Αlpha Bank: Η φορολογία φρενάρει τον τουρισμό

Της Στεφανίας Σούκη

Παρά τα ρεκόρ των τελευταίων ετών, ο ελληνικός τουρισμός έχει ακόμη σημαντικά περιθώρια ανόδου αφού οι πληρότητες στα ελληνικά ξενοδοχεία υπολείπονται των αριθμών πρίν την κρίση, ενώ περαιτέρω περιθώρια υπάρχουν και για την είσοδο κι άλλων μεγάλων «παικτών».

Ωστόσο, η υπερφορολόγηση είναι αυτή την στιγμή η μεγαλύτερη πρόκληση που έχει να αντιμετωπίσει ο κλάδος, που κινδυνεύει να απωλέσει την ανταγωνιστικότητά του, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη ότι οι συντελεστές ΦΠΑ στον κλάδο των καταλυμάτων στην Ελλάδα

είναι αισθητά υψηλότερος έναντι των ανταγωνιστών της, την ίδια στιγμή που στην Ε.Ε., 18 από τα κράτη-μέλη εφαρμόζουν συντελεστή ΦΠΑ χαμηλότερο ή ίσο με 10%.

Αυτό είναι ένα απο τα βασικά συμπεράσματα της ανάλυσης της Alpha Bank για τον ξενοδοχειακό κλάδο, όπου, όπως αναφέρεται, η πληρότητα των κλινών σε ξενοδοχεία, στο διάστημα 2013-2017, αυξήθηκε από 45,2% το 2013 σε 52,8% το 2017, μετά την υποχώρησή τους το 2007-2012, αν και δεν έφθασε τα προ κρίσεως επίπεδα. Οσον αφορά τη φορολογία, στη χώρα μας, ως γνωστόν, από την 1/10/2015 ισχύει ο νέος ΦΠΑ στα ξενοδοχεία (13% από 6%), συντελεστές που εφαρμόζονται πλέον σε όλη τη χώρα, ενώ παραμένουν στον μειωμένο κατά 30% συντελεστή ΦΠΑ μέχρι την 31/12/2018 τα νησιά Λέρος, Λέσβος, Κως, Σάμος και Χίος τα οποία υποδέχονται μεγάλα ρεύματα μεταναστών.

«Η μεγαλύτερη πρόκληση που έχει να αντιμετωπίσει ο εν λόγω κλάδος είναι η αρνητική επίδραση από τον υψηλό φορολογικό συντελεστή στις υπηρεσίες ξενοδοχείων και καταλυμάτων. Η επιβολή του υψηλότερου φορολογικού συντελεστή είχε ως αποτέλεσμα τη μετακύλιση μικρού μέρους της επιβαρύνσεως στους καταναλωτές λόγω της έκθεσης στον διεθνή ανταγωνισμό, όπως αποτυπώνεται στην πορεία του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή στα ξενοδοχεία», αναφέρει η ανάλυση της τράπεζας, προσθέτοντας ότι συγκριτικά με τις κύριες ανταγωνίστριες χώρες στον τουρισμό, στην Ελλάδα ο ΦΠΑ στον κλάδο των καταλυμάτων είναι αισθητά υψηλότερος. «Τούτο στερεί από τη χώρα μας ένα μέρος του ανταγωνιστικού της πλεονεκτήματος ως τουριστικού προορισμού που είναι αμφίβολο αν μπορεί μεσοπρόθεσμα να αντισταθμισθεί από άλλα συγκριτικά πλεονεκτήματα που διαθέτει η χώρα. Συγκεκριμένα, στην ΕΕ-28, τα 25 από τα 28 κράτη-μέλη εφαρμόζουν μειωμένο συντελεστή ΦΠΑ στον ξενοδοχειακό κλάδο, ενώ τα 18 κράτη-μέλη εφαρμόζουν συντελεστή ΦΠΑ χαμηλότερο ή ίσο με 10%».

Η εφαρμογή φορολογικής πολιτικής ευνοϊκής προς τις επιχειρήσεις του ξενοδοχειακού κλάδου είναι απαραίτητη προκειμένου:
• Να διατηρηθεί η ανταγωνιστικότητα των ξενοδοχείων τόσο σε επίπεδο τιμών όσο και σε επίπεδο ποιότητας των προσφερόμενων υπηρεσιών,
• να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας στον ξενοδοχειακό κλάδο αλλά και σε άλλους κλάδους που συνδέονται με τον ξενοδοχειακό,
• να πραγματοποιηθούν επενδύσεις που θα βελτιώσουν την ποιότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών,
• να αντιμετωπισθεί ο ανταγωνισμός από την οικονομία του διαμοιρασμού, δηλαδή διαδικτυακοί ιστότοποι βραχυχρόνιας μισθώσεως κατοικιών (π.χ. Airbnb),
• να μειωθούν οι τιμές των ξενοδοχειακών υπηρεσιών και
• να αντιμετωπισθεί η εποχικότητα ώστε να μην λειτουργούν τα ξενοδοχεία κυρίως την περίοδο υψηλής τουριστικής κινήσεως (κίνητρο να λειτουργούν κυρίως τους θερινούς μήνες, όταν οι τιμές είναι υψηλότερες, άρα και τα έσοδα).

