Σαρλ Μπωντλαίρ - Ο καταραμένος ποιητής

Ο Σαρλ Πιερ Μπωντλαίρ (γαλλικά: Charles Pierre Baudelaire‎, Παρίσι, 9 Απριλίου 1821 – 31 Αυγούστου 1867) ήταν Γάλλος ποιητής, ένας από τους σημαντικότερους της γαλλικής λογοτεχνίας.

Κατά τη διάρκεια της ζωής του ο Μπωντλαίρ υπέστη δριμεία κριτική για τις συγγραφές του και τη θεματική του. Ελάχιστοι από τους σύγχρονούς του τον κατανόησαν. Στις 5 Ιουλίου 1857, η γαλλική εφημερίδα Le Figaro έγραφε σχετικά με την πρόσφατη εμφάνιση των Ανθέων του Κακού:

«Σε ορισμένα σημεία αμφιβάλλουμε για την πνευματική υγεία του κ. Μπωντλαίρ. Όμως ορισμένα άλλα, δεν μας επιτρέπουν περαιτέρω αμφιβολίες. Κυριαρχεί, ως επί το πλείστον, η μονότονη και επιτηδευμένη επανάληψη των ίδιων πραγμάτων, των ίδιων σκέψεων. Η αηδία πνίγει την αχρειότητα — για να την καταπολεμήσει σμίγει με το μόλυσμα».

Ο Μπωντλαίρ σήμερα αναγνωρίζεται ως σημαντικός ποιητής της γαλλικής και της παγκόσμιας λογοτεχνίας, και συγκαταλέγεται μεταξύ των κλασικών. Χαρακτηριστικά, ο Μπαρμπέ ντ' Ωρεβιγύ τον αποκάλεσε «Δάντη μιας παρηκμασμένης εποχής».

Σε ολόκληρο το έργο του ο Μπωντλαίρ προσπάθησε να ενυφάνει την ομορφιά με την κακία, τη βία με την ηδονή (Une martyre), καθώς και να καταδείξει τη μεταξύ τους σχέση. Παράλληλα με τη συγγραφή ποιημάτων σοβαρών (Semper Eadem) και σκανδαλιστικών για την εποχή (Delphine et Hippolyte), κατόρθωσε επίσης να εκφράσει τη μελαγχολία (Mœsta et errabunda) και τη νοσταλγία (L' Invitation au voyage).

Μερικά ποιήματά του:

Άλμπατρος

Συχνά για να περάσουνε την ώρα οι ναυτικοί
άλμπατρος πιάνουνε, πουλιά μεγάλα της θαλάσσης,
που ακολουθούνε σύντροφοι, το πλοίο, νωχελικοί
καθώς γλιστράει στου ωκεανού τις αχανείς εκτάσεις.

Και μόλις στο κατάστρωμα του καραβιού βρεθούν
αυτοί οι ρηγάδες τ’ ουρανού, αδέξιοι, ντροπιασμένοι,
τ’ αποσταμένα τους φτερά στα πλάγια παρατούν
να σέρνονται σαν τα κουπιά που η βάρκα τα πηγαίνει.

Πώς κείτεται έτσι ο φτερωτός ταξιδευτής δειλός!
Τ’ ωραίο πουλί τι κωμικό κι αδέξιο που απομένει!
Ένας τους με την πίπα του το ράμφος του χτυπά
κι άλλος, χωλαίνοντας, το πώς πετούσε παρασταίνει.

Ίδιος με τούτο ο Ποιητής τ’ αγέρωχο πουλί
που ζει στη μπόρα κι αψηφά το βέλος του θανάτου,
σαν έρθει εξόριστος στη γη και στην οχλοβοή
μέσ’ στα γιγάντια του φτερά χάνει τα βήματά του.

