Κομισιόν: Θετική αξιολόγηση του Μεσοπρόθεσμου - Σκιά το στεγαστικό και το δημογραφικό

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έδωσε το «πράσινο φως» στο Μεσοπρόθεσμο Διαρθρωτικό και Δημοσιονομικό Σχέδιο 2025–2028 της Ελλάδας, αναγνωρίζοντας την πρόοδο της χώρας σε επίπεδο ανάπτυξης, δημοσιονομικής πειθαρχίας και μεταρρυθμιστικής συνέπειας όπως αποτυπώνετα στο εαρινό πακέτο Ευρωπαϊκού Εξαμήνου.

Ωστόσο, πίσω από τη θετική μακροοικονομική εικόνα, παραμένουν σοβαρές διαθρωτικές προκλήσεις. Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί το στεγαστικο, με την Επιτροπή να εκτιμά ότι οι τιμές των ακινήτων είναι υπερεκτιμημένες κατά περίπου 20%. Επίσης, η άνοδος των ενοικίων και του ενεργειακού κόστους επιτείνει τη στεγαστική και ενεργειακή φτώχεια.

Εκτός διαδικασίας υπεβολικού ελλείμματος

Σύμφωνα με την Κομισιόν χώρα μας βρίσκεται εκτός διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος.

Η Επιτροπή αξιολόγησε την πρόοδο στην εφαρμογή των μεσοπρόθεσμων σχεδίων 18 κρατών μελών. Όπως προέκυψε 12 κράτη μέλη (Αυστρία, Βουλγαρία, Κροατία, Τσεχία, Δανία, Εσθονία, Φινλανδία, Ελλάδα, Λετονία, Λιθουανία, Σλοβενία, Σουηδία) εκτιμάται ότι συμμορφώνονται με τη συνιστώμενη μέγιστη αύξηση των καθαρών δαπανών, λαμβανομένης υπόψη της ευελιξίας βάσει της εθνικής ρήτρας διαφυγής, κατά περίπτωση.

Όσον αφορά στην ενεργοποίηση της εθνικής ρήτρας διαφυγής στο πλαίσιο του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης μέχρι τώρα, 16 κράτη μέλη έχουν ζητήσει την ενεργοποίησή της για τα θέματα ασφάλειας. Πρόκειται για την Ελλάδα, το Βέλγιο, τη Βουλγαρία, την Τσεχία, τη Δανία, τη Γερμανία, την Εσθονία, την Κροατία, τη Λετονία και τη Λιθουανία, Ουγγαρία, Πολωνία, Πορτογαλία, Σλοβενία, Σλοβακία και Φινλανδία.

Η ευελιξία βάσει της εθνικής ρήτρας διαφυγής επιτρέπει αποκλίσεις από τη συνιστώμενη μέγιστη αύξηση των καθαρών δαπανών έως και 1,5% του ΑΕΠ κατά την περίοδο 2025-2028.

«Αυτό θα οδηγήσει σε ταχεία αύξηση των αμυντικών δαπανών, επιτρέποντας σε αυτά τα κράτη μέλη να παρεκκλίνουν προσωρινά από τις συνήθεις δημοσιονομικές απαιτήσεις κατά τα επόμενα έτη», είπε ο Επίτροπος Βάλντις Ντομπρόφσκις, αναφερόμενος και στην Ελλάδα.

Ωστόσο η Κομισιόν εντόπισε και την ύπαρξη μακροοικονομικών ανισορροπιών σε 10 κράτη μέλη.

Σύμφωνα με την αξιολόγηση της Επιτροπής, η Ελλάδα, η Ουγγαρία, η Ιταλία, η Ολλανδία, η Σλοβακία και η Σουηδία εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν μακροοικονομικές ανισορροπίες, καθώς οι ευπάθειές τους παραμένουν συνολικά σημαντικές.

Πλεόνασμα 1,7% του ΑΕΠ

Πιο αναλυτικά στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, η Επιτροπή επισήμανε ότι η Ελλάδα το 2024 πέτυχε πλεόνασμα 1,7% του ΑΕΠ, έναντι ελλείμματος 0,7% το 2023, ενώ η μείωση του δημόσιου χρέους κατά 10,3 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ καταγράφεται ως η πιο θεαματική στην ΕΕ. Οι επιδόσεις αυτές αποδίδονται στη σταθερή ανάπτυξη (ΑΕΠ +2,3%), την αυξημένη φορολογική συμμόρφωση, την αναθέρμανση του τουρισμού και την ώθηση των επενδύσεων μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης. 

