Βήματα εμπιστοσύνης από Αθήνα – Άγκυρα

Η διεθνής κοινότητα, εγκλωβισμένη στις αντιλήψεις της για τη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής και των διεθνών σχέσεων, δυσκολεύεται να αφομοιώσει τη στάση που τηρεί πλέον ο κ. Ερντογάν έναντι της Ελλάδος, αλλά και τη θετική υποδοχή αυτής της πολιτικής από την πλευρά του κ. Μητσοτάκη.

Με δημοσιεύματα, όπως το πολύ πρόσφατο του «Economist», εικάζονται μελλοντικές πολιτικές συμπεριφορές του Προέδρου Ερντογάν. Η προσέγγιση του διεθνούς περιοδικού διαμορφώνεται στη βάση των εμπειριών ενός αποικιοκρατικού παρελθόντος που, ακόμη και σήμερα, τη διαφορετικότητα διαμόρφωσης εξωτερικής πολιτικής την αντιμετωπίζει με καχυποψία.

Ατυχώς την προσέγγιση που προωθεί το περιοδικό συμμερίζονται και αναλυτές στην Ελλάδα, παραβλέποντας ότι οι αποφάσεις των Αθηνών και της Άγκυρας πρωτίστως επιδιώκουν οικοδόμηση εμπιστοσύνης και αμοιβαίου σεβασμού, επί των οποίων θα στηριχθούν προσδοκίες αλλαγών ακόμη και επί άκαμπτων εθνικών θέσεων.

Όταν ο Γκορμπατσώφ προχώρησε στην Περεστρόικα και την Γκλάστνοστ ο δυτικός κόσμος και οι ΗΠΑ χρειάσθηκαν έξι μήνες για να κατανοήσουν το αίτημα για αμοιβαία εμπιστοσύνη που εξέπεμπε η άλλη πλευρά.

Μόνο με ψύχραιμη ανάλυση των σημαντικών εξελίξεων Ελλάδας – Τουρκίας μπορούμε να ανταποκριθούμε άμεσα στη σπουδαιότητα των δράσεων που υπηρετούν διμερείς, αλλά και διεθνείς σχέσεις των κρατών.

Η Τουρκία διά του υπουργού Εξωτερικών της ανακοίνωσε ότι θα στηρίξει την υποψηφιότητα της Ελλάδος για να εκλεγεί ως Μη Μόνιμο Μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας, την περίοδο 2025-2026.

Ο Πρόεδρος Ερντογάν, διατηρώντας τον πολιτικό του ρόλο και χωρίς να επιτρέπει σε οποιονδήποτε, εσωτερικό ή διεθνή, αντίπαλο να ισχυρισθεί ότι ταπεινώνεται από την πολύπλευρη διεθνή πίεση που ασκείται από:

Α. ΗΠΑ για να επιστραφεί το αντιαεροπορικό σύστημα S-400 στη Ρωσία

Β. Ρωσία για να προχωρήσει η αγορά και της δεύτερης συστοιχίας του συστήματος και να πληρωθούν οι αγορές, σύμφωνα με τα υπογραφέντα συμβόλαια

Γ. Ισλαμικά κράτη για να σταματήσει η ηγεμονική επεκτατική πολιτική της Τουρκίας

Δ. Δυτικούς συμμάχους, πρωτίστως τις ΗΠΑ χωρίς εμφανή ανταλλάγματα, για ουσιαστική εξέλιξη των σχέσεων με Ισραήλ και Αίγυπτο

Ε. ΝΑΤΟ που ευνοεί και τη στρατηγική σχέση ΗΠΑ – Ελλάδος, συμπεριλαμβάνοντας την ταχύτατη αναβάθμιση της Αλεξανδρούπολης, της Σούδας, του Στεφανοβίκιου, της Λάρισας

Δ. Ε.Ε., χωρίς να απειλεί για ακύρωση της ενταξιακής διαδικασίας (και να ήθελε δεν μπορεί να το πράξει, επειδή δεν προβλέπεται από τις συνθήκες), που ωθεί την Τουρκία να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της έναντι της Ε.Ε., στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και η πλήρης αναγνώριση, χωρίς αστερίσκους και παραπομπές, της Κυπριακής Δημοκρατίας

αναγνωρίζει με τη δημόσια τοποθέτησή του ότι αποδέχεται πως η πολιτική της Ελλάδος από τη θέση του Μη Μόνιμου Μέλους του Συμβουλίου Ασφαλείας εξυπηρετεί αποτελεσματικά τη διεθνή προσπάθεια για παραμερισμό οποιασδήποτε διεθνούς παρανομίας, που έχει φέρει τον πλανήτη μας στα όρια μίας παγκόσμιας σύγκρουσης.

