Οι ταινίες της εβδομάδας: Επικίνδυνες διακοπές, Αγκάθα Κρίστι κι ένα αργεντίνικο “Ocean’s Eleven”

Αναλυτικά οι κριτικές της εβδομάδας:

Ηρωικά Χαμένοι

*****

(“La Odisea de los Giles / Heroic Losers”, Σεμπάστιαν Μπόρενσταϊν, 1ω56λ)

Από όλες τις αργεντίνικες επιτυχίες που έχουμε δει στα ελληνικά σινεμά, ετούτη σίγουρα θα μιλήσει πολύ στο εδώ κοινό. Λίγο πριν η Κρίση διαλύσει τη χώρα, ο πρώην ποδοσφαιριστής Φερμίν (του πολύ αγαπητού στον κόσμο Ρικάρντο Νταρίν) αποφασίζει να προχωρήσει σε μια τοπική επένδυση που θα βοηθήσει πολύ την κατάσταση στην γειτονιά του στο Μπουένος Άιρες. Μαζεύει λεφτά με τα χίλια ζόρια κι ένας τραπεζίτης τον πείθει να τα αποταμιεύσει, λίγες

μέρες πριν τα capital control χτυπήσουν. Προκειμένου να μπορέσει να πάρει πίσω αυτά που του ανήκουν, ο Φερμίν συγκροτεί μια ομάδα φίλων και συμπολιτών για να στήσουν ένα κόλπο τραπεζικής ληστείας, σαν κάποιοι Αργεντίνοι Έντεκα του Ντάνι Όσιαν.

Η ταινία λοξοκοιτά προς το Χόλιγουντ με εμφανείς αναφορές σε στιλάτες heist movies και μπόλικες πιο σινεφιλικά ποπ ταραντινικές πινελιές, αλλά ποτέ δεν καταλήγει να μοιάζει με ξεπατίκωμα ή κάτι χωρίς δική του ταυτότητα. Ο Μπόρενσταϊν διαποτίζει το φιλμ του με μια αληθινή μελαγχολική εσάνς, μια πικρία για μια χώρα που πνίγηκε αφήνοντας πίσω ανθρώπους απορημένους, πικραμένους. Οι ασκήσεις ισορροπίας που απαιτούνται δεν λειτουργούν πάντα: Πολλές από τις εμπλεκόμενες ιστορίες έχουν σαφώς μικρότερο ενδιαφέρον και κάποιες μελοδραματικές εξάρσεις δεν συνάδουν με τον γενικό τόνο του φιλμ, το οποίο δεν κατορθώνει με απόλυτη σιγουριά να εξισορροπήσει κέφι και πίκρα.

Δεν χάνει ποτέ όμως το ενδιαφέρον του θεατή και διαθέτει έναν ειλικρινή, ανθρωποκεντρικά πολιτικό πυρήνα γύρω από το γνώριμο στόρι ληστείας που οδηγεί την πλοκή. Είναι μια heist movie κινηματογραφικής απόδρασης, που έχει κάτι να πει.

Το Σαββατοκύριακο των Μυστικών

*****

(“The Rental”, Ντέιβ Φράνκο, 1ω28λ)

Δύο ζευγάρια περίπλοκων μεταξύ τους σχέσεων, νοικιάζουν ένα εξοχικό για ένα ΣΚ απόδρασης που εξελίσσεται φυσικά σε εφιάλτη. Ο Ντέιβ Φράνκο, αδερφός του Τζέιμς, πραγματοποιεί το σκηνοθετικό του ντεμπούτο με μια ταινία τρόμου που μοιάζει να προέρχεται από κάθε γνώριμο συστατικό του είδους, αλλά ξεκινάει με μια ενδιαφέρουσα υπόσχεση στην πρώτη πράξη. Η ταινία εξερευνά τις περίπλοκες σχέσεις του πρωταγωνιστικού τους κουαρτέτου: ο Τσάρλι (Νταν Στίβενς που φέτος έδωσε μια από τις πιο απολαυστικές ερμηνείες του καλοκαιριού στην “Eurovision” ταινία του Netflix) βρίσκεται εκεί με την επαγγελματική του σύντροφο, με την σύζυγό του (Άλισον Μπρι) και με τον αδερφό του, ο οποίος είναι το αγόρι της συναδέλφου του.