Μέθα

Ἂν κάποτε στὰ σκαλιὰ ἑνὸς παλατιοῦ, στὸ πράσινο γρασίδι
μιᾶς τάφρου, στὴ μουντὴ μοναξιὰ τοῦ δωματίου σου,
ξυπνήσεις ξεμέθυστος πιά, ῥώτα τὸν ἄνεμο, ῥώτα τὸ κύμα,
τὸ πουλί, τὸ ῥολόι, κάθε τι ποὺ φεύγει,
κάθε τι ποὺ στενάζει, κάθε τι ποὺ κυλάει, ποὺ τραγουδάει,
ποὺ μιλάει· ῥώτα τί ὥρα εἶναι;
Κι ὁ ἄνεμος, τὸ κύμα, τὸ ἄστρο, τὸ πουλί, τὸ ῥολόι,
θὰ σοῦ ἀπαντήσουν: Εἶναι ἡ ὥρα τῆς μέθης!
Γιὰ νὰ γίνεις ὁ μαρτυρικὸς σκλάβος τοῦ χρόνου,
μέθα· μέθα ἀδιάκοπα!
Ἀλλὰ μὲ τί; Μὲ ῥακή, μὲ κρασί, μὲ ποίηση, μὲ ἀρετή...
-Μὲ ὅ,τι θέλεις, ἀλλὰ μέθα!...

Ὕμνος

Στὴ πολυαγάπητη, στὴ πιὸ ὄμορφή μου
ποῦ φῶς γεμίζει μου τὴ καρδιά,
στὸ ἀθάνατο εἴδωλο, στὸ σεραφείμ μου,
ἕνα μου «χαῖρε» παντοτινά!

Δρυσοξεχύνεται μέσ᾿ στὴ ζωή μου
σὰν ἕνα ἀγέρι θαλασσινὸ
καὶ τὴν ἀχόρταγη φέρνει ψυχή μου,
σ᾿ ἀθανασίας πόθο τρανό.

Σὰ μυροφόρι πάντα σκορπίζει
στὴν ἀτμόσφαιρα γλυκιὰ εὐωδιά,
σὰ θυμιατήρι κρυφὰ καπνίζει
λησμονημένο μέσ᾿ στὴ νυχτιά.

Ἔρωτα ἀμόλυντε πῶς νὰ σοῦ γράψει
ὁ νοῦς τὶς χαρές της ἀληθινά;
Σπόρος τοῦ μόσχου ῾ναι ποὺ ῾χουνε θάψει
μέσα στοῦ τάφου μου τὴ σκοτεινιά.

Στὴ πολυαγάπητη, στὴ πιὸ ὄμορφή μου
πού ῾ναι ἡ χαρά μου κι ὅλη μου ἡ ὑγειά,
στὸ ἀθάνατο εἴδωλο, στὸ σεραφείμ μου,
ἕνα μου «χαῖρε» παντοτινά!

Τὸ δηλητήριο

Τὸ κρασὶ ντύνει καὶ τὴ πιὸ ἄθλια τρώγλη
μὲ λαμπρὴ πολυτέλεια,
τὴ μεταμορφώνει σὲ χρυσὸ παλάτι
μὲ τὶς χρυσές, τὶς πορφυρὲς λάμψεις του
ποὺ μοιάζουν ἥλιο ποὺ δύει στὴν ὁμίχλη.

Τὸ ὄπιο μεταμορφώνει τὸ ἀπέραντο
μεγαλώνει τὸ ἀέναο
μακραίνει τὸν καιρό,
ἐπιμηκύνει τὸν καιρό,
βαθαίνει τὴ λαγνεία
καὶ τὶς σκοτεινές,
τὶς ἐρεβώδεις ἡδονὲς
ὁδηγεῖ τὴ ψυχὴ πέρα ἀπ᾿ τὰ σύνορα.

Ὅμως ὅλα τοῦτα εἶναι χλωμὰ
μπροστὰ στὸ δηλητήριο ποὺ κυλᾶ
ἀπὸ τὰ μάτια σου -τὰ πράσινά σου μάτια λίμνες
καὶ μέσα τους ριγεῖ ἡ ψυχή μου καὶ ταράζεται
οἱ σκέψεις μου ὀρυμαγδὸς κι ὑψώνονται
πάνω ἀπὸ τὶς πικρὲς ἀβύσσους.

