Τα θαύματα, τα φαντάσματα, ο Θεός

Ποιος έφτιαξε το σύμπαν; Ο Θεός. Ποιος δημιούργησε τους νόμους της φυσικής; Ο Θεός. Kαι ποιος αποδεικνύει την ύπαρξη του Θεού; Η επιστήμη! Ο Ντάουθατ ζητάει (ακριβέστερα: απαιτεί) από τους αναγνώστες του να πιστέψουν όχι επειδή η θρησκεία είναι χρήσιμη ή, έστω βολική, αλλά επειδή είναι αληθινή. Kι όχι μόνο είναι αληθινή, αλλά απορρέει από την κοινή λογική. Η πρόοδος της επιστήμης, ισχυρίζεται, έχει δείξει ότι είναι πιο κοντά στην αλήθεια οι θρησκευτικές προσεγγίσεις απ’ ό,τι οι κοσμικές.

Μέχρι σήμερα έχουν υπάρξει δύο σχολές που προσπαθούν να αποδείξουν την ύπαρξη του Θεού με βάση τη λογική, γράφει ο Τζόσουα Ρόθμαν στον New Yorker. Η μία έχει ονομαστεί «O Θεός των κενών»: τα κενά που αφήνει η επιστημονική γνώση αποτελούν ενδείξεις της ύπαρξης του Θεού. Το κακό είναι ότι αυτά τα κενά συρρικνώνονται διαρκώς. Η άλλη προσέγγιση είναι πιο αφηρημένη: η θρησκεία δεν αποτελεί ένα σύνολο πεποιθήσεων που μπορεί να αποδειχθούν ή να διαψευστούν, αλλά μια σειρά από πρακτικές που χαρακτηρίζονται από σιωπή, συστολή ή δέος και μας φέρνουν πιο κοντά σε μια θεότητα που δεν μπορούμε πραγματικά να περιγράψουμε. Για τον Λουθηρανό θεολόγο Πολ Τίλιτς, η αντίληψη ότι ο Θεός είναι μια οντότητα ανάμεσα στις άλλες δημιουργεί τις συνθήκες για την καταστροφή οποιασδήποτε ουσιαστικής ιδέας γι’ αυτόν.

Ο Ντάουθατ απορρίπτει και τις δύο αυτές οπτικές. Οπως γράφει στο βιβλίο του «Believe: Why Everyone Should Be Religious», η πρόβλεψη του φιλοσόφου Ντέιβιντ Χιουμ ότι όσο πιο επιστημονικός γίνεται ο κόσμος τόσο λιγότερες θα είναι οι μεταφυσικές εμπειρίες των ανθρώπων, διαψεύστηκε. Ενας στους τρεις Αμερικανούς βεβαιώνει σήμερα ότι έχει υποβληθεί άμεσα ή έμμεσα σε μια θαυματουργή θεραπεία. Τέσσερις στους δέκα πιστεύουν ότι οι νεκροί μπορούν να επικοινωνήσουν με τους ζωντανούς. Τα θαύματα, τα φαντάσματα, οι επισκέψεις των δαιμόνων, αποτελούν απολύτως βάσιμες μεταφυσικές εμπειρίες. Κι αν δεν τις έχουμε ζήσει εμείς οι ίδιοι, τις έχουν ζήσει άνθρωποι γύρω μας. Η μητέρα του συγγραφέα, για παράδειγμα, έβρισκε ανακούφιση στη χρόνια ασθένεια που τη βασάνιζε μετέχοντας σε εκκλησιαστικές συναντήσεις όπου οι άνθρωποι έπεφταν στο πάτωμα και κατέφευγαν στη γλωσσολαλιά.

Ο Ντάουθατ επικαλείται τη «λεπτή ρύθμιση» (fine tuning), την ιδέα δηλαδή ότι αν οι φυσικοί νόμοι ήταν έστω και ελάχιστα διαφορετικοί, η ζωή στο σύμπαν θα ήταν αδύνατη. Και ποιος είναι υπεύθυνος γι’ αυτή τη ρύθμιση; Ο Θεός, φυσικά! Οπως επισημαίνει βέβαια ο κριτικός του New Yorker, ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι το σύμπαν κέρδισε ένα είδος λαχείου της φυσικής, αυτό δεν σημαίνει ότι ήταν πλασμένο για να το κερδίσει. Το γεγονός ότι μια τυχαία διαδικασία έχει ένα αποτέλεσμα δεν την καθιστά λιγότερο τυχαία.

