Εκτός σχεδίου δόμηση και χωρικός σχεδιασμός: μια αντίρροπη σχέση

Το νομοθετικό διάταγμα 17.6/16.8. 1923 περί σχεδίων πόλεων εισήγαγε στην Ελλάδα τον θεμελιώδη διαχωρισμό μεταξύ αφενός των περιοχών εντός σχεδίου, όπου επιτρέπεται η δόμηση, αφετέρου των περιοχών εκτός σχεδίου, οι οποίες πρέπει να παραμένουν αδόμητες. Το 1928 δημοσιεύεται ένα άλλο νομοθέτημα, το Προεδρικό Διάταγμα 23.10/4.11.1928, το οποίο «κατά παρέκκλιση» επιτρέπει σε πληθώρα περιπτώσεων τη δόμηση και στις εκτός σχεδίου περιοχές, πλην όμως παρέμενε σχεδόν ανενεργό μέχρι τις πρώτες δεκαετίες

μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Εκτοτε, συνεχώς τροποποιούμενο, γνωρίζει τεράστια και καταστρεπτική εφαρμογή, με αποτέλεσμα τη διασπορά των κτισμάτων σχεδόν σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια και με τις εξαιρέσεις να κινδυνεύουν να καταργήσουν τον κανόνα. 

Συνέπεια του κατακερματισμού αυτού είναι η απαξίωση του ελληνικού τοπίου, η διόγκωση του οικολογικού αποτυπώματος λόγω της απαιτούμενης χρήσης εδάφους, ενέργειας και νερού, δικτύων υποδομών, αλλά και της διακινδύνευσης μοναδικών περιοχών προστασίας της φύσης και του πολιτισμού, αγαθά που αναμφισβήτητα αποτελούν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα στα οποία οφείλει να βασιστεί η οικονομική ανάπτυξη της χώρας. 

Το κράτος παραμένει παθητικός θεατής και η πολιτική βούληση όχι μόνο δεν τολμούσε έως σήμερα να αγγίξει το «ιερό δικαίωμα της ιδιοκτησίας», αλλά εθελοτυφλούσε στον αμέτρητο τεμαχισμό από τη χάραξη κάθε είδους δρόμων, που σχίζουν τα δάση ή κομματιάζουν παντού την ελληνική γη. Η άποψη ότι ο περιορισμός της εκτός σχεδίου δόμησης θα επιδράσει αρνητικά στην τουριστική ανάπτυξη δεν ευσταθεί, καθώς η αειφορία στο πλαίσιο της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας επιζητεί την προσφορά καταλυμάτων αναβαθμισμένης ποιότητας υπηρεσιών και όχι την απρογραμμάτιστη κατασκευή νέων σε κάθε σπιθαμή γης.
Επιτέλους, σήμερα συνειδητοποιείται από την πολιτεία ότι το περιβάλλον κακοποιείται ανεπανόρθωτα από την εκτός σχεδίου δόμηση και αναγνωρίζεται έμπρακτα η ανάγκη σταδιακής αντιμετώπισης της εκτός σχεδίου αδέσποτης και ανεξέλεγκτης δόμησης από το έως πρόσφατα υπό διαβούλευση νομοσχέδιο, που τιτλοφορείται «Εκσυγχρονισμός της χωροταξικής και πολεοδομικής νομοθεσίας». 

Οι διατάξεις του νομοσχεδίου για τη ρύθμιση της εκτός σχεδίου δόμησης αποτελούν μια θετικότατη πρωτοβουλία και αξιέπαινη προσπάθεια του ΥΠΕΝ. Η εφαρμογή των νέων αυτών διατάξεων θα αλλάξει προς το θετικότερο τη σημερινή πραγματικότητα για τη δόμηση στην Ελλάδα. Ενισχυτικά στην πρόθεση του νομοθέτη μπορεί να συμβάλει η προσθήκη/εισαγωγή σαφών κριτηρίων και αρχών προστασίας, τόσο του τοπίου όσο και της βιοποικιλότητας, καθώς και του εν γένει φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος.
Επίσης, πολύ σωστά «αναστέλλεται η έκδοση οικοδομικών αδειών» για νέες τουριστικές εν γένει εγκαταστάσεις στις εκτός σχεδίου περιοχές Μυκόνου και Σαντορίνης, από την έναρξη εκπόνησης και μέχρι την ολοκλήρωση τοπικού ή ειδικού πολεοδομικού σχεδίου. Το υπό εκπόνηση εγχείρημα της Ελληνικής Εταιρείας Περιβάλλοντος και Πολιτισμού, σε συνεργασία με τον Δήμο Θήρας, να υπολογίσει τη φέρουσα ικανότητα, δηλαδή τα όρια αντοχής της Σαντορίνης σε μια σειρά παραμέτρους (πληθυσμός, δομημένη επιφάνεια, πολιτισμός, υποδομές, κρουαζιέρα), θα συμβάλει στην υπό εξέλιξη προσπάθεια του υπουργείου να διασφαλίσει τον ορθολογικό σχεδιασμό του μοναδικού αυτού νησιού.