Τι αποδέχεται ο Ερντογάν

Κατά συνέπεια η Τουρκία, αποδεχόμενη ότι η Ελλάδα στο Σ.Α. θα εργασθεί επίσης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και την προστασία του περιβάλλοντος, διαμηνύει στα ομόθρησκα μουσουλμανικά κράτη τον σεβασμό της Αθήνας στα συναφή διεθνή κείμενα που έχει υπογράψει, μεταξύ των οποίων η Συνθήκη της Λωζάννης και ιδιαιτέρως το κεφάλαιο που αφορά στη Μουσουλμανική Μειονότητα της Θράκης.

Η Άγκυρα με την υποστήριξη της ελληνικής υποψηφιότητα στο Σ.Α. του ΟΗΕ σηματοδοτεί την επανέναρξη των διερευνητικών, τη διαμόρφωση ΜΟΕ στο ΝΑΤΟ και κυρίως αναθεωρεί τη θέση της στον Οργανισμό Ισλαμικής Διάσκεψης (ΟΙΔ), στον οποίο για σειρά ετών καταγγέλλει την Ελλάδα για παραβίαση των δικαιωμάτων της Μειονότητας στη Θράκη και των μουσουλμάνων της Δωδεκανήσου.

Η συζήτηση πλέον δεν μπορεί να αφορά την πιθανολογούμενη κρυφή Ημερήσια Διάταξη της Τουρκίας, αλλά τη φανερή και δημοσιοποιημένη απόφαση της Άγκυρας να συνεχίσει να πολιτεύεται χωρίς βροντώδεις δηλώσεις, αλλά με ουσιαστικές ποιοτικές κινήσεις αναμφισβήτητης πολιτικής και διπλωματικής συμπεριφοράς.

Αμοιβαία εμπιστοσύνη

Οι σταθερές, ξεκάθαρες τοποθετήσεις του Έλληνα πρωθυπουργού καθώς και οι πρόσφατες σαφέστατες δηλώσεις του υπουργού Εξωτερικών κ. Ν. Δένδια επιτρέπουν στην Τουρκία να αντιληφθεί ότι η αμοιβαία εμπιστοσύνη οικοδομείται προς όφελος όλων και των συμφερόντων της ευρύτερης περιοχής, χωρίς στερεότυπα και προκαταλήψεις.

Ακόμη και η εκφρασμένη επιθυμία της Τουρκίας να υποστηριχθεί για την εκλογή Γενικού Γραμματέα του Διεθνούς Οργανισμού Ναυσιπλοΐας υποδηλώνει ότι η Άγκυρα θα υπηρετήσει τα θεσμικά συμφέροντα της ασφαλούς και ελεύθερης ναυσιπλοΐας (εφαρμογή της UNCLOS σε σχέση και με τα 12 ν.μ.), της απρόσκοπτης προσέλευσης σε όλους τους λιμένες σκαφών επισήμως αναγνωρισμένων κρατών, θέματα επί των οποίων τόσο η Ελλάδα όσο και η Κυπριακή Δημοκρατία έχουν διαχρονικά συμφέροντα.

Ευκαιρίες για την Αθήνα

Όσα συμβαίνουν τις τελευταίες ημέρες αφορούν στη διεθνή μας πολιτική και δεν μπορούν να μην αξιοποιηθούν από τη χώρα μας.

Η επιστολή συγχαρητηρίων του Προέδρου Ερντογάν αποτελεί μία χειρονομία αβροφροσύνης μεταξύ ηγετών, που στη συγκεκριμένη στιγμή της πολιτικής τους διαδρομής επιλέγουν να ξεπεράσουν μακροχρόνιες αναστολές και προκλητικές πολιτικές, επειδή αμοιβαία εκτιμούν από την υπεύθυνη θέση που κατέχουν ότι η στιγμή που διαμορφώνεται πολιτικά δεν μπορεί παρέλθει ανεκμετάλλευτη. Η απόφασή τους πιθανώς εμπεριέχει προσωπική αλλά και πολιτική εκτίμηση, αλλά για αυτές θα κριθούν σύντομα σε εκλογικές αναμετρήσεις.

Κανένας από τους δύο ηγέτες δεν τοποθετήθηκε ισχυριζόμενος ότι δεσμεύεται να αναθεωρήσει άμεσα τις θέσεις που καθορίζουν την πολιτική στις μεταξύ τους διεκδικήσεις. Όμως και οι δύο, αποδεχόμενοι την αλληλοϋποστήριξη στους διεθνείς Οργανισμούς, θέτουν μία σοβαρή βάση οικοδόμησης αμοιβαίας εμπιστοσύνης.

Πολιτική τομή

Οι ηγέτες Ελλάδος και Τουρκίας με τις αποφάσεις τους επιτυγχάνουν πολιτική τομή. Πραγματοποιούν ένα σημαντικό βήμα, αποτέλεσμα πολιτικής αποφασιστικότητας. Η ανάγκη παραμερισμού των διμερών δυσκολιών δεν προέκυψε ύστερα από πολεμική ή άλλη σύγκρουση, αλλά από γεγονότα τα οποία κανένας άνθρωπος δεν θα μπορούσε να προβλέψει. Παρά το οποιοδήποτε πολιτικό κόστος, γυρίζουν τη σελίδα της πολιτικής των δύο χωρών. Οι όροι, για να αναδειχθεί από τις αποφάσεις τους σημαντικό πολιτικό αποτέλεσμα ηγετικών κινήσεων, μάλλον προδιαγράφονται θετικοί.

