Κριτική ταινίας: «Η δίκη ενός σκύλου» – Πού αρχίζουν και πού τελειώνουν τα δικαιώματα…

Τίτλος ταινίας: Η δίκη ενός σκύλου
Σύνοψη: Ένας σκύλος δαγκώνει μια γυναίκα και…προσάγεται σε δίκη, αφού αρχικά, συνδεδεμένος με το αφεντικό του, καταδικάζεται σε ευθανασία. Μια δικηγόρος καταφέρνει ν’ αποσυνδέσει τις δύο υπάρξεις και ν’ αντιμετωπιστούν από το δικαστήριο ανεξάρτητα η μία από την άλλη.
Σκηνοθεσία: Λετισιά Ντος
Παίζουν: Λετισιά Ντος, Φρανσουά Νταμιέν, Κόντι ο σκύλος

Τι κι αν ο σπουδαίος Φρανσουά Τριφό έλεγε «ποτέ μη γυρίζεις ταινία με σκύλους και παιδιά», συνοψίζοντας τις δυσκολίες σε μια σκηνή με γάτα, στην ταινία του «Αμερικάνικη νύχτα». Η Ελβετίδα Λετισιά Ντος βάλθηκε να τον διαψεύσει, σκηνοθετώντας έργο με πρωταγωνιστή έναν σκύλο και δίπλα του, να κι ένα παιδί. Με τέτοια επιτυχία, μάλιστα, που ο πρωταγωνιστής της, Κόντι ο σκύλος, κέρδισε στις Κάννες…palm dog, δηλαδή Φοίνικα