Ρεκόρ στο Έλλειμμα του ισοζυγίου

Όσον αφορά στο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών παραμένει σε επίπεδα-ρεκόρ (6,4% του ΑΕΠ), η καθαρή διεθνής επενδυτική θέση της Ελλάδας είναι η πιο αρνητική στην ΕΕ και η ανεργία, παρότι μειούμενη, διατηρείται στο υψηλό 9,5%. Επιπλέον, το βάρος των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ιδίως εκείνων που διαχειρίζονται εταιρείες–servicers) συνεχίζει να πλήττει τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, υπονομεύοντας την ανακύκλωση κεφαλαίων.

Στεγαστικό

Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί η κατάσταση στη στέγαση, με τις τιμές ακινήτων να έχουν αυξηθεί κατά σχεδόν 50% από το 2015 και με ετήσιο ρυθμό +9,3% μεταξύ 2020–2024. Η Επιτροπή εκτιμά ότι οι τιμές είναι υπερεκτιμημένες κατά περίπου 20%, ενώ η αύξηση των ενοικίων και το υψηλό κόστος ενέργειας επιδεινώνουν τη στεγαστική και ενεργειακή φτώχεια. Το 19% των πολιτών δεν μπορεί να θερμάνει επαρκώς την κατοικία του και το 32% καθυστερεί λογαριασμούς κοινής ωφελείας – ποσοστά υπερδιπλάσια του ευρωπαϊκού μέσου όρου.

Απασχόληση

Η ελληνική αγορά εργασίας συνέχισε να βελτιώνεται το 2024, με την απασχόληση να αυξάνεται κατά σχεδόν 82.000 θέσεις εργασίας (+2%), κυρίως στους τομείς του εμπορίου, των μεταφορών και του τουρισμού. Ωστόσο, το ποσοστό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό παραμένει χαμηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ, υποδεικνύοντας ότι υπάρχουν ακόμη σημαντικά ανεκμετάλλευτα αποθέματα εργασίας. Η ανεργία μειώθηκε στο 9,5% στο τέλος του 2024 — το χαμηλότερο ποσοστό από το 2009 — αλλά εξακολουθεί να είναι κατά πολύ υψηλότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 5,7%.

Γυναίκες και νέοι συνεχίζουν να πλήττονται δυσανάλογα από την ανεργία, ενώ την ίδια στιγμή αρκετοί τομείς, όπως ο τουρισμός, αντιμετωπίζουν ελλείψεις εργατικού δυναμικού. Οι διαρθρωτικές προκλήσεις της αγοράς εργασίας παραμένουν έντονες: αναντιστοιχία δεξιοτήτων, ανεπαρκείς ακόμη υπηρεσίες φροντίδας παιδιών και ηλικιωμένων, και περιορισμένη γεωγραφική κινητικότητα εμποδίζουν τη δυναμική απορρόφηση εργατικού δυναμικού και την αξιοποίηση του ανθρώπινου κεφαλαίου.

Παραγωγικότητα: ο αδύναμος κρίκος της ελληνικής οικονομίας

Παρά τη σταθερή αναπτυξιακή πορεία από το 2021 και μετά, η παραγωγικότητα εργασίας στην Ελλάδα παραμένει καθηλωμένη και δεν συγκλίνει με την υπόλοιπη ΕΕ. Σύμφωνα με τα στοιχεία του 2024, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης ήταν μόλις στο 70% του ευρωπαϊκού μέσου όρου — το δεύτερο χαμηλότερο στην Ένωση. Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι ότι η παραγωγικότητα ανά ώρα εργασίας βρισκόταν στο 56,2% του μέσου όρου της ΕΕ — η χαμηλότερη επίδοση στην Ένωση. Αυτά τα μεγέθη αντανακλούν ένα διαρθρωτικό πρόβλημα που περιορίζει τις μακροπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης, ιδίως υπό το φως της ταχείας γήρανσης του πληθυσμού και της μείωσης του λόγου ατόμων σε ηλικία εργασίας προς τον συνολικό πληθυσμό.

Δημογραφικό

Το δημογραφικό αποτελεί μία από τις πιο σοβαρές και διαρκείς προκλήσεις για την Ελλάδα, με δυνητικά καθοριστικές επιπτώσεις στην οικονομική ανάπτυξη, το ασφαλιστικό σύστημα και την κοινωνική συνοχή, τονίζει η έκθεση.