Υπάρχει αρκετό ζουμί στις μεταξύ τους δυναμικές για να μας οδηγήσει βαθιά μες στην ταινία με μια αίσθηση πως θα προκύψει κάτι ενδιαφέρον και ίσως ανατρεπτικό πάνω στο είδος, όμως γρήγορα τα πράγματα εξελίσσονται βάσει κάθε γνώριμης σύμβασης που θέλει τους χαρακτήρες να ενεργούν (και να τιμωρούνται) για τα ίδια γνωστά πράγματα. Παρά τη μεταμοντερνιστική έκλαμψη του κλασικού πια “Cabin in the Woods”, το συγκεκριμένο υπο-είδος τρόμου μοιάζει τελικά ολότελα παραδομένο στον στυλιστικό και θεματικό συντηρητισμό του.

Κυκλοφορούν επίσης

Πες το Δυνατά

(“Say It Loud / Cambio Tutto”, Γκουίντο Κιέζα)

Μια στρεσαρισμένη γυναίκα που αναζητά λύση για το άγχος της, ξαφνικά διαπιστώνει πως αδυνατεί να φιλτράρει το οτιδήποτε περνάει από το στόμα της. Ιταλική κωμωδία.

Επανεκδόσεις

Στον Καθρέπτη είδα τον Δολοφόνο

*****

(“The Mirror Crack’d”, Γκάι Χάμιλτον, 1ω45λ, 1980)

Μετά το “Έγκλημα Κάτω από τον Ήλιο” που είδαμε νωρίτερα φέτος το καλοκαίρι σε επανέκοση, συνεχίζουμε με τις επανακυκλοφορίες συμπαθητικών αλλά τελικά όχι και τίποτα σπουδαίων διασκευών Αγκάθα Κρίστι από τον σκηνοθέτη Γκάι Χάμιλτον. Εδώ, ο βετεράνος σκηνοθέτης (“Goldfinger”) μεταφέρει με κέφι αλλά όχι σπουδαία έμπνευση, μια ιστορία της Μις Μάρπλ, ερμηνευμένης από την Άντζελα Λάνσμπουρι, η οποία καλείται να λύσει την υπόθεση φόνου μιας κοπέλας σε μια δεξίωση, όπου ο αληθινός στόχος φέρεται να είναι μια διάσημη ηθοποιός.

Η ιδιαιτερότητα του μυστηρίου έγκειται στο ότι η Μαρπλ το λύνει πρακτικά στην απομόνωση, μαθαίνοντας τα γεγονότα από δεύτερο χέρι, από διηγήσεις (με την Λάνσμπουρι να μοιάζει όντως σε απομόνωση από το υπόλοιπο καστ, σαν τηλεταινία που γυρίστηκε υπό έκτακτες συνθήκες επειδή δεν ταίριαζε το πρόγραμμα όλων των ηθοποιών της). Το φιλμ ξεκινά εξάλλου με μια σκηνή ταινίας μέσα σε ταινία, ένα σχηματικό κινηματογραφικό whodunnit σαν αυτά τα κλασικά του Πουαρώ, με τους ύποπτους μαζεμένους σε ένα σαλόνι και έναν δαιμόνιο ντετέκτιβ που ετοιμάζεται να εξηγήσει υπεροπτικά την λύση. Η Μαρπλ μαντεύει το δολοφόνο και η ταινία μας κλείνει το μάτι και κάνει σαφείς τις διαθέσεις της, σχετικά με το πώς επιθυμεί να ανατρέψει τα κλισέ του είδους.

