Ο Διευθυντής του σχολείου διευθύνει μια ορχήστρα

Δεν είναι κυρίως διοικητικό το έργο του Διευθυντή ενός σχολείου, όπως γενικά θεωρείται. Αντίθετα, είναι έργο βαθιά παιδαγωγικό και μορφωτικό, εκπαιδευτικό και επιστημονικό. Γιατί πρόκειται για διεύθυνση ενός σχολείου και όχι μιας οποιασδήποτε υπηρεσίας του Δημοσίου. Εδώ το πεδίο αναφοράς είναι εκπαιδευτικοί και εκπαιδευόμενοι, παιδαγωγοί και παιδαγωγούμενοι, ερευνητές και καλλιεργητές.

Είναι έργο πολυσύνθετο. Ο διευθυντής σαφώς και θα εφαρμόζει το κανονιστικό πλαίσιο του σχολείου, όχι μόνο γιατί έτσι προάγει καλύτερα τη λειτουργία του ή γιατί προφυλάσσεται και αυτός σε

ενδεχόμενες οριακές περιπτώσεις τριβών και κρίσεων, αλλά κυρίως γιατί η θεσμική όψη δίνει θεωρητικά τουλάχιστον πολλές δυνατότητες για να αναπτυχθεί ο πρωτοβουλιακός και δημιουργικός χαρακτήρας της παιδείας – και αυτό (ίσως και) ανεξάρτητα από τις δυνατότητες που τελικά παρέχει η εκάστοτε πολιτεία με βάση τις νομοθετικές προβλέψεις και δεσμεύσεις.

Αλλά πριν απ’ αυτό το πεδίο, οφείλει να δώσει «προσωπικότητα στο σχολείο», να εμπνέει εκπαιδευτικούς και εκπαιδευόμενους σε τέτοιο βαθμό ώστε να εργάζονται με ζήλο και αφοσίωση στην τόσο σημαντική κοινωνική και επαγγελματική, μορφωτική και παιδαγωγική αποστολή τους, να μετασχηματίσει το σχολείο σε «οργανισμό μάθησης», σε κυψέλη πολιτισμού, σε εργαστήρι έρευνας και δημιουργίας. Να κάνει ένα σχολείο ανοιχτό στην τοπική κοινωνία, ζωντανό θεσμό που ακτινοβολεί με τις πρωτοβουλίες του στη μουσική και στο χορό, στο θέατρο και στον αθλητισμό, στη βιβλιοφιλία και στις εκπαιδευτικές ανταλλαγές με σχολεία του εσωτερικού και του εξωτερικού κλπ.

Υπάρχει ακόμα και κάτι εξίσου σημαντικό. Ο διευθυντής μαζί με το Σύλλογο διδασκόντων έχουν ηθική υποχρέωση να βουτήξουν στα βαθιά νερά. Να δίνουν μάχη καθημερινή και συστηματική ενάντια στις κοινωνικές ανισότητες και αδικίες, ενάντια στην περιθωριοποίηση και στην απομόνωση, και να μην οχυρώνονται πίσω από τις εύκολες θεωρητικολογίες περί ευθύνης του συστήματος και περί βαρβαρότητας του καπιταλισμού – όχι γιατί αυτά δεν υπάρχουν, αλλά γιατί μόνο στην πράξη μπορούν να αμφισβητηθούν στις συνειδήσεις των μαθητών. Δεν μπορούν να κλείνουν τα μάτια στην κοινωνική πραγματικότητα ούτε και να την εξορκίζουν με φτηνά ιδεολογήματα. «Ενόσω η κοινωνική ανισότητα θεριεύει με τη συνεχιζόμενη εκμετάλλευση της ανθρωπότητας από μια μάλλον ευάριθμη κοινωνική ομάδα, ενώ φουντώνει η ανελευθερία μαζί με την ανέχεια, ενόσω η κοινωνική ανασφάλεια καθίσταται ακόμη πιο ασήκωτη μέσα σε ένα οικοσύστημα αβίωτο, καμιά θεσμική τάξη δεν μπορεί, από λειτουργική άποψη, να διαρκέσει επ’ άπειρον, ή, από άποψη ηθικοπολιτική, να θεωρηθεί ως αληθινά νομιμοποιημένη στη συνείδηση των εξουσιαζόμενων»[i].

