Δημήτρης Σταράκης: Γλέντι στην εντατική μονάδα

«Σάλος» προκλήθηκε στην εντατική μονάδα της Λέσβου από το βίντεο που ανέβηκε στο διαδίκτυο, στο οποίο το προσωπικό της μονάδας φαίνεται να γλεντάει στις ημέρες των γιορτών. Αμέσως, τα αναθέματα έπεσαν βροχή. «Αναισθησία», «ντροπή», «αηδία» ήταν μερικά από τα σχόλια που διάβασα για το συγκεκριμένο ρεπορτάζ. Ελάχιστοι άνθρωποι όμως αναρωτήθηκαν πώς κάποιοι άνθρωποι μπορούν να βρίσκουν τον τρόπο να… ξεδίνουν όταν βρίσκονται δίπλα τους ασθενείς.

Η έκπληξη μας για τη συγκεκριμένη συμπεριφορά

του προσωπικού μιας εντατικής μονάδας προέρχεται κυρίως από το γεγονός ότι οι άνθρωποι γλεντούν και μοιάζουν να αδιαφορούν για το λεπτό τους περιβάλλον. Μα η αλήθεια είναι ότι, ακριβώς επειδή είναι άνθρωποι, οι πιεστικές συνθήκες ενός τέτοιου περιβάλλοντος παράγουν τέτοιες στιγμές, οι οποίες θα μπορούσαν να εκφραστούν εκτός του χώρου αυτού. Χωρίς όμως διέξοδο αποφόρτισης, υπό τον χειρισμό δύσκολων καταστάσεων, ο άνθρωπος αποξενώνεται από την εργασία του και χάνει ορισμένες φορές την αίσθηση των ορίων. Χωρίς την κατάλληλη υποστήριξη, το προσωπικό σε μία εντατική μονάδα βιώνει μεγάλες πιέσεις και έρχεται αντιμέτωπο με καταστάσεις ζωής και θανάτου. Χρειάζεται να έχει ασταμάτητη ετοιμότητα, να καταπνίγει τους δικούς του φόβους θανάτου και τους φόβους για την απώλεια των κοντινών του προσώπων, να μην καταρρέει μπροστά στη θέα παιδιών που δεν κατάφεραν να μείνουν στη ζωή, να επιστρέφει στο σπίτι του και να αντικρίζει τα δικά του παιδιά με τους απωθημένους φόβους από τον χώρο της εντατικής και να ανακτά δυνάμεις, προκειμένου να τα φέρει και πάλι εις πέρας την επόμενη μέρα.

Στο βίντεο ακούμε τη φράση: «αν έρθει κανένας θα πούμε έχουμε ασθενή». Στο άκουσμα μιας τέτοιας φράσης, ο κοινός νους, δηλαδή ο νους που έχουμε όλες και όλοι κατά την καθημερινή μας ζωή, σοκάρεται. Ελάχιστοι θα κοντοσταθούν για λίγο, προκειμένου να σκεφτούν ότι η φράση αυτή δεν είναι κυριολεκτική, αλλά ένα λεκτικό «ξέσπασμα», μερικές φορές αναγκαίο για να βρει η πίεση μία βαλβίδα εκτόνωσης.

Το 1947, ψυχαναλυτής Ντόναλντ Γουίνικοτ δημοσίευσε ένα άρθρο για το μίσος που ένιωθε με ορισμένους από τους ασθενείς του. Η αναγνώριση του μίσους, έλεγε εκεί ο πρωτοπόρος βρετανός, τον είχε βοηθήσει να θεραπεύσει ή να βοηθήσει αποτελεσματικότερα τους ασθενείς του. Δεν υπονοώ εδώ σε μία ευθεία αναλογία ότι οι εργαζόμενοι στην εντατική μονάδα της Λέσβου μισούν τους ασθενείς τους. Χρησιμοποιώ αυτό το παράδειγμα για να δείξω ότι, κάτω από έντονα πιεστικές για τον ψυχισμό συνθήκες, οι άνθρωποι που εργάζονται σε αυτές χρειάζονται ελεγχόμενα πλαίσια, όπως είναι η υποστήριξη από ένα ψυχοθεραπευτή, προκειμένου να αναγνωρίσουν την αρνητική διάθεση, την κόπωση που φτάνει στα όρια της (ψυχικής και σωματικής) εξουθένωσης, ακόμα και την απέχθεια που μπορεί να αισθανθούν για την εργασία τους. Στην Ελλάδα όμως, το να μιλά κανείς σε έναν ψυχαναλυτή/ψυχολόγο/ψυχίατρο αποτελεί ακόμα ταμπού ή ακόμη και κάτι άνευ σημασία, τόσο για την κεντρική εξουσία, όσο και για ένα μεγάλο μέρος των πολιτών.

Έτσι, οι άνθρωποι σε τέτοιες δομές αφήνονται να χειρίζονται μόνοι τους τις πιεστικές και σε στιγμές αφόρητες συνθήκες, οι οποίες τους ξυπνούν θεμελιώδη για τον εαυτό τους άγχη, με αποτέλεσμα να διώχνουν τη φόρτιση με τρόπους, οι οποίοι ενίοτε σοκάρουν. Έτσι φρονώ ότι δε φρέναρε το γλέντι στην εντατική της Λέσβου.

Πηγή φωτογραφίας: lesvosnews.net

Keywords
Τυχαία Θέματα