Η χώρα, έχει καταγράψει καθαρή απώλεια πληθυσμού σχεδόν 500.000 κατοίκων από το 2014, ενώ οι γεννήσεις μειώθηκαν σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα (71.000 το 2023 έναντι άνω των 100.000 το 2012). Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει συρρίκνωση του πληθυσμού κατά 25% έως το 2070, μία από τις μεγαλύτερες στην ΕΕ.

Η μείωση του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας επιβαρύνει τη δυνητική ανάπτυξη και τη βιωσιμότητα του συνταξιοδοτικού συστήματος. Αν και έχουν αναληφθεί πρωτοβουλίες, όπως η εκπόνηση εθνικού σχεδίου δράσης για τη δημογραφία και η πλατφόρμα Rebrain Greece για την επανασύνδεση Ελλήνων του εξωτερικού με την εγχώρια αγορά εργασίας, δομικές αδυναμίες (όπως οι καθυστερήσεις απονομής συντάξεων στους Έλληνες του εξωτερικού) συνεχίζουν να υπονομεύουν την αποτελεσματικότητα των προσπαθειών.

Η αντιμετώπιση της δημογραφικής κρίσης απαιτεί ολοκληρωμένη στρατηγική, που θα συνδέει την οικογενειακή πολιτική με την εργασία, την περιφερειακή ανάπτυξη και την ανάσχεση του brain drain τονίζεται στην έκθεση.

Κίνδυνος φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού για τα παιδιά

Ο κίνδυνος φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού για τα παιδιά στην Ελλάδα παραμένει σημαντικά υψηλός, με ποσοστό 27,9% το 2024, έναντι μέσου όρου 24,2% στην ΕΕ. Επιπλέον, το 13,9% των παιδιών βιώνει σοβαρή υλική και κοινωνική στέρηση, ποσοστό σχεδόν διπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου (7,9%). Οι δείκτες αυτοί επηρεάζουν αρνητικά την πρόσβαση των παιδιών σε εκπαίδευση, υγειονομική φροντίδα και κοινωνικές υπηρεσίες. Η Ελλάδα έχει θέσει στόχο τη μείωση κατά 6,6 ποσοστιαίες μονάδες έως το 2030, σε σύγκριση με το 31,2% του 2019.

Εκπαιδευτικό έλλειμμα: Ανησυχητικά ποσοστά αδυναμίας στις βασικές δεξιότητες

Η Ελλάδα, συνεχίζει η έκθεση, αντιμετωπίζει σοβαρές εκπαιδευτικές αδυναμίες, καθώς μεγάλο ποσοστό μαθητών δεν επιτυγχάνει το ελάχιστο επίπεδο επάρκειας σε βασικές δεξιότητες. Σύμφωνα με την αξιολόγηση PISA 2022 του ΟΟΣΑ, το 47,2% των 15χρονων μαθητών υστερεί στα μαθηματικά, το 37,6% στην κατανόηση κειμένου και το 37,3% στις φυσικές επιστήμες — ποσοστά που συγκαταλέγονται στα υψηλότερα της ΕΕ, και ξεπερνούν σημαντικά τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους (29,5%, 26,2% και 24,2% αντίστοιχα).

Τα στοιχεία αυτά, σε συνδυασμό με τη μείωση του μαθητικού πληθυσμού και τις σημαντικές αναντιστοιχίες δεξιοτήτων στην αγορά εργασίας, εγείρουν σοβαρούς προβληματισμούς για την επάρκεια του μελλοντικού ανθρώπινου δυναμικού της χώρας και την προσαρμοστικότητά του στις τεχνολογικές και πράσινες μεταβάσεις.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απευθύνει προς την Ελλάδα μια σειρά από στοχευμένες συστάσεις πολιτικής, με σκοπό την ενίσχυση της ανθεκτικότητας και της βιώσιμης ανάπτυξης. Μεταξύ άλλων, προτείνει την αύξηση της συμμετοχής στη διά βίου μάθηση για την αντιμετώπιση του χάσματος δεξιοτήτων, την αναβάθμιση της προσχολικής εκπαίδευσης και την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, την ενίσχυση των δημόσιων επενδύσεων στην ενεργειακή απόδοση κατοικιών, καθώς και τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας του κοινωνικού κράτους. Παράλληλα, τονίζει την ανάγκη για στήριξη των ΜμΕ ώστε να γίνουν πιο ανταγωνιστικές, την καταπολέμηση της παιδικής φτώχειας και την αντιμετώπιση των περιφερειακών ανισοτήτων. Οι παρεμβάσεις αυτές κρίνονται καίριες για τη διατηρήσιμη ανάπτυξη και τη σύγκλιση του βιοτικού επιπέδου με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Keywords