Θετική είναι και η πρόνοια του νομοθέτη για «κατεδάφιση ορισμένων από τους ανώτερους ορόφους ή και του συνόλου κτιρίου κύριας χρήσης, προς όφελος του πολιτιστικού περιβάλλοντος», αλλά προβληματισμό δημιουργεί η –σε αντιστάθμισμα των παραπάνω– υπερβολική πριμοδότηση της επιτρεπόμενης κάλυψης. Αντίθετα, επικροτούμε την πρόβλεψη κατεδάφισης ορόφων για λόγους προστασίας, με αναγκαστική απαλλοτρίωση. Είναι σαφές ότι αυτές οι διατάξεις παρέχουν δυνατότητες διεξόδου στα κτίρια της περιοχής Μακρυγιάννη, περί ων οι αποφάσεις ΣτΕ Ολ. 705/2020, 706/2020, ή και σε άλλες ανάλογες περιπτώσεις. Υποχρέωση της πολιτείας είναι, συνεπώς, να πράξει τα δέοντα για τα προβληματικά αυτά κτίρια, καθώς και για το θέμα των υψών των κτιρίων σε όλη την επικράτεια.

Τέλος, θετικά αξιολογείται η επιδίωξη του νομοθέτη να καθορίσει τις οικονομικές δραστηριότητες που επιτρέπεται να αδειοδοτηθούν σε μια περιοχή βάσει της θεσμοθετημένης κατηγορίας χρήσεων γης. Πρόκειται για μια προσέγγιση που έπρεπε κάποια στιγμή να ακολουθήσει και η χώρα μας (αντίστοιχες πρακτικές εφαρμόζονται σε πολλές χώρες).

Υπάρχουν όμως και σοβαρές αδυναμίες. Συζητάμε για έναν νέο νόμο, τον τρίτο κατά σειράν μέσα στη δεκαετία για χωροταξία και πολεοδομία, δίχως να υπάρχει στην αιτιολογική έκθεση αξιολόγηση των προηγούμενων νομοθετημάτων. Συνεπώς, οδεύουμε προς ένα νέο σύστημα χωρικού σχεδιασμού, σχεδόν στα τυφλά, καθώς ο ένας από τους προηγούμενους νόμους δεν εφαρμόστηκε ποτέ (4269/14) και ο δεύτερος μόνο περιστασιακά (4447/16).

Εντοπίζεται, επίσης, η απουσία αναγκαίας πρόνοιας για τις αστικές αναπλάσεις, ζήτημα κρίσιμο για την αντιμετώπιση του φαινομένου της «θερμικής νησίδας» και εν γένει των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής. Δεν πρέπει να χαθεί αυτή η ευκαιρία.
Εξίσου σοβαρό, η σχεδόν αυτόματη έκδοση των αδειών που προβλέπεται στο άρθρο 46 του νομοσχεδίου, και δεδομένου ότι ο έλεγχος νομιμότητας γίνεται στο 30% των αδειών και μάλιστα εκ των υστέρων, είναι πολύ πιθανόν να γίνουν εργασίες οι οποίες δεν θα έχουν εγκριθεί από τα αρμόδια όργανα που ελέγχουν σήμερα (ανεπιτυχώς πολλές φορές) την εφαρμογή των ειδικών όρων δόμησης σε περιοχές με μοναδικά περιβαλλοντικά ή/και πολιτιστικά χαρακτηριστικά. Επισημαίνεται ότι η Ελληνική Εταιρεία έχει ήδη καταθέσει στη διαβούλευση τις θέσεις της επί σειράς ασαφών διατάξεων ή διατάξεων που φανερώνουν τη διστακτικότητα του νομοσχεδίου να επανεξετάσει κρίσιμα ζητήματα που είναι κάθε άλλο παρά συμβατά με την ορθολογική οργάνωση του χώρου. 

Στην Ελλάδα, οι τομείς της χωροταξίας και της πολεοδομίας δεν πάσχουν από έλλειψη νόμων. Το κύριο πρόβλημα είναι η αδυναμία πραγμάτωσης, που σε αρκετά μεγάλο βαθμό επηρεάζεται από την πολυνομία. Ο πληθωριστικός χαρακτήρας της βασικής νομοθεσίας και οι παθογένειες της ελληνικής διοίκησης καθιστούν τον σχεδιασμό μη λειτουργικό και την ανασφάλεια δικαίου αναπόφευκτη. Συγχρόνως, οδηγούν σε σπατάλη χρόνου και χρήματος, ακαμψία και αδράνεια, εντείνουν τις αδυναμίες συντονισμού των εμπλεκόμενων φορέων και συχνά ωθούν σε εξωθεσμικές λύσεις στα επείγοντα προβλήματα, με εξέχον χαρακτηριστικό παράδειγμα την ασύδοτη εκτός σχεδίου δόμηση. Αν σε αυτά προστεθεί η έλλειψη ελέγχου, τότε η αναποτελεσματικότητα του σχεδιασμού αποτελεί επακόλουθο. 

Θα ήταν ευκταίο, το επόμενο μεγάλο εγχείρημα του ΥΠΕΝ για την πολεοδομία και τη χωροταξία να επιχειρεί την κωδικοποίηση της νομοθεσίας, εγχείρημα αναγκαίο για την ευόδωση των αναπτυξιακών στόχων της χώρας μας βάσει των αρχών της αειφορίας.
 
* Ο Γιάννης Μιχαήλ είναι δρ αρχιτέκτων-πολεοδόμος, αντιπρόεδρος ΕΛΛΕΤ. 
** Η κ. Αλεξάνδρα Βλαντού είναι αρχιτέκτων-πολεοδόμος/χωροτάκτης, πρ. διευθύντρια Περιβαλλοντικού Σχεδιασμού ΥΠΕΝ.
*** Ο κ. Μιλτιάδης Λάζογλου είναι δρ χωροτάκτης-πολεοδόμος, συντονιστής ΕΛΛΕΤ για την Κλιματική Αλλαγή.

Keywords
Τυχαία Θέματα