Eurostat: 4η ακριβότερη στην ΕΕ η Ελλάδα στα οινοπνευματώδη ποτά

 

Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία της Eurostat για το 2019, η χώρα μας αποτελεί την τέταρτη ακριβότερη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) στα οινοπνευματώδη ποτά (αλκοολούχα ποτά, μπύρα, κρασί) (137,2 μονάδες με βάση το 100, που αντιπροσωπεύει το μέσο όρο τιμών των χωρών της ΕΕ, μετά τη Φινλανδία (190,7 μονάδες), την Ιρλανδία (182,3 μονάδες) και τη Σουηδία (155,9 μονάδες), ενώ την πεντάδα συμπληρώνει η Δανία (129 μονάδες).

Ο υψηλός Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης (ΕΦΚ) στα οινοπνευματώδη ποτά και ειδικότερα στην

κατηγορία των αλκοολούχων (ουίσκι, βότκα, τζιν, αποστάγματα, κλπ), που είδε δυσανάλογη αύξηση +125% μέσα στην κρίση σε συνδυασμό με τον υψηλό ΦΠΑ,  φέρνει τη χώρα μας σε μειονεκτική θέση, σε σχέση με γειτονικές και τουριστικά ανταγωνιστικές χώρες εντός ΕΕ. Στην κατάταξη της Eurostat,  οι γειτονικές μας  Ρουμανία (76,4 μονάδες) και Βουλγαρία (78,7) έχουν τις χαμηλότερες τιμές στην αγορά των οινοπνευματωδών ποτών, με την τεράστια ψαλίδα του φόρου με την Ελλάδα να γίνεται μαγνήτης για διασυνοριακό εμπόριο, νόμιμο και παράνομο. Είναι χαρακτηριστικό ότι τη χρονιά που έγιναν οι φορολογικές αλλαγές στην Ελλάδα (2010), οι πωλήσεις του «καλαθιού» αλκοολούχων ποτών στη Βουλγαρία διπλασιάστηκαν σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος (από 38 χιλ. 9λιτρα κιβώτια το 2009 σε 78 χιλ. το 2010), ενώ την επόμενη χρονιά, οι πωλήσεις ήταν 4 φορές υψηλότερες συγκριτικά με το 2009.

Μια δεκαετία μετά και με τις βαριές επιπτώσεις της κρίσης που έβαλαν «λουκέτο» σε χιλιάδες καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος, είναι πλέον πασιφανές ότι η αύξηση της έμμεσης φορολογίας στην Ελλάδα όχι μόνο δεν έφερε τα προσδοκώμενα έσοδα στον κρατικό κορβανά παρά μόνο πρόσκαιρα που πολύ σύντομα επέστρεψαν στα επίπεδα προ φόρων ακυρώνοντας έτσι το όποιο δημοσιονομικό όφελος επεδίωκε, αλλά κυρίως έστρεψε τους καταναλωτές σε χύμα και αμφιβόλου ποιότητας αποστάγματα που συχνά διαφεύγουν τόσο της φορολόγησης όσο και ποιοτικών ελέγχων για την προστασία της υγείας του καταναλωτή.

Καταλυτικές οι επιπτώσεις της πανδημίας στην εγχώρια βιομηχανία τροφίμων και ποτών

Για τη «βαριά βιομηχανία» της χώρας, τον τουρισμό, η χρονιά αυτή δεν μπορεί να συγκριθεί με καμία άλλη στο παρελθόν. Σύμφωνα με την έκθεση της Ε&Y για τις επιπτώσεις της πανδημίας στον ελληνικό τουρισμό, ούτε το 2024 η Ελλάδα δεν θα μπορέσει να έχει ανακτήσει τα αντίστοιχα επίπεδα τουριστικών αφίξεων και εσόδων του 2019.

Η μείωση της φορολογίας «σανίδα σωτηρίας» για την ανάκαμψη του κλάδου;

Όπως είχε αναφέρει σε σχετική ανακοίνωσή του τον Ιούνιο ο κλάδος των αλκοολούχων ποτών, έχει δεχτεί ισχυρότατο πλήγμα λόγω των επιπτώσεων της πανδημίας -με δεδομένο ότι αποτελεί το βασικό προμηθευτή των επιχειρήσεων εστίασης, διασκέδασης και φιλοξενίας- καταγράφοντας κατακόρυφη πτώση των πωλήσεων κατά περίπου 70% στο διάστημα του lockdown, σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι, αλλά και από το υφιστάμενο κλείσιμο των καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος τα μεσάνυχτα.

