Ο Φραγκίσκος, ο Φελίνι, ο Ντοστογέφσκι

Τον Σεπτέμβριο του 2013 η ιησουιτική επιθεώρηση «America» δημοσίευσε μια μεγάλη συνέντευξη του Πάπα Φραγκίσκου, την οποία πήρε – σε τρεις συναντήσεις τους στη Ρώμη – ο π. Αντόνιο Σπαντάρο, αρχισυντάκτης της «La Civiltà Cattolica». Εκεί, ανάμεσα σε άλλες εκμυστηρεύσεις για την παιδική ηλικία και τη «θητεία» του στον ιησουιτισμό, ο Φραγκίσκος αποκάλυπτε και λεπτομέρειες για τη διαχρονική σχέση του με την κλασική μουσική και την όπερα, τον κινηματογράφο και τη λογοτεχνία. Λεπτομέρειες που πέρασαν και στην αυτοβιογραφία του με τίτλο «Ελπίδα» (στα ελληνικά από τις εκδ. Gutenberg σε μετάφραση Αννας Παπασταύρου). Από αυτές τις δύο πηγές αντλούμε στοιχεία για τη σχέση του με την τέχνη.

Λογοτεχνία

Θυμόταν πάντα τα ποιήματα του Χέλντερλιν ξεχωρίζοντας εκείνο που ο γερμανός ποιητής είχε γράψει για τα 72α γενέθλια της γιαγιάς του καταλήγοντας στον στίχο: «Μακάρι ο άντρας να κρατήσει ό,τι το παιδί έχει υποσχεθεί». «Εντυπωσιάστηκα γιατί αγαπούσα τη γιαγιά μου Ρόζα και σ’ αυτό το ποίημα ο Χέλντερλιν συγκρίνει τη γιαγιά του με την Παναγία, που γέννησε τον Ιησού, τον φίλο των ανθρώπων, και δεν θεωρούσε κανέναν ξένο», έλεγε ο Φραγκίσκος στη συνέντευξη του 2013. Ανέφερε επίσης τον άγγλο ποιητή Τζέραλντ Μάνλεϊ Χόπκινς (1844-1889) και τους «Αρραβωνιασμένους» του Αλεσάντρο Μαντσόνι, το αριστουργηματικό έπος στην ισπανοκρατούμενη Λομβαρδία του 17ου αιώνα, το οποίο είχε διαβάσει τρεις φορές μέχρι τότε (με την ευκαιρία, θα άξιζε να αναζητήσει ο σημερινός αναγνώστης την παλιά έκδοση της Εστίας). Ο Ντοστογέφσκι ήταν ένας κόσμος χωριστά: «Αγάπησα πολύ τον Ντοστογέφσκι, από μικρός… Στον θρησκευτικό κόσμο του, η μοίρα των ηρώων παίζεται στη συμμετοχή τους στον λαό ή στην απομόνωσή τους από αυτόν. Και το θεμελιώδες στοιχείο που δίνει ταυτότητα στον λαό είναι το Ευαγγέλιο. “Το πιστεύω μου είναι πολύ απλό”, θα πει παράδοξα ο συγγραφέας σ’ ένα γράμμα του. “Πιστεύω ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο ωραίο, πιο βαθύ, πιο αγαπητό, πιο λογικό και πιο τέλειο από τον Χριστό· και μάλιστα, όχι απλώς δεν υπάρχει, αλλά λέω μέσα μου, με ζηλιάρικη αγάπη, ότι δεν μπορεί να υπάρξει. Και όχι μόνο αυτό, αλλά φτάνω να πω ότι αν κάποιος μου υποδείκνυε ότι ο Χριστός είναι έξω από την αλήθεια και αν ίσχυε πράγματι ότι η αλήθεια δεν βρίσκεται στον Χριστό, ε, λοιπόν, εγώ θα προτιμούσα να μείνω με τον Χριστό παρά με την αλήθεια”. Ολοι οι ήρωες του Ντοστογέφσκι βιώνουν τις εντάσεις της ζωής, το κακό, τον πόνο, την παρακμή, την αμαρτία, και, παρ’ όλα αυτά, η Σόνια, η συντρόφισσα του Βερσίλοφ στον “Εφηβο”, ή ο σύζυγός της, ο προσκυνητής Μακάρ, όπως και η Σόνια, η φίλη του Ροντιόν Ρασκόλνικοφ στο “Εγκλημα και τιμωρία”, ή ο μυστηριώδης Ζωσιμάς στους “Αδελφούς Καραμάζοφ” ενσαρκώνουν την αγιότητα ενός λαού αμαρτωλών. Γιατί στην καρδιά του λαού υπάρχει ο Χριστός. Και η μεταμόρφωση δεν υλοποιείται με τη δύναμη· η πραγματική δύναμη της μεταμόρφωσης είναι η ζωντανή και ταπεινή αγάπη που πηγάζει από τον Θεό: “Η ταπεινότητα και η αγάπη είναι μια απίστευτη δύναμη: η πιο μεγάλη που υπάρχει, καμία άλλη δεν υπάρχει ισάξιά της”».