Βέβαια τελικός κριτής των επιλογών τους είναι ο λαός που εκλέγει τους ηγέτες και αμέσως μετά τις εκλογές όποιος παρακολουθεί και καταγράφει τα πολιτικά γεγονότα προκειμένου η διεθνής κοινότητα να αντλεί τα συμπεράσματά της.

Όταν η Ελλάδα προχώρησε στη Συμφωνία των Πρεσπών η διεθνής κοινότητα κατέγραψε θετικά την εξέλιξη και αξιολόγησε το πλεονέκτημα που προκύπτει από τη συμφωνία για την περιοχή και ειδικότερα για τη σταθερότητα στα Δυτικά Βαλκάνια.

Όταν η Ελλάδα ανέδειξε τις τριμερείς συνεργασίες, που εξελίχθηκαν σε πολυμερείς, η διεθνής κοινότητα παρακολούθησε με ενδιαφέρον και στη φάση ωριμότητας του εγχειρήματος οι ΗΠΑ και η Γαλλία ενίσχυσαν με πολιτική δυναμική την περιφερειακή συνεργασία.

Όταν η Ελλάδα συμπεριφέρθηκε με μεγάλη συνέπεια στην αντιμετώπιση της κρίσης που προκάλεσε η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, οι εταίροι, οι σύμμαχοι, αλλά και πολλοί άλλοι φίλοι της χώρας συνειδητοποίησαν ότι η αλληλεγγύη που πάντοτε υποστηρίζει η Ελλάδα δεν αποτελεί μονομερή διεκδίκηση, αλλά θέση αρχών και αμοιβαίας εμπιστοσύνης.

Όταν η Ελλάδα ανελάμβανε πρωτοβουλίες στην Ε.Ε., για να εξηγήσει μόνη προς όλους τους εταίρους ότι οι αρχές μας δεν μπορεί να ισοπεδώνουν την πολιτισμική και πολιτική διαφορετικότητα των συνομιλητών μας, οι Ευρωπαίοι συνομιλητές μας ήταν επιφυλακτικοί, κάποιοι καχύποπτοι και άλλοι τιμωρητικοί, όμως σήμερα η Ελλάδα συγκαταλέγεται μεταξύ των κρατών που παρουσιάζουν απόψεις χωρίς να μπορεί οποιοσδήποτε να ισχυρισθεί ότι η Αθήνα πολώνει το πολιτικό περιβάλλον, επειδή επιδιώκει αποκλειστική ικανοποίηση των εθνικών της θέσεων.

Στο εσωτερικό της χώρας ακόμη υπάρχουν διστακτικοί αναλυτές, που προβάλλουν διάφορα σενάρια. Στις δημοκρατίες ο διάλογος εξελίσσεται μέσω πολλών απόψεων και αντιπαραθέσεων. Το πολιτικό ζητούμενο είναι να μη δηλώσουμε αδυναμία στη διαχείριση πολύπλοκων διεθνών προκλήσεων, κυρίως όταν το πλαίσιο που διαμορφώνεται οδηγεί ηγέτες γειτονικών μας χωρών να υποστηρίζουν δημόσια ότι η Ελλάδα ορθώς διεκδικεί θέση Μη Μονίμου Μέλους στο Συμβούλιο Ασφαλείας και ότι η Ελλάδα μεταξύ των βαλκανικών κρατών αποτελεί τον γείτονα που αντιλαμβάνεται ορθά τις επιθυμίες όλων και μπορεί με μεγάλη αξιοπιστία να μεταφέρει την πραγματική εικόνα της περιοχής στην Ε.Ε. (από τις εργασίες του πρόσφατου Οικονομικού Φόρουμ που πραγματοποιήθηκε στα Σκόπια με τη συμμετοχή τριών πρωθυπουργών και μεγάλου αριθμού υπουργών).

Η διεθνής πρόκληση για τον πολιτικό κόσμο είναι δεδομένη. Η ελληνική κυβέρνηση μαζί με το σύνολο των δημοκρατικών κομμάτων της χώρας, κυρίως τώρα που κορυφώνεται η προεκλογική συζήτηση, μπορεί να ανταποκριθεί αποτελεσματικά και στις διεθνείς απαιτήσεις, που συνδιαμορφώνουμε με την Τουρκία και τα γειτονικά βαλκανικά κράτη.

Διαβάστε επίσης:

ΣΥΡΙΖΑ: Προγραμματική αντεπίθεση με πρώτο σταθμό το ιδιωτικό χρέος

Αύξηση φορο-εσόδων εξαιτίας της ακρίβειας – Η κυβέρνηση μάζεψε 10 δισ. ευρώ με υπεραπόδοση στα 1,25 δισ.

Τα «όπλα» και οι «φόβοι» του Μητσοτάκη

Keywords