Γ. Βουνιώτης:Σκότωσε 5 Τουρκάλες, καταδικάστηκε σε θάνατο

Η πρόσφατη ομολογία του Τουρκοκύπριου στελέχους της ΤΜΤ, Τουργκούτ Γενακραλί, ότι δολοφόνησε αδιάκριτα Ελληνοκύπριους αιχμαλώτους κατά την εισβολή και ένα άρθρο του συνάδελφου Λάζαρου Μαύρου για τη θανατική καταδίκη του Γιάννη Βουνιώτη, ενόχου για τον εκ προμελέτης θάνατο πέντε Τουρκάλων στις 10 Νοεμβρίου στην Άλασσα, έφερε στον νου μου το αποτρόπαιο εκείνο έγκλημα, που το έζησα, χωρίς να το θέλω, μερικές μόνο ώρες μετά τη διάπραξή του και είχα συγκλονιστεί τόσο, που είπα στον δολοφόνο, όταν ήρθε να μου το εκμυστηρευτεί, να φύγει από κοντά μου να πάει να γκρεμιστεί. Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα

από την αρχή:

Ήταν βράδυ της 10ης Νοεμβρίου του 1974. Εργαζόμουν ως υπεύθυνος βάρδιας στην εφημερίδα «Μάχη», όταν μπήκε ξαφνικά στο γραφείο μου, φανερά αναστατωμένος, ο Γιάννης Βουνιώτης, από το Βουνί, κάτοικος Μοναγρίου, και ζητούσε τον Νίκο Σαμψών. Του είπα ότι δεν είναι μέσα και τον ρώτησα τι τον ήθελε.

Είχα αντιληφθεί από το ύφος του ότι κάτι πολύ σοβαρό συμβαίνει, και τον ρώτησα: «Τι συμβαίνει, ρε Γιαννή, και είσαι τόσο ανήσυχος;». Τον γνώριζα από παλιά, όταν μου τον έφερε ο Νίκος Σαμψών για να τον βοηθήσω. Είχε συλληφθεί για κατοχή αυτόματου οπλοπολυβόλου «Στεν» και τον κρατούσαν στον αστυνομικό σταθμό Λάνιας. Εκεί διέλαθε της προσοχής των αστυνομικών και τα κατάφερε να έλθει στη Λευκωσία, στη «Μάχη». Ο Σαμψών μού είπε να παρακαλέσω τον φίλο μου Υπουργό Εσωτερικών και Άμυνας, αείμνηστο Επαμεινώνδα Κωμοδρόμο, να τον αφήσουν ελεύθερο, γιατί είναι κρίμα η οικογένειά του. Και ο πονόψυχος Κωμοδρόμος διέταξε και τον άφησαν ελεύθερο χωρίς να κατηγορηθεί. Μόλις του ανακοίνωσα ότι είναι ελεύθερος, με ευχαρίστησε και, προτού φύγει, του είπα:

«Γιαννή, να πάεις στο καλόν, αλλά να βάλεις νουν. Να είσαι πολύ προσεχτικός στο μέλλον. Να παρατήσεις τις κλεψιές, τα νταϊλίκια, και τις άλλες παρανομίες και πελλάρες, διότι, αν παρανομήσεις και συλληφθείς, θα τιμωρηθείς αυστηρά». Δυστυχώς, οι συμβουλές και οι παραινέσεις μου δεν έπιασαν τόπο. Έπεσαν στο κενό.

Πώς τις ξεγέλασε

Όταν ο Βουνιώτης μού εκμυστηρεύτηκε το αποτρόπαιο έγκλημά του το βράδυ της 10ης Νοεμβρίου του 1974, τον ρώτησα πού βρήκε τις Τουρκάλες και γιατί τις σκότωσε, οπότε άρχισε να μου λέγει: «Ήξερα ότι Τούρκοι φεύγουν κρυφά από τις ελεύθερες περιοχές και πηγαίνουν στα κατεχόμενα, πληρώνοντας ακριβά για τη μεταφορά τους. Έτσι κι εγώ πλησίασα τις Τουρκάλες και τους είπα ότι είμαι πρόθυμος να τις μεταφέρω με το "βαν" μου στα κατεχόμενα. Δέχθηκαν και το βράδυ πήγα και τις πήρα, αφού πρώτα με πλήρωσαν αδρά. Μόλις φθάσαμε έξω από την Άλασσα με πείραξε ο σατανάς και οδήγησα από έναν χωματόδρομο το "βαν" με τις Τουρκάλες στην κοίτη του ποταμού. Τις κατέβασα μια-μια, τις σκότωσα και έφυγα, αφήνοντάς τις εκεί. Τι να κάμω τώρα; Πού να τις πάρω; Να τις θάψω εκεί; Δεν ξέρει κανένας τίποτε».