Κινηματογράφος

Η σχέση με το σινεμά ξεκινάει όταν στην Αργεντινή τον ξέρουν ως Χόρχε Μάριο Μπεργκόλιο. Τότε που μαζί με συγγενείς ή φίλους παρακολουθούσε τις ταινίες κορυφαίων σκηνοθετών, όπως οι Βιτόριο ντε Σίκα, Ρομπέρτο Ροσελίνι, Λουκίνο Βισκόντι. Από τότε μένει πεπεισμένος ότι ο ιταλικός νεορεαλισμός αποτελεί ένα μεγάλο σχολείο ανθρωπισμού. Ξεχωριστή στιγμή αποτελούν οι ταινίες του Φελίνι. «Τον Φελίνι μου, των παιδικών μου χρόνων, μέχρι τη “Γλυκιά ζωή”, τον αγάπησα πάρα πολύ. Και με το “Λα Στράντα”, που το είδα όταν ήμουν δεκαοκτώ χρόνων, κυριολεκτικά ταυτίζομαι. Σε μια κομβική σκηνή, ο νεαρός ακροβάτης, που πιθανότατα αντιπροσωπεύει την πιο φραγκισκανική μορφή του, ο Τρελός, λέει στην αποσβολωμένη Τζελσομίνα, την τρομπετίστα, την οποία ενσαρκώνει η Τζουλιέτα Μασίνα: “Εσύ δεν το πιστεύεις, όμως ό,τι υπάρχει σε τούτο τον κόσμο, σε κάτι χρησιμεύει. Να, πάρε κείνη ‘κεί την πέτρα, για παράδειγμα…”. “Ποια;”. “Αυτή… Μια οποιαδήποτε…”. “Σε τι χρησιμεύει;”. “Χρησιμεύει… Μα, πού να το ξέρω εγώ; Αν το ήξερα, ξέρεις ποιος θα ήμουν;”. “Ποιος;”. “Ο Αιώνιος Πατέρας, που τα ξέρει όλα: πότε θα γεννηθείς, πότε θα πεθάνεις. Ακόμα κι εσύ, ακόμα κι εσύ σε κάτι χρησιμεύεις, με το κλούβιο σου κεφάλι”». Το 2021, εξάλλου, στο βιβλίο «Lo Sguardo: porta del cuore», το οποίο υπέγραφε ο ιερωμένος του Βατικανού Ντάριο Εντουάρντο Βιγκανό, ειδικός σε θέματα επικοινωνίας, ο Φραγκίσκος αποκάλυπτε ότι μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε παρακολουθήσει στην Αργεντινή το αριστούργημα του Ροσελίνι «Ρώμη, ανοχύρωτη πόλη» και μαγεύτηκε από την πρωταγωνίστριά του Αννα Μανιάνι. Από τότε κρατούσε μια φράση της που αρεσκόταν να λέει στον μακιγέρ της: «Ασε μου όλες τις ρυτίδες, μη μου πάρεις ούτε μία. Μια ζωή χρειάστηκα για να τις αποκτήσω».