Η Λάνσμπουρι είναι εξαιρετική στο να υπηρετεί αυτό το σκοπό αλλά η καρδιά του φιλμ, μια ιστορία showbiz ζήλειας, απωθημένων και εξαπάτησης, παιγμένη από μια ομάδα πασίγνωστων σταρς μιας περασμένης εποχής (Ελίζαμπεθ Τέιλορ, Κιμ Νόβακ, Τόνι Κέρτις, Ροκ Χάντσον) δεν παραδίδει ένα αρκετά μεστό και συναρπαστικό μυστήριο- ούτε και φτάνει στα άκρα με την ματιά της στην βιτρίνα και τους μηχανισμούς του Χόλιγουντ. Είναι φυσικά μια διασκεδαστική ιστορία γεμάτη αναγνωρίσιμα πρόσωπα και μια τίμια δόση σασπένς, αλλά τελικά έπρεπε είναι είτε αρκετά λιγότερο, είτε αρκετά περισσότερο μεταμοντέρνα για να λειτουργήσει όπως θα ήθελε.

Οι Εραστές της Γέφυρας

*****

(“Les Amants du Pont-Neuf”, Λεό Καράξ, 2ω5λ)

Δύο νεαροί περιπλανώμενοι χωρίς στέγη συναντώνται και ερωτεύονται στην παλαιότερη γέφυρα του Παρισιού όσο είναι κλειστή για επισκευές. Εκείνος είναι ο Άλεξ (Ντενί Λαβάντ) ένας περφόρμερ εθισμένος στο αλκοόλ και τα ηρεμιστικά, εκείνη είναι η Μισέλ (Ζιλιέτ Μπινός), μια ζωγράφος που βρέθηκε στους δρόμους χάρη σε μια αποτυχημένη σχέση, και ενώ σιγά σιγά χάνει την όρασή της. Δύο χαρακτήρες εντυπωσιακά μεστοί σε σύλληψη, και ακόμα πιο μαγευτικά καθηλωτικοί σε επίπεδο ερμηνείας, με δύο σπουδαίους ηθοποιούς σε πλήρη αρμονία.

Ο Καράξ (του σπουδαίου “Holy Motors”) σε μια παλιότερη ταινία του που στην εποχή της έφτασε δυσθεώρητα επίπεδα μπάτζετ και είχε προβληματική περίοδο ανάπτυξης αλλά στο πέρασμα των χρόνων λατρεύτηκε δικαίως. Ο σκηνοθέτης τοποθετεί τις δύο κεντρικές του φιγούρες, δύο πλάσματα (και πραγματικά, μοιάζουν ως κάτι παραπάνω από απλοί άνθρωποι, είναι πλάσματα, δημιουργήματα) από διαφορετικούς κόσμους και διαφορετικές πλευρές της κοινωνίας και της ζωής, σε μια γέφυρα που ενώνει τα πάντα- ακόμη και όταν δεν λειτουργεί. Επειδή τα πάντα στον κόσμο είναι ιδέες και αισθήσεις, είναι κάτι πολύ περισσότερο από την ξερή λειτουργική τους κατάσταση.

Έτσι και το κεντρικό ζευγάρι, αφουγκράζεται τον κόσμο κι ο ένας τον άλλον με έναν τρόπο μετα-ρομαντικό. Πεταμένοι από μια κοινωνία με ελάχιστο έλεος και πολλή ανισότητα, χάνονται σε μια σχέση αλληλοεξάρτησης όπου τα πάντα μοιάζουν τεταμένα, με αποκορύφωμα την κλασική, απίστευτη σεκάνς των εορτασμών. Ο Καράξ όπως πάντα στο σινεμά του σπρώχνει τα όρια της αισθητικής υπερβολής έχοντας πάντα συναίσθηση του κατασκευάσματός του, έτσι ώστε να μην ξεφεύγει προς τον μαγικό ρεαλισμό, ούτε να πουλάει κάτι ζαχαρένιο, με ίσως μόνο φάλτσο το συζητήσιμο φινάλε. Αυτό παραμένει κι η μόνη αστοχία ενός φιλμ που σε κατακλύζει. Ενός σινεμά που εντελώς συνειδητά μιλά για την κοινωνία και τους ανθρώπους της (και άρα τους έρωτές τους) με εντελώς υπερβατικούς αισθητικούς όρους.

Keywords
Τυχαία Θέματα