Αν υπάρχουν ομαδοποιήσεις διαφόρων τύπων ή αυλές γύρω από τον Διευθυντή – με βάση μάλιστα τις εξαρτήσεις της διαδικασίας εκλογής του -, τότε όλα πάνε περίπατο. Η λειτουργία του σχολείου συναρτάται από το όλο παιδαγωγικό κλίμα του, από την κουλτούρα εκπαιδευτικών και μαθητών, από το κλίμα συνεργασίας τόσο μεταξύ των εκπαιδευτικών, όσο και μεταξύ εκπαιδευτικών και διεύθυνσης του σχολείου και μεταξύ εκπαιδευτικών και μαθητών. Για να ασκηθεί μια χρηστή και αποτελεσματική διοίκηση στο σχολείο θα πρέπει να υπάρχει inter alia συνεργατική διάθεση και αλληλοστήριξη μεταξύ των εκπαιδευτικών.

Οι ιδεολογικές σχηματοποιήσεις, οι τυφλές ομαδοποιήσεις και οι μετωπικές αντιπαραθέσεις στη σχολική λειτουργία δημιουργούν πολώσεις και σχίσματα, διαιρέσεις και απομονώσεις και υπονομεύουν ευθέως την ομαλή εκπαιδευτική λειτουργία.

Όταν ο διάλογος είναι η πεμπτουσία και η ψυχή της ίδιας της Παιδαγωγικής, όταν δεν μπορεί να νοηθεί καμιά όψη του σχολείου χωρίς διάλογο, όταν ο διάλογος είναι το πιο βασικό συστατικό στοιχείο στην καταστατική πράξη της εκπαίδευσης και της παιδείας, μπορεί να λείπει από τη λειτουργία του Συλλόγου Διδασκόντων και από την όποια επιμέρους συνεργασία μεταξύ των εκπαιδευτικών;

Η Παιδαγωγική δεν έχει απόλυτες βεβαιότητες και οριστικές αλήθειες.

Ως κοινωνικός, μορφωτικός και εκπαιδευτικός θεσμός είναι ένα πολυσύνθετο και πολυπαραγοντικό σύστημα, που απαιτεί διαρκή και συστηματική έρευνα, αποφυγή των δογματισμών και κυρίως τη συνεχή προσπάθεια για σύνθεση των διαφορετικών ή και των αντιθετικών απόψεων και αντιλήψεων. Άλλωστε, ο ενδότερος πυρήνας του σχολείου, η διδασκαλία «είναι τέχνη και τίποτα δεν μπορεί να αντικαταστήσει εξολοκλήρου τον πλούτο του παιδαγωγικού διαλόγου (teaching is an art, and nothing can entirely replace face – to – face tuition)»[ii].

Ο διευθυντής οφείλει να διαμορφώνει κλίμα γόνιμης ανταλλαγής ιδεών και θεωρήσεων, σκηνικό συνεννόησης και σύνθεσης. Προς τούτου απευθύνει σε κάθε επιμέρους πλευρά σχετικοποίηση της κουλτούρας της και της εκπαιδευτικής πρακτικής της και την αναζήτηση κοινών σημείων. Μπορεί να καταδείξει με τη δύναμη του ορθολογισμού και της επιστήμης τα αδύνατα σημεία και τη σχετικότητα των επιμέρους πλευρών, προκειμένου να εγκαταλείψουν τα τείχη που έχουν υψώσει και να βρουν κοινό τόπο συνεργασίας. Διευθύνει μια ορχήστρα και απαιτείται δεξιοτεχνία και ευαισθησία προς κάθε εκπαιδευτικό και προς κάθε μαθητή και προς όλους μαζί για την άρτια λειτουργία της.

[i] Κ. Σταμάτης (2005), Η αβέβαιη «κοινωνία της γνώσης», Αθήνα: Σαββάλας, σ. 26

[ii] Delors, J. (1996), Education: the necessary Utopia, in: UNESCO, Learning: the treasure within, Paris: UNESCO, p. 173

Νίκος Τσούλιας
Keywords
Τυχαία Θέματα