Ο κριτικός του Economist είναι πολύ πιο αυστηρός με το βιβλίο. Μεγάλοι διανοητές όπως ο Αγιος Αυγουστίνος, ο Αγιος Θωμάς ο Ακινάτης ή ο Τόμας Μάλθους – σημειώνει – αναρωτιόντουσαν πώς συμβιβάζεται η ιδέα ενός καλού και παντοδύναμου Θεού με την ύπαρξη του κακού. Αλλά ο Ντάουθατ θεωρεί γελοίο αυτόν τον προβληματισμό. Κατά την όχι και τόσο χριστιανική άποψή του, άνθρωποι σαν τον Ρίτσαρντ Ντόκινς «κρώζουν». Η εγκατάλειψη των οργανωμένων θρησκειών, γράφει, αποτελεί «το μεγάλο λάθος του σύγχρονου κόσμου». Και όχι ο Α’ ή ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος – αναρωτιέται το βρετανικό περιοδικό με το γνωστό του φλέγμα – ούτε τα πυρηνικά όπλα, ούτε καν τα παντελόνια ορειβασίας χωρίς φερμουάρ;

Το να διαβάζεις το βιβλίο του Ντάουθατ, καταλήγει ο Economist, είναι σαν να έχει στριμώξει ένας χριστιανός σε ένα πάρτι, με σκοπό να κατακτήσει όχι μόνο την προσοχή σου, αλλά και την ψυχή σου. O συγκεκριμένος χριστιανός ίσως να ανησυχεί επειδή δίπλα στις έρευνες που δείχνουν ότι όλο και περισσότεροι Αμερικανοί πιστεύουν στη μεταφυσική, υπάρχουν και οι έρευνες που αποκαλύπτουν την απομάκρυνση των Αμερικανών από την εκκλησία: μόλις το 62% των Αμερικανών δήλωναν πέρυσι χριστιανοί, μια πτώση κατά εννιά ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2014.

Σε τελευταία ανάλυση, η θρησκευτική πίστη διακρίνεται από μια αντίφαση. Οπως λέει ο Ντόκινς, όταν δεν κρώζει, «είμαστε όλοι άθεοι σε σχέση με τους περισσότερους από τους θεούς στους οποίους έχει πιστέψει διαχρονικά η ανθρωπότητα. Απλώς μερικοί από εμάς πηγαίνουμε έναν θεό παραπέρα».

Ρος Ντάουθατ (1979 – )

Μέχρι τότε

Η συγκίνηση με τα θεία δεν πρέπει να συγχέεται με την πίστη. Και μη πιστοί θα ψάλουν απόψε τα υπέροχα εγκώμια του Επιταφίου. «Κι εγώ αγαπώ τον Αλιόσα στους Αδελφούς Καραμάζοφ», γράφει ο κριτικός του New Yorker. Αλλά από το σημείο αυτό μέχρι να ασπαστείς μια θρησκεία (κατά προτίμηση γνωστή) επειδή κάποιοι άνθρωποι δηλώνουν ότι βίωσαν θρησκευτικές εμπειρίες, υπάρχει μια απόσταση. «Μπορεί να είσαι σίγουρος ότι τίποτα, απολύτως τίποτα, δεν σε περιμένει μετά τον θάνατό σου και μια μέρα να γυρίσεις από ένα κρίσιμο χειρουργείο μεταμορφωμένος», σημειώνει ο Ντάουθατ στο βιβλίο του. Μπορεί. Αλλά μέχρι τότε ένας άθεος ή αγνωστικιστής χρειάζεται, για να μεταπειστεί, ισχυρότερα επιχειρήματα από αυτό που διατύπωσε η συγγραφέας Αγιάν Χίρσι Αλι, πρώην μουσουλμάνα, στη συνέχεια άθεη και σήμερα χριστιανή: «Η ζωή χωρίς κάποια πνευματική παρηγοριά ήταν αφόρητη».

Keywords