλώσσα λέξη που να αποδίδει αυτό που σημαίνει

και εννοεί η ελληνική λέξη «προϋπολογισμός». Αρχικά, ούτε στην Ελλάδα υπήρχε αυτή η λέξη.

Στην αρχή του χρόνου έκαναν τη σύνταξη «υποθετικού λογαριασμού των προσόδων και εξόδων της διοικήσεως» και στο τέλος κάθε χρόνου έκαναν «Λογαριασμό των γενομένων προσόδων και εξόδων». Για πρώτη φορά, θα μπορούσαμε να πούμε, «προνήπιο» αυτού που λέμε σήμερα Προϋπολογισμό συντάχθηκε τον Απρίλιο του 1823. Πόσος καιρός χρειαζόταν για να συντάξουν τον Προϋπολογισμό του κράτους, δεδομένων των αδυναμιών που υπήρχαν λόγω έλλειψης ειδικών υπηρεσιών, καταρτισμένων υπαλλήλων; Αλήθεια, κατέθεταν φόρους οι πολίτες;

Για τη σύνταξη εκείνου του Προϋπολογισμού συστήθηκε επιτροπή από έξι πολιτικούς και έξι στρατιωτικούς, και ολοκλήρωσε την εργασία της σε οκτώ ημέρες.

«Τα έσοδα ως προς τα έξοδα δεν είναι το ουδέν» ήταν η πρώτη διαπίστωσή τους. Στη συνέχεια επισήμαιναν ότι όσο και αν αυξάνονταν τα έσοδα με πιέσεις στις αγωνιζόμενες ελληνικές επαρχίες, δεν θα εξισώνονταν με τα έξοδα.
Ως έσοδα αποτιμούνταν οι προσφορές των διάφορων τόπων σε λάδι, κρασί, χαρούπια, σταφίδες, φρούτα κ.λπ. Οσο για τα έξοδα... «Πλησιάζομεν εις την αλήθειαν» έγραφαν!

Ο δεύτερος «προϋπολογισμός» καταρτίστηκε από τον Καποδίστρια τον Ιούλιο του 1829.

Ο τρίτος λογαριασμός αφορούσε την περίοδο Μάιος 1829 - Απρίλιος 1830 και ονομαζόταν «Υποθετικός λογαριασμός εσόδων και εξόδων της επικρατείας». Ετσι, πάμε στο 1845, που μιλάμε πλέον για τον πρώτο Προϋπολογισμό με την πλήρη σημασία του. Εν τω μεταξύ, είχε εκδοθεί και ο πρώτος νόμος για την ίδρυση μιας οικονομικής εφορίας σε καθεμιά από τις 17 τότε επαρχίες της ελληνικής επικράτειας.

Ισως να μην αποδίδεται πουθενά με ακρίβεια σε όλο τον κόσμο αυτό που ορίζει η ελληνική λέξη «προϋπολογισμός». Πολλοί επιχείρησαν να αποδώσουν στη γλώσσα τους τον ορισμό «έσοδα-έξοδα του επόμενου έτους» και στο τέλος του έδωσαν μια λέξη, όπως για παράδειγμα οι Αγγλοι «budget», που απλώς έχει καθιερωθεί ως προϋπολογισμός από τις αγορές.

Ας δούμε, όμως, πώς ξεκίνησαν όλα...

H Α’ Συνέλευση στην Επίδαυρο, το 1822, προέβλεπε τη διαδικασία του «Υποθετικού λογαριασμού». Η ονομασία «Προϋπολογισμός» δόθηκε 12 χρόνια αργότερα, στις 10 Σεπτεμβρίου 1835. O πρώτος Προϋπολογισμός του ελληνικού κράτους ψηφίστηκε στις 5 Νοεμβρίου του 1845.

Στην Α’ Συνέλευση στην Επίδαυρο ψηφίστηκε το προσωρινό πολίτευμα της Ελλάδας. Ακολούθησαν το 1823 η Β΄ Συνέλευση στο Αστρος και ο «νόμος της Επιδαύρου» και το 1827 η Γ΄ Συνέλευση στην Τροιζήνα με το «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος». Ηδη το Σύνταγμα της Επιδαύρου προέβλεπε τη διαδικασία του «Υποθετικού λογαριασμού», η οποία διατηρήθηκε και στα δύο επαναστατικά Συντάγματα που ακολούθησαν.

Με αυτόν τον τρόπο θεσμοθετήθηκε στην Ελλάδα αυτό που σήμερα καθιερώθηκε ως Προϋπολογισμός του κράτους. Μέχρι τότε ισχύ είχαν φορολογικοί και λογιστικοί κανόνες.

Η ονομασία «Προϋπολογισμός» δόθηκε έπειτα από αρκετά χρόνια, στις 10 Σεπτεμβρίου 1835, από το Συμβούλιο της Επικρατείας που «συνεστήθη διά νόμου έχον αρμοδιότητα οιονεί κοινοβουλευτικού Σώματος εφ’ όλων των κλάδων της διοικήσεως και αποτελούμενον από σοβαρά της εποχής πρόσωπα», όπως αναφέρεται.

