«Τάσος Λειβαδίτης, Τραγουδάω όπως τραγουδάει το ποτάμι»

Την Πέμπτη 6 Μαρτίου παρουσιάζεται στην Ηλιούπολη το βιβλίο «Τάσος Λειβαδίτης, Τραγουδάω όπως τραγουδάει το ποτάμι», μια συλλογή με όλους του στίχους που έχει γράψει ο Λειβαδίτης όπως μελοποιήθηκαν από τους συνθέτες με τους οποίους συνεργάστηκε και με νέα κείμενα των: Γιάννη Βάγια, Γιώργου Δουατζή, Γιάννη Κουβαρά, Γιώργου Μαρκόπουλου, Απόστολου Μπενάτση. Το φωτογραφικό υλικό και τα χειρόγραφα που δημοσιεύονται είναι μια ευγενική παραχώρηση του Στέλιου Χαλά, εγγονού του Τάσου Λειβαδίτη.

Στο Β’ Μέρος του βιβλίου υπάρχει

εκ νέου επεξεργασμένο το Αφιέρωμα στον μελοποιημένο λόγο του Τάσου Λειβαδίτη, όπως κυκλοφόρησε στο 49ο τεύχος του περιοδικού Μετρονόμος σε επιμέλεια Σπύρου Αραβανή και Θανάση Συλιβού. Σε αυτό το αφιέρωμα τα κείμενα υπογράφουν οι: Μίκης Θεοδωράκης, Φώντας Λάδης, Γιώργος Μιχαλακόπουλος, Μίμης Πλέσσας, Πέτρος Πανδής, Μιχάλης Γρηγορίου, Θανάσης Συλιβός, Σταύρος Καρτσωνάκης, Λίνος Ιωαννίδης, Σπύρος Αραβανής, Μιχάλης Γελασάκης, Ηρακλής Οικονόμου (επιμ.), Αλέξης Λιόλης (επιμ.), Χρήστος Α. Μιχαήλ (επιμ.). Επίσης, φιλοξενούνται δυο καινούρια ζωγραφικά έργα του Άντη Ιωαννίδη, εμπνευσμένα από την ποίηση του Λειβαδίτη, δημοσιεύεται το κείμενο του Ορατοριου, «Σκοτεινή Πράξη», (σε ποίηση Τάσου Λειβαδίτη), του συνθέτη Μιχάλη Γρηγορίου καθώς και αναλυτικός κατάλογος της Εργογραφίας και της Δισκογραφίας του.

Για το βιβλίο θα μιλήσουν ο ποιητής Γιάννης Κουβαράς, ο φίλος του Τάσου Λειβαδίτη Γιάννης Βάγιας και ο Σπύρος Αραβανής (φιλόλογος-δημοσιογράφος).

Τραγούδια σε στίχους Τάσου Λειβαδίτη θα ερμηνεύσει ο γνωστός καλλιτέχνης Νίκος Ανδρουλάκης. Μαζί του ο Γιάννης Μπέκας, κιθάρα και ο Θεόδουλος Παρασκευαΐδης, μπουζούκι.

Ακολουθεί μια μικρή ανθολόγηση στίχων του Λειβαδίτη από ποιητικές του συλλογές που αναδεικνύουν την ποιητική και προσωπική του σχέση με τη μουσική, όπως εμπεριέχονται στο κείμενο του ποιητή Λίνου Ιωαννίδη, «Η μουσική στην ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη» :

“Κι αυτό το τραίνο που ήρθε από μια μακρινή πόλη, σταμάτησε στον έρημο σταθμό / δεν κατέβηκε κανείς παρά μόνο κάποιος μουσικός μ’ ένα φαρδύ ανεμοδαρμένο καπέλο / άνοιξε τη θήκη του βιολιού κι άρχισε να παίζει μια παράξενη μουσική / σα νά ‘θελε να μάς πείσει ότι όλα είναι δυνατά κι ότι δεν τελειώνει πουθενά ο κόσμος' (“Ο μουσικός με το φαρδύ καπέλο'),