Ὅμως ὅλα τοῦτα εἶναι χλωμὰ
μπροστὰ στὸ θαῦμα τὸ ὑπέροχο
τοῦ σάλιου σου ποὺ μὲ σπαράζει
ποὺ ρίχνει στὴ λήθη τὴ ψυχή μου
στὸν ἴλιγγο τὴν παρασύρει δίχως τύψεις
κι ἄπνοη τήνε σέρνει
στὴν ὄχθη τοῦ θανάτου...

Συνομιλία

Εἶσαι ὄμορφη σὰ ρόδινο τοῦ φθινοπώρου δείλι!
μὰ ἡ λύπη ὡς κύμα μέσα μου φουσκώνει σκοτεινό,
κι ἀφήνει ὅταν πισωδρομᾶ στὰ ράθυμά μου χείλη,
τῆς θύμησης τῆς πιὸ πικρῆς τὸν κατασταλαγμό.

Μάταια γλυστρᾷ τὸ χέρι σου στοῦ στήθους μου τὰ ψύχη·
καλή μου, κεῖνο ποὺ ζητᾶ ρημάδι ἐγίνη πιά,
ἀπ᾿ τῆς γυναίκας τ᾿ ἄγριο τὸ δόντι καὶ τὸ νύχι.
Μὴ τὴ καρδιά μου πιὰ ζητᾶς, τὴ φάγανε θεριά.

Εἶν᾿ ἡ καρδιά μου ἀνάκτορο, ἀπ᾿ ὄχλους ρημαγμένο·
μεθοῦν ἐκεῖ, σκοτώνονται, τραβιοῦνται ἀπ᾿ τὰ μαλλιά!
Μ᾿ ἀπὸ τὸ στῆθος σου ἄρωμα βγαίνει, τὸ γυμνωμένο!...

Ὢ τῶν ψυχῶν κακιὰ πληγή! Τὸ θὲς κι ἐσὺ Ὀμορφιά!
Μὲ τὰ λαμπρά, τὰ φλογερά σου μάτια ὡς φωταψία,
κάψε καὶ τὰ ρημάδια αὐτὰ π᾿ ἀφῆσαν τὰ θηρία!

Κυριότερα έργα

Salons (1845, 1846, 1859)
La Fanfarlo (Η Φανφαρλό, 1847)
Du vin et du haschisch (Κρασί και χασίς, 1851)
L'art romantique (Η ρομαντική τέχνη, 1852)
Les Fleurs du mal (Τα Άνθη του Κακού, 1857)
Fusées (1867)
Les Paradis artificiels (Τεχνητοί παράδεισοι, 1860)
Réflexions sur quelques-uns de mes contemporains (Σκέψεις για κάποιους συγχρόνους μου, 1862)
Richard Wagner et Tannhaüser à Paris (1862)
Petits poèmes en prose ou Le Spleen de Paris (Μικρά ποιήματα σε πεζό ή Η μελαγχολία του Παρισιού, 1862 ― ελλην. μετάφρ. Στέργιος Βαρβαρούσης, "ΕΡΑΤΩ"
Le Peintre de la vie moderne (Ο ζωγράφος της σύγχρονης ζωής, 1863)
L'œuvre et la vie d'Eugène Delacroix (Το έργο και η ζωή του Ευγένιου Ντελακρουά, 1863)
Mon cœur mis à nu (Η καρδιά μου ξεγυμνωμένη, 1864)
Curiosités esthétiques (Αισθητικά παράδοξα, 1868)
Journaux intimes (Απόκρυφα ημερολόγια, 1851-1862

Σαρλ Μπωντλαίρποίησητα άνθη του κακού
Keywords
Τυχαία Θέματα