Να σημειωθεί ότι οι κανόνες της ισχύουσας τότε νομοθεσίας προηγήθηκαν του Συντάγματος του 1844 και εφαρμόζονταν προτού η Γαλλία αποκτήσει τον πρώτο Λογιστικό Κώδικα το 1838, ο οποίος μάλιστα στη συνέχεια, και συγκεκριμένα το 1852, έγινε λογιστικός νόμος και του ελληνικού κράτους.

Ο πρώτος Προϋπολογισμός ψηφίστηκε στο σύνολό του και κυρώθηκε διά του νόμου ΚΑ΄ στις 5 Νοεμβρίου του 1845.

Ο πρώτος Προϋπολογισμός, μετά το Σύνταγμα του 1844, ψηφίστηκε στις 5 Νοεμβρίου του 1845. Αφορούσε τις πιστώσεις για τα έξοδα των μηνών Ιανουαρίου έως τέλος Οκτωβρίου.

Ο δεύτερος, στις 4 Νοεμβρίου 1846, 19 Δεκεμβρίου 1847 ο τρίτος και στη συνέχεια αναλόγως οι επόμενοι 14, έως τον τελευταίο, με ισχύ το Σύνταγμα του 1844, στις 12 Αυγούστου 1861.

Οι αμέσως επόμενοι ψηφίστηκαν βάσει των άρθρων 59 και 60 του νέου Συντάγματος του 1864 (1864-1898).

Τα δάνεια που έγιναν... αέρας και οι ευχές να γίνει κάποτε η Ελλάδα κράτος!

Αυτό που διέκρινε τους Προϋπολογισμούς όλων αυτών των ετών ήταν ότι δεν είχαν σταθερή ημερομηνία ψήφισής τους.
Πολλοί Προϋπολογισμοί ψηφίστηκαν από την επόμενη κυβέρνηση που τους ενέκρινε. Και αυτό διότι σχεδόν κάθε έξι μήνες η Βουλή διαλυόταν, με αποτέλεσμα ο ετήσιος -υποτίθεται- Προϋπολογισμός να έχει διάρκεια ακόμη και τριών μηνών!
Αυτό κάθε άλλο παρά τυχαίο ήταν. Σκοπός των εκάστοτε κυβερνώντων ήταν να επιβάλλουν τους φόρους που εκείνοι ήθελαν με έναν και μόνο στόχο: να καλύψουν τις μαύρες τρύπες που δημιουργούσαν τόσο οι ίδιοι όσο και οι ξένες «εγγυήτριες» δυνάμεις της χώρας. Αποκαλυπτικό της κατάστασης που επικρατούσε είναι το απόσπασμα από τα πρακτικά της Βουλής της 27ης Αυγούστου 1845.

Σύμφωνα με αυτό, ο κυβερνητικός εισηγητής αναφέρει ότι από τα 60.000.000 του δανείου, που προοριζόταν για την Ελλάδα, όχι μόνο εισπράχθηκαν μόλις 14.000.000, αλλά και ότι αυτά, αντί να δαπανηθούν για την ενίσχυση της εθνικής οικονομίας, σπαταλήθηκαν στην κάλυψη των αναγκών της παραμονής των βαυαρικών στρατευμάτων στην Ελλάδα καθώς και σε τακτικά κυβερνητικά έξοδα. Το αποτέλεσμα, βέβαια, ήταν η Ελλάδα να αδυνατεί να πληρώσει τις δανειακές υποχρεώσεις της.

Ποια ήταν, λοιπόν, η απόφαση που έλαβε η Βουλή; Ο πρόεδρός της ευχήθηκε η Ελλάδα να γίνει κάποτε κράτος και να αποπληρώσει τα χρέη της...
Από τα πρακτικά: «Ο Πρόεδρος, ο Κανέλλος Δεληγιάννης απήγγειλεν ότι η Βουλή δι’ ονομαστικής ψηφοφορίας (68 ψήφοι υπέρ και 13 κατά) παρεδέχθη να καταχωρισθεί εις το Α΄ κεφάλαιο του Προϋπολογισμού του Υπουργείου Οικονομικών το οφειλόμενον διά τόκους και χρεόλυτρα ποσόν, εκφράζουσα τας ευχάς της προς τας δυνάμεις διά να περιμείνωσιν επί έτη τινά το έθνος, μέχρις ου βελτιωθείσης της καταστάσεώς του δυνηθή να πληρώση τακτικώς και αδιαλείπτως τας υποχρεώσεις του ταύτας επί τη βάσει των λόγων και παρατηρήσεων της επί του Προϋπολογισμού εισηγητικής επιτροπής».

Δηλαδή, ευχήθηκε οι δανειστές να περιμένουν να βελτιωθούν τα οικονομικά του έθνους, ώστε να μπορεί να ξεπληρώνει τις δανειακές υποχρεώσεις του. Μόνο που δεν ήταν το μόνο δάνειο, ακολούθησαν και άλλα εκείνη την περίοδο στην οποία αναφερόμαστε, μέχρι που ξεπληρώσαμε κάποια από αυτά το 2000...

Keywords
Τυχαία Θέματα