Από τον Αϊλάν στη Βαλέρια: Όταν ξαναπνίγηκε ο πολιτισμός μας στο Ρίο Γκράντε

Όταν ήμουν στην ηλικία του κοριτσιού της φωτογραφίας ή λίγο μεγαλύτερη, ο μπαμπάς μου με μάθαινε μπάνιο στη θάλασσα. Με έπαιρνε μαζί του όταν κολυμπούσε και με πήγαινε στα βαθιά. Κι εγώ δε φοβόμουν γιατί ήταν ο μπαμπάς μου που ήταν δυνατός και τα ήξερε όλα και φορούσα ένα σωσίβιο σε σχήμα κύκνου και δυο κίτρινα μπρατσάκια. Η θάλασσα ήταν ήρεμη και φιλική και μπαίναμε μέσα για να τη χαρούμε όχι γιατί θέλαμε να ξεφύγουμε. Πηγαίναμε τόσο βαθιά που η στεριά φαινόταν σαν μία μακρινή γραμμή στον ορίζοντα, αλλά ήταν μία στεριά φιλόξενη στην οποία μπορούσαμε να γυρίσουμε και να ζήσουμε.

Ήξερα όταν μεγάλωνα ότι δεν ήμασταν πλούσιοι και ότι τα φέρναμε δύσκολα βόλτα. Είχαμε όμως καλοκαίρια, μπάνια στη θάλασσα, φίλους και κουμπάρους που ψαρεύανε, τομάτες από το μποστάνι και κυρίως ζούσαμε σε ειρήνη. Τον πόλεμο τον ξέραμε μόνο από τις διηγήσεις των παππούδων, την πραγματική πείνα μόνο από τη γιαγιά που όταν έκρινε ότι γινόμασταν κακομαθημένα μας έλεγε πως έτρωγαν γάτες στην Κατοχή.

Αν ο πατέρας μου όμως δεν είχε ψωμί να μας δώσει, αν στον βαρετό ειρηνικό Τύρναβο έπεφταν βόμβες, θα μας έβαζε σε μία βάρκα παρ’ όλους τους κινδύνους. Θα με έπαιρνε μαζί στην ανοιχτή θάλασσα, όχι για να διασκεδάσω στο νερό, αλλά για να με σώσει. Η μάνα μου που πάντα φοβόταν τη θάλασσα, θα ερχόταν μαζί, γιατί κανένας φόβος δεν είναι μεγαλύτερος από το φόβο του να πεινάσει ή να πεθάνει το παιδί σου.

Θα τα καταφέρναμε; Θα φτάναμε ποτέ απέναντι; Ή θα γινόμασταν μία φωτογραφία φρικτή, για να κλαίνε όσοι ακόμη έχουν ελπίδα για το ανθρώπινο είδος ή να σχολιάζουν με απονιά κάποιοι λίγο πιο τυχεροί ότι θα φταίγαμε εμείς που πεθάναμε;

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος, αν έχεις στοιχειώδη ενσυναίσθηση και στοιχειώδη λογική εδώ που τα λέμε, όταν βλέπεις τέτοιες φωτογραφίες δε σπεύδεις να κατηγορήσεις από τη βολή του σαλονιού σου το γονιό γιατί “έθεσε το παιδί του σε κίνδυνο”. Αν ακόμη τρως φασόλια από το απόθεμα που είχες αγοράσει με τα capital controls του 2015 δε δικαιούσαι δια να ομιλείς, με το συμπάθιο.

Η φωτογραφία του πατέρα που πνίγηκε αγκαλιά με την κόρη του στο Μεξικό είναι το ίδιο γροθιά στο στομάχι όσο η φωτογραφία του μικρού Αϊλαν νεκρού στις δικές μας ακτές. Την ημέρα εκείνη με πήρε ένας φίλος πατέρας δύο παιδιών με κόμπο στη φωνή. Συγκλονίστηκε διπλά γιατί το νεκρό παιδί έμοιαζε σαν να κοιμάται γαλήνια. Σκέφτηκε πως το προηγούμενο βράδυ έβαζε για ύπνο τα δικά του παιδιά. Αναρωτήθηκε εκείνος τι θα έκανε στη θέση των γονιών του Αϊλάν. Ήξερε τι θα έκανε και εκείνος στη θέση των γονιών του Αϊλάν.

Αυτή είναι η φυσιολογική ανθρώπινη αντίδραση. Τι θα έκανα εγώ στη θέση του ανθρώπου που κινδυνεύει, που δεν έχει να ταϊσει τα παιδιά του. Γιατί η ζωή έχει περίεργα αναποδογυρίσματα και κανείς δεν ξέρει εάν αύριο θα βρεθεί ξαφνικά πρόσφυγας ή μετανάστης- δεν είναι τόσα χρόνια από τότε που η Ελλάδα βρισκόταν σε πόλεμο και φτώχεια καταραμένη.

Η αλληλεγγύη δεν είναι άλλωστε μία αφηρημένη έννοια, είναι ένα εξελικτικό προτέρημα του ανθρώπινου είδους: Σήμερα σε βοηθάω εγώ, ώστε αύριο εάν χρειαστεί να με βοηθήσεις εσύ ή κάποιος άλλος. Προστατεύουμε τα παιδιά γιατί είναι ένστικτο επιβίωσης της ανθρωπότητας, προστατεύουμε τους ηλικιωμένους γιατί έχουν την εμπειρία που είναι πολύτιμη για την επιβίωση της κοινότητας.

Δεν θα μάθουμε ποτέ εάν ο Αϊλάν ή η μικρή Βαλέρια, θα έπαιζαν μπάσκετ και θα γινόντουσαν διάσημοι. Άραγε εάν ο Γιάννης Αντετοκούμπο δεν έπαιζε μπάσκετ, πόσοι από αυτούς που τώρα τον επευφημούν θα τον θεωρούσαν Έλληνα; Θα ήταν λιγότερο Έλληνας εάν ακόμη έπλενε τζάμια στα φανάρια; Παρότι τον λένε Γιάννη, παρότι αγαπά αυτή τη χώρα, παρότι νιώθει Έλληνας και είναι, γιατί η πατρίδα δεν είναι το αίμα, το DNA, η “ελληνική ψυχή” είναι εκεί που επέλεξες να ανήκεις.

Αλλά ρατσιστές είμαστε απέναντι στο φτωχό. Κανείς ποτέ δεν κατηγόρησε κανένα Σεϊχη που ήρθε στην Ελλάδα για επενδύσεις ότι ήρθε να του αλλοιώσει τον πολιτισμό.

Αν όταν βλέπετε εικόνες όπως αυτή του πατέρα με την κόρη στο Μεξικό, όπως αυτή του μικρού Αϊλάν, όπως αυτή των παιδιών των μεταναστών που επέζησαν για να πλένουν τζάμια στα φανάρια και δε συγκλονίζεται το είναι σας, ψάξτε βαθιά μέσα σας πότε στερηθήκατε ως παιδιά την αγάπη και τη συμπόνια και δεν έχετε τώρα καθόλου να δώσετε. Και αναρωτηθείτε γιατί οι ισχυροί και όσοι επιθυμούν να σας εξουσιάσουν, σας λένε να μισείτε έναν άλλο αδύναμο, για να μη σας περισσεύει οργή για εκείνους. Στην τελική, αν δεν σας νοιάζει να είστε άνθρωποι, τουλάχιστον μην είστε κορόιδα.

Keywords
Τυχαία Θέματα