Στο πλαίσιο αυτό, ο κλάδος ζητά από την Πολιτεία ουσιαστική στήριξη των σημείων επιτόπιας κατανάλωσης και των χιλιάδων εργαζομένων τους, μέσω μέτρων όπως είναι η οριζόντια μείωση του ΦΠΑ στην εστίαση συμπεριλαμβανομένων των ποτών, καθώς περισσότερες από 15.000 επιχειρήσεις έχουν ως βασική οικονομική δραστηριότητα τα αλκοολούχα ποτά, δηλαδή με συμμετοχή στον τζίρο τους σε ποσοστό >50%. Εξίσου σημαντικό μέτρο, τονίζουν κύκλοι της αγοράς, θα ήταν και η αποκλιμάκωση ΕΦΚ αλκοολούχων ποτών ώστε να συγκλίνει προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, προκειμένου να στηριχθεί η βιωσιμότητα του κλάδου και πρακτικά η επιβίωση των εργαζομένων που συντηρούνται άμεσα και έμμεσα από τη δραστηριότητα του κλάδου (π.χ. μπάρμεν, σερβιτόροι, χώροι μαζικής εστίασης και διασκέδασης, παραγωγοί, προμηθευτές και μια σειρά συναφών επαγγελμάτων).  Μάλιστα, εκπρόσωποι του κλάδου υποστηρίζουν ότι μέτρα προς αυτήν την κατεύθυνση θα είχαν άμεσο όφελος και για την οικονομία, καθώς θα ενίσχυαν την καταγεγραμμένη κατανάλωση και αναλογικά τα δημόσια έσοδα με βιώσιμο τρόπο, κερδίζοντας έδαφος από την μη καταγεγραμμένη κατανάλωση αμφιβόλου ποιότητας και ενίοτε ακατάλληλων ποτών, λειτουργώντας έτσι και ως ανάχωμα για το παράνομο εμπόριο.

Άλλωστε, πρόκειται για έναν κλάδο που αποτελεί οργανικό κομμάτι της κοινωνίας μέσω της άμεσης επαφής με τον καταναλωτή και με σημαντική συνεισφορά στην πραγματική οικονομία, λόγω της ισχυρής του διασύνδεσης  με κομβικούς κλάδους, όπως εκείνους της εστίασης, της διασκέδασης και του εμπορίου. Σύμφωνα με στοιχεία μελέτης του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) «Η συνεισφορά και οι προοπτικές του κλάδου αλκοολούχων ποτών στην Ελλάδα», ο κλάδος των αλκοολούχων ποτών συνεισφέρει σημαντικά στο ΑΕΠ (1,5 δισ. ευρώ), στηρίζει σταθερά  την απασχόληση (συνολικά 32.000 θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης) και αποτελεί σημαντικό κομμάτι του τουριστικού προϊόντος της χώρας, συνεπώς δεν πρέπει να αφεθεί στην τύχη του.

Ανησυχία και ανασφάλεια για το τί μέλλει γενέσθαι…

Οι επόμενοι μήνες βρίσκουν τον κλάδο των αλκοολούχων ποτών, σε μεγάλη ανησυχία και ανασφάλεια για το τι θα συμβεί σε ένα πιθανό δεύτερο κύμα και πώς θα ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους μετά από μία τόσο αναιμική θερινή σεζόν όπως η φετινή. Οποιαδήποτε πρόβλεψη για το πώς θα κινηθεί η αγορά στο εγγύς μέλλον, μοιάζει με ουτοπία για τις επιχειρήσεις του κλάδου της εστίασης και όσες συντηρούνται από αυτήν. Ο δίαυλος επικοινωνίας με την Πολιτεία αναδεικνύει την ανάγκη αντιμετώπισης των επιτακτικών προκλήσεων, υλοποιώντας άμεσα ρεαλιστικές και εφικτές λύσεις, όπως είναι η μείωση της φορολογίας και η διεύρυνση του ωραρίου πάντα με τήρηση των μέτρων προστασίας του κοινού, λύσεις ικανές να διασφαλίσουν τη ρευστότητα και βιωσιμότητα επιχειρήσεων και εργαζομένων.

Εξάλλου, η αναμόρφωση της φορολογίας γενικότερα, βρίσκεται ψηλά στην ατζέντα της Πολιτείας και προτάσσεται στην (ενδιάμεση) Έκθεση της Επιτροπής Σοφών για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.

Keywords
Τυχαία Θέματα