5+1 ποιήματα του Καρυωτάκη που μελοποιήθηκαν

21/7/1928 - Δέσμιος των ίδων προβλημάτων που συχνά απασχολούσαν τα ποιήματά του (η αίσθηση της ερείμωσης, το ευφήμερο της ανθρώπινης φύσης, η υποκρισία στις κοινωνικές σχέσεις) ο Κώστας Καρυωτάκης μόλις στα 32 του χρόνια βάζει το περίστροφο στην καρδιά του και αυτοκτονεί.

Μόλις 32 αλλά όλα είχαν ήδη τελειώσει με αυτόν και στέκεται με ένα αίσθημα ιερής απόγνωσησης και τραγικής θυμηδίας απέναντι στο θάνατο, όπως έκανε στη ζωή του, στα έργα του.

Το σκωπτικό σημείωμα που άφησε, λίγο πριν αφαιρέσει τη ζωή του:

«Είναι καιρός

να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περσότερες να μπορώ να τις αισθανθώ. Τη χυδαία, όμως, πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ.

Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι’ αυτό. Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική. Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά.

Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους ή εθεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ’ αυτούς απευθύνομαι. Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές !!! είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τα αδέλφια μου.

Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ήμουν άρρωστος. Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέση την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας.

[Υ.Γ.] Και για ν’ αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε, επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ορισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου».

Τα ποιήματά του που μελοποιήθηκαν:

Αγάπη

Δροσούλα το ιλαρό το πρόσωπό της
κι εγώ ήμουν το κατάξερο ασφοδίλι.
Πώς μ’ έσεισε το ξύπνημα μιας νιότης,
πώς εγελάσαν τα πικρά μου χείλη!

Σάμπως τα μάτια της να μου είπαν ότι
δεν είμαι πλέον ο ναυαγός κι ο μόνος,
κι ελύγισα σαν από τρυφερότη,
εγώ που μ’ είχε πέτρα κάνει ο πόνος.

Ανδρείκελα

Σαν να μην ήρθαμε ποτέ σ' αυτήν εδώ τη γη,
σα να μένουμε ακόμα στην ανυπαρξία.
Σκοτάδι γύρω κι ούτε μια μαρμαρυγή.
Άνθρωποι στων άλλων μόνο τη φαντασία.

Από χαρτί πλασμένα κι από δισταγμό
ανδρείκελα, στης Μοίρας τα δυο τυφλά χέρια,
χορεύουμε, δεχόμαστε τον εμπαιγμό,
άτονα κοιτώντας, παθητικά, τ' αστέρια.

Μακρινή χώρα είναι για μας η κάθε χαρά,
η ελπίδα και η νεότης έννοια αφηρημένη.
Άλλος δεν ξέρει ότι βρισκόμαστε, παρά
όποιος πατάει επάνω μας καθώς διαβαίνει.

Πέρασαν τόσα χρόνια, πέρασε ο καιρός.
Ω! κι αν δεν ήταν η βαθιά λύπη μες στο σώμα,
ω! κι αν δεν ήταν στην ψυχή ο πραγματικός
πόνος μας, για να λέει ότι υπάρχουμε ακόμα..

Βράδυ [Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα…]

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα
είδα το βράδυ αυτό.
Κάποια χρυσή, λεπτότατη
στους δρόμους ευωδιά.

Και στην καρδιά
αιφνίδια καλοσύνη.
Στα χέρια το παλτό,
στ’ ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνη.
Ηλεκτρισμένη από φιλήματα

θα ’λεγες την ατμόσφαιρα.
Η σκέψις, τα ποιήματα,
βάρος περιττό.
Έχω κάτι σπασμένα φτερά.
Δεν ξέρω καν γιατί μας ήρθε

το καλοκαίρι αυτό.
Για ποιάν ανέλπιστη χαρά,
για ποιές αγάπες
για ποιό ταξίδι ονειρευτό.

Πρέβεζα

Θάνατος είναι οι κάργιες που χτυπιούνται
στους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδια,
θάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζανε κρεμμύδια.

Θάνατος οι λεροί κι ασήμαντοι δρόμοι,
με τα λαμπρά μεγάλα ονόματά τους,
ο ελαιώνας γύρω η θάλασσα κι ακόμη
ο ήλιος θάνατος μες στους θανάτους.

Θάνατος ο αστυνόμος που διπλώνει
για να ζυγίσει μια «ελλιπή» μερίδα,
θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι
κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.

Βάσις, Φρουρά, Εξηκονταρχία Πρεβέζης.
Την Κυριακή θ’ ακούσουμε την μπάντα.
Επήρα ένα βιβλιάριο τραπέζης,
πρώτη κατάθεσης δραχμαί τριάντα.

Περπατώντας αργά στην προκυμαία,
«υπάρχω;» λες, κι ύστερα: «δεν υπάρχεις!»
Φτάνει το πλοίο. Yψωμένη σημαία.
Ίσως έρχεται ο κύριος Νομάρχης.

Αν τουλάχιστον, μέσα στούς ανθρώπους
αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία...
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία.

Τελευταίο ταξίδι

Καλό ταξίδι, αλαργινό καράβι μου, στου απείρου
και στης νυχτός την αγκαλιά, με τα χρυσά σου φώτα!
Να 'μουν στην πλώρη σου ήθελα, για να κοιτάζω γύρου
σε λιτανεία να περνούν τα ονείρατα τα πρώτα.

Η τρικυμία στο πέλαγος και στη ζωή να παύει,
μακριά μαζί σου φεύγοντας πέτρα να ρίχνω πίσω,
να μου λικνίζεις την αιώνια θλίψη μου, καράβι,
δίχως να ξέρω που με πας και δίχως να γυρίσω!

Κι αν έσβησε σαν ίσκιος

Κι αν έσβησε σαν ίσκιος τ’ όνειρό μου,
κι αν έχασα για πάντα τη χαρά,
κι αν σέρνομαι στ’ ακάθαρτα του δρόμου,
πουλάκι με σπασμένα τα φτερά

Κι αν έχει, πριν ανοίξει, το λουλούδι
στον κήπο της καρδιάς μου μαραθεί,
το λεύτερο που εσκέφτηκα τραγούδι
κι αν ξέρω πως ποτέ δε θα ειπωθεί

Κι αν έθαψα την ίδια τη ζωή μου
βαθιά μέσα στον πόνο που πονώ
καθάρια πως ταράζεται η ψυχή μου
σα βλέπω το μεγάλο ουρανό,

Η θάλασσα σαν έρχεται μεγάλη,
και ογραίνοντας την άμμο το πρωί,
μου λέει για κάποιο γνώριμο ακρογιάλι,
μου λέει για κάποια που `ζησα ζωή!

Κώστας Καρυωτάκηςποίησηviral Tweet Stickers: Ποίηση
Keywords
Τυχαία Θέματα