Τέσσερα συγκριτικά πλεονεκτήματα

Ο εγχώριος ξενοδοχειακός κλάδος εκτιμάται ότι θα επωφεληθεί από την ανάπτυξη του παγκόσμιου τουρισμού τα επόμενα έτη, αφού η Ελλάδα δύναται να αυξήσει το μερίδιό της στις τουριστικές αφίξεις από το εξωτερικό. Παράλληλα, η χώρα μας διαθέτει ένα ελκυστικό τουριστικό προϊόν, καθώς διαθέτει γεωγραφική, πολιτιστική και ιστορική υπεροχή έναντι των ανταγωνιστριών χωρών, ενώ έχει εκσυγχρονισθεί η ξενοδοχειακή υποδομή και έχει σημειωθεί αναβάθμισή της μέσω της εισόδου ξενοδοχειακών ομίλων του εξωτερικού με ισχυρό brand name.

Το τελευταίο χρονικό διάστημα υπάρχει έντονο ενδιαφέρον για νέες επενδύσεις με σκοπό την αναβάθμιση και επέκταση του ξενοδοχειακού δυναμικού της χώρας, όχι μόνον από Έλληνες επιχειρηματίες αλλά και από διεθνείς ξενοδοχειακές αλυσίδες, οι οποίες δείχνουν την εμπιστοσύνη τους στον ελληνικό τουρισμό και τις μελλοντικές του προοπτικές.

Τα βασικά συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας μας ως τουριστικού προορισμού είναι τα εξής:
1. Η θεώρηση της Ελλάδος ως ασφαλούς τουριστικού προορισμού, σε σύγκριση με τις γειτονικές χώρες στις οποίες σημειώθηκαν σχετικά πρόσφατα γεωπολιτικές αναταραχές (Τουρκία, Αίγυπτος) με συνέπεια να προκύπτει επιπλέον όφελος από την επίδραση υποκατάστασης (επιλογή Ελλάδας έναντι άλλης χώρας ως τουριστικού προορισμού).
2. Η παροχή υψηλού επιπέδου ξενοδοχειακών υπηρεσιών, ιδιαίτερα μετά την αναβάθμιση των εγκαταστάσεων και καταλυμάτων από την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων το 2004.
3. Η αυξημένη διεθνής ανταγωνιστικότητα σε επίπεδο τιμών της ελληνικής οικονομίας, η οποία προκύπτει κυρίως από το χαμηλό κόστος εργασίας.
4. Η βελτίωση των υποδομών στους τομείς των μεταφορών και των επικοινωνιών, που συνέβαλαν στην αναβάθμιση πολλών περιοχών της χώρας όσον αφορά στην ανάδειξή τους ως περιοχές προσφοράς τουριστικών υπηρεσιών.

Σημειώνεται εδώ ότι είναι σταθερή η ποιοτική αναβάθμιση του ξενοδοχειακού δυναμικού της χώρας από το 2004 έως σήμερα. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό καθώς, ιδιαίτερα μέσω των μονάδων 5 αστέρων που προσφέρουν υπηρεσίες υψηλού επιπέδου, επιτυγχάνεται μεγάλη προβολή της χώρας μας στο εξωτερικό, ενώ και τα έσοδα είναι σχετικά υψηλά.

Τα ξενοδοχεία 5 αστέρων υπερτριπλασιάσθηκαν από το 2004 και ανήλθαν σε 5,1% το 2017 του συνόλου των ξενοδοχείων, έναντι 1,6% το 2004. Συνολικά, τα ξενοδοχεία 5 αστέρων, 4 αστέρων και 3 αστέρων αποτελούσαν το 46,0% του συνόλου των ξενοδοχείων το 2017 από 30,3% το 2004.
Συνολικά, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το 2017 λειτούργησαν στην Ελλάδα 9.783 ξενοδοχειακές μονάδες έναντι 8.899 μονάδων το 2004, σημειώνοντας αύξηση 9,9%.

Η εντυπωσιακή επίδοση των διεθνών τουριστικών αφίξεων στη χώρα μας που καταγράφηκε το 2017 αναμένεται να έχει θετική επίδραση στα έσοδα των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων, τα οποία σύμφωνα με εκτιμήσεις της εταιρείας ICAP, σημείωσαν άνοδο άνω του 3% το 2017 σε σχέση με το 2016, ενώ για την τριετία 2018-2020 προβλέπεται μέσος ετήσιος ρυθμός αυξήσεως περί το 3,5%.

Αναφορικά με τον βαθμό συγκεντρώσεως της αγοράς του ξενοδοχειακού κλάδου, οι πέντε μεγαλύτεροι ξενοδοχειακοί όμιλοι πραγματοποίησαν περί το 12% του κύκλου εργασιών των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων το 2016, ενώ αντίστοιχα οι 10 μεγαλύτεροι ξενοδοχειακοί όμιλοι συγκέντρωσαν περί το 18% (υπολογισμοί ICAP). Η αγορά θεωρείται ιδιαίτερα ανταγωνιστική αφού τα ανωτέρω ποσοστά δεν θεωρούνται υψηλά ενώ κάθε όμιλος ξεχωριστά κατέχει μικρό σχετικά μερίδιο αγοράς σε όρους κύκλου εργασιών (ίσο ή χαμηλότερο του 4%).

Keywords
Τυχαία Θέματα