“ή χτίζω ένα λαβύρινθο από χειρονομίες που ζητούσαν βοήθεια ή πηγαίνω κουτσαίνοντας, σαν ένας δίσκος γραμμοφώνου που γυρίζει ακόμα μέσα στα παιδικά μου χρόνια – γι’ αυτό κιόλας πολλοί παραπονιούνται για μυστηριώδεις θορύβους, αλλά εγώ αδιαφορώ ή ακόμα καλύτερα τινάζομαι απ’ τον ταραγμένο ύπνο μου, σαν μια δυνατή κι απρόοπτη μέρα – ή όπως η ποίηση που είναι ένα αίνιγμα από συνηθισμένα λόγια' (“Περίπατοι').

“ή άλλοτε περπατώντας τη νύχτα ολομόναχος άκουσα ένα πιάνο να παίζει / κι οι θλιμμένες νότες του ήταν σα νά ‘ρχονταν απ’ το βάθος ενός ονείρου / ή μιας άλλης ζωής / πού πήγαινα; τί γύρευα; Θα ξαναγυρίσουμε ποτέ;' (“Περιπλανήσεις'),

“πόσα λόγια χωρίς ανταπόκριση / κι η μουσική σκέφτομαι είναι η θλίψη εκείνων που δεν πρόφτασαν ν’ αγαπήσουν' (“Άνεμος του Νοεμβρίου'),

“ζήσαμε με χαμένα όνειρα και σκοτωμένη μουσική' (“Χρόνια της φωτιάς')

“πολλοί συντρόφοι πέθαναν, άλλοι χαθήκαν ακόμα πιο οριστικά, όσοι επιζήσαμε βαδίζουμε παράμερα, με τα ρολόγια μας σταματημένα σ’ έναν άλλο χρόνο (γι’ αυτό και γερνάμε τόσο επώδυνα) – και μόνο καμιά φορά καθώς στριφογυρίζουμε αμήχανα το καπέλο μας ακούγεται μια σιγανή μουσική από παλιά φθαρμένα κατορθώματα' (“Σιγανή μουσική'),

“Καμιά φορά τα βράδια, ιδιαίτερα όταν βρέχει, ο νους μου ταξιδεύει - πιο συχνά στα παιδικά μου χρόνια. Και τότε ξεπροβάλλει ο καθηγητής του βιολιού. Φορούσε μια ξεθωριασμένη ρεντικότα και μια περούκα μαδημένη – γελούσαμε μαζί του. Αλλά όταν μετά το μάθημα έμπαινε η μητέρα στην κάμαρα (για χάρη της ίσως) έπαιζε κάτι διαφορετικό – μια μελωδία ήρεμη και σοβαρή που μας έκανε να σοβαρευόμαστε κι εμείς άξαφνα, σα να μαντεύαμε αόριστα ότι στο βάθος η μουσική δεν είναι πάθος ή όνειρο, νοσταλγία ή ρεμβασμός / αλλά μια άλλη δικαιοσύνη' (“Η μουσική').

“Μπήκα στο κατάστημα, ήμουν αρκετά καλοντυμένος και μ’ ευγένεια ζήτησα ένα όργανο, “τι ακριβώς θέλετε;' με ρώτησαν, “ό,τι νά ‘ναι', τους απάντησα – με κοίταξαν παράξενα, / ναι, ό,τι νά ‘ναι, τους λέω, γιατί η δυστυχία, φίλοι μου, είναι πολύ μεγάλη για να μην κρύβεται κάτι πολύ μεγαλύτερο πίσω της' (“Κατάστημα μουσικών οργάνων'),