«Τίποτα δεν σε σώζει»

Συγκλονισμένος απ' όσα άκουγα, δεν ήθελα να τα πιστέψω. Πώς ήταν δυνατό να σκοτώσει πέντε γυναίκες, που τον πλήρωσαν για να τις βοηθήσει; Έμεινα άναυδος και μετά του είπα, σε έντονο ύφος: «Ρε Γιαννή, εκατάλαβες τι έκαμες; Έγινες ένας απαίσιος, στυγνός δολοφόνος. Διέπραξες ένα άγριο, στυγερό, αποτρόπαιο έγκλημα. Σκότωσες πέντε ανυπεράσπιστες γυναίκες. Το έγκλημά σου είναι πρωτοφανές και πρωτάκουστο. Εκτός των άλλων κακών, δίνεις αφορμή στους Τούρκους να σκοτώνουν αδιάκριτα εγκλωβισμένους στα κατεχόμενα. Δεν τη γλιτώνεις την κρεμάλα. Τίποτε δεν σε σώζει. Τι άλλο να σου πω; Πήγαινε παραδώσου στην Αστυνομία, ίσως και ελαφρύνεις τη θέση σου με την ομολογία σου. Συμβουλέψου έναν δικηγόρο και πες του να σε συνοδέψει, να πας να παραδοθείς».

Ο Γιαννής, που με άκουε στέκοντας, με ρώτησε αμήχανος πού να παραδοθεί και τι να πει στην Αστυνομία, γιατί φοβόταν μήπως τον κακοποιήσουν οι αστυνομικοί. «Ρε», του είπα, «σκότωσες πέντε ανυπεράσπιστες γυναίκες και φοβάσαι τώρα ότι θα σε δέρουν οι αστυνομικοί; Να εύχεσαι και να παρακαλείς να μη σε κρεμάσουν για το αποτρόπαιο έγκλημά σου. Φύγε και πήγαινε σε όποιον αστυνομικό σταθμό θέλεις. Μόνο μην πεις ότι ήρθες εδώ και μου αποκάλυψες το έγκλημά σου. Όχι τίποτε άλλο, αλλά για να μη μας μπλέξεις στα καλά καθούμενα». Έφυγε ο Γιαννής χωρίς να πει λέξη κι εγώ τηλεφώνησα στην Αστυνομία, ενημερώνοντάς την. Πού παραδόθηκε και αν συνοδευόταν από δικηγόρο, δεν ξέρω. Την άλλη μέρα, όμως, ανακοινώθηκε η σύλληψή του και ενημέρωσα τον Σαμψών για την επίσκεψη του Γιαννή στην εφημερίδα, λέγοντάς μου ότι πολύ καλά διαχειρίστηκα το θέμα.

Ένοχος πενταπλού φόνου

Τελικά, η κυπριακή Δικαιοσύνη αποφάσισε, όταν οι Αττίλες και οι δολοφόνοι της ΤΜΤ σκότωναν αδιάκριτα αιχμαλώτους, ομήρους αμάχους, γυναικόπαιδα και ατίμαζαν Ελληνίδες Κύπριες, που είχαν την ατυχία να εγκλωβιστούν στις κατεχόμενες ακόμη και σήμερα, με τη βία των όπλων, πατρογονικές τους εστίες. Και η απόφαση της κυπριακής Δικαιοσύνης ήταν σαφής και αμείλικτη: Ο Γιαννής Αντωνίου Βουνιώτης βρέθηκε ένοχος πενταπλού φόνου και καταδικάστηκε σε θάνατο.

Το έκτακτο Κακουργιοδικείο, που συνεδρίαζε στη Λεμεσό, στις 11 του Γενάρη του 1975 απένειμε δικαιοσύνη. Την άλλη μέρα, Κυριακή, όλες οι εφημερίδες έγραφαν για τη θανατική καταδίκη του Ιωάννη Αντωνίου Βουνιώτη. Η εκτέλεση της ποινής του, σύμφωνα με την απόφαση, θα γινόταν σε δυο μήνες, στις 13 Μαΐου. Η ποινή, όμως, μετατράπηκε αργότερα σε ισόβια δεσμά, αλλά δεν πρόλαβε, τελικά, να την εκτίσει. Επενέβη η θεία Νέμεσις και εκδικήθηκε τον θάνατο των πέντε Τουρκάλων με τη δική της καταδίκη. Ο Γιαννής έθεσε τέρμα στη ζωή του. Αυτοκτόνησε μέσα στο κελί του, στις Κεντρικές Φυλακές. Ήταν μόνο 35 χρονών.

Keywords
Τυχαία Θέματα