Οπερα

Ανακαλύπτει το σύμπαν της από μικρή ηλικία χάρη στη μητέρα του, Ρετζίνα Μαρία Σίβορι, στο σπίτι του Μπουένος Αϊρες. «Ολα τα Σάββατα, στις δύο το μεσημέρι, το Radio del Estado, το κρατικό ραδιόφωνο, μετέδιδε όπερα. Τότε η μητέρα μάζευε εμάς τους τρεις πιο μεγάλους (σ.σ.: εννοεί τα αδέρφια του Οσκαρ και Αλμπέρτο) και μας έλεγε για τα λιμπρέτα, μας εξηγούσε τα πρόσωπα, τις φωνές, ακόμα και τις πιο αχνές αποχρώσεις τους. “Να, η Δυσδαιμόνα ετοιμάζεται να πέσει στο κρεβάτι, έχοντας ένα θλιβερό προαίσθημα. Τώρα, από μια μυστική πόρτα, μπαίνει ο Οθέλλος, την πλησιάζει, τη φιλάει, αλλά… Τον νου σας, παιδιά, τώρα θα τη σκοτώσει!”. Εμείς πεταγόμασταν. Ομως, τώρα έρχεται ο νέος πολεμιστής Ρανταμές, που επιστρέφει νικητής· ακούστε: αρχίζει ο γύρος του θριάμβου! Λες και τους βλέπαμε εκείνους τους αιγύπτιους πολεμιστές, λες και μπορούσαν να παραταχθούν μπροστά μας από τη μια στιγμή στην άλλη, με όλη τους την εξάρτυση, τις σημαίες κι όλα τα σχετικά. Ημασταν μαγεμένοι».

Μουσική

«Αγαπώ τον Μότσαρτ. Το “Et incarnatus est” (σ.σ.: “Σαρξ εγένετο”) από τη “Λειτουργία” του σε ντο ελάσσονα είναι απαράμιλλο. Σε ανεβάζει στον Θεό! Λατρεύω τον Μότσαρτ όπως τον ερμηνεύει η Κλάρα Χάσκιλ. Η μουσική του με γεμίζει. Αλλά δεν μπορώ να τη σκέφτομαι – πρέπει να την ακούω. Μου αρέσει επίσης ο Μπετόβεν, αλλά όταν ερμηνεύεται με προμηθεϊκό τρόπο· και ο πιο προμηθεϊκός “διερμηνέας” του για μένα είναι ο Φουρτβένγκλερ. Αφήνω μετά τα “Πάθη” του Μπαχ (σ.σ.: “Κατά Ματθαίον” και “Κατά Ιωάννην”). Το κομμάτι του που αγαπώ τόσο πολύ είναι το “Erbarme dich”: τα δάκρυα του Πέτρου στα “Κατά Ματθαίον Πάθη”. Μεγαλειώδες!». Σε άλλες επιλογές του συμπεριλαμβάνει τον Σούμπερτ και τον Σοπέν.

Ζωγραφική

Ο ορισμός που πίστευε ότι του ταίριαζε καλύτερα ήταν εκείνος του «αμαρτωλού». «Είμαι σαν τον Ματθαίο στον πίνακα του Καραβάτζιο: ένας αμαρτωλός στον οποίο έστρεψε το βλέμμα Του ο Κύριος. Και αυτό ακριβώς είπα όταν με ρώτησαν αν δεχόμουν την εκλογή μου στην παπική έδρα», γράφει στην «Ελπίδα». Η αναφορά στον κορυφαίο ζωγράφο μόνο τυχαία δεν ήταν, καθώς συγκαταλεγόταν στις μόνιμες αναφορές του («οι πίνακές του μιλάνε μέσα μου»), όπως και η «Λευκή Σταύρωση» (1938) του Μαρκ Σαγκάλ.

Keywords