“Κύριε, τι θά ‘κανα χωρίς εσένα; Είμαι η ακατοίκητη κάμαρα κι είσαι ο μεγάλος Ξένος που ευδόκησες να την επισκεφτείς. Κύριε, τι θά ‘κανες χωρίς εμένα; Είσαι η μεγάλη αιώνια άρπα κι είμαι το εφήμερο χέρι που ξυπνάει τις μελωδίες σου' (“Ο ΤΥΦΛΟΣ ΜΕ ΤΟΝ ΛΥΧΝΟ', “ΣΥΝΟΜΙΛΙΕΣ', 5'),

“Κι εγώ που προσπάθησα μια ολόκληρη ζωή να το κρύβω, προδόθηκα την τελευταία στιγμή – ήταν ένα άθλιο πανδοχείο, η σκάλα του άρρωστη από τόσα αβέβαια βήματα, καθόταν μόνος στην άκρη, “σου εμπιστεύομαι τη ζωή μου', είπε και μού ‘δειξε το γυμνό τοίχο, όμως εγώ ήξερα τι ήθελε να πει, κι όταν ύστερα στο δρόμο τον αποχαιρέτισα “θα σε θυμάμαι πάντα, του λέω, και δε θ’ αφήνω ούτε μια πέτρα κάτω απ’ τη βροχή', κι άρχισε τότε να νυχτώνει, μια πένθιμη νύχτα, προδοτική, γιατί όλοι είχαν τώρα πεθάνει και δε δίναν σημασία στα όνειρα' (“Το πανδοχείο των μουσικών'),

“Συχνά τη νύχτα, χωρίς να το καταλάβω, έφτανα σε μια άλλη πόλη, δεν υπήρχε παρά μόνο ένας γέρος, που ονειρευόταν κάποτε να γίνει μουσικός, και τώρα καθόταν μισόγυμνος μες στη βροχή – με το σακάκι του είχε σκεπάσει πάνω στα γόνατά του ένα παλιό, φανταστικό βιολί, “το ακούς;' μου λέει, “ναι, του λέω, πάντα το άκουγα', ενώ στο βάθος του δρόμου το άγαλμα διηγόταν στα πουλιά το αληθινό ταξίδι' (“Ο μουσικός').

“και μόνον οι αναμνήσεις με υποβάσταζαν στο δρόμο, σαν τα μουσικά όργανα που είναι τυφλά κι όμως μας πηγαίνουν απ’ το χέρι ή ερωτευόμουν εν’ άστρο (για νά ‘χω έναν ακόμα λόγο να πεθάνω) – ας φυλλομετρήσουμε, λοιπόν, τις ταπεινές λάμπες της γης, μιας και οι ουρανοί είναι δυσανάγνωστοι' (“Κείμενα της προσεχούς μας ζωής'),

“Και κάθε τόσο απ’ το μεγάλο ρολόι του τοίχου ακούγονταν οι θλιβεροί ήχοι των επιζώντων / στο ίδιο σπίτι μέναμε πολλοί: / ο γέρος με το φλάουτο / ένας τρελός χωρίς ηλικία / ένα φάντασμα απ’ την Οδησσό / εγώ με τα χειρόγραφά μου εγκαταλελειμμένα στον ουρανό', (“Ίνα πληρωθή το ρηθέν…')

“θα τα πεις όλα' φώναξε κάποιος κι άρχισα να τους διηγούμαι για τη μητέρα μου: το καλοκαίρι τα βράδια τραγουδούσε την “Παλόμα' μπρος στ’ ανοιχτό παράθυρο, ο παππούς τη συνόδευε με την κιθάρα, το φεγγάρι τους φώτιζε σα νά ‘ταν αιώνιοι' (“Ιστορική σύγχυση').

Βιβλιοπωλείο Απρόβλεπτο, Ρήγα Φεραίου 25, Ηλιούπολη, τηλ. 210 99 40 110, mail:[email protected]

Keywords
Αναζητήσεις
tasos leivaditis, μπουζουκι λακης παρασκευαιδης
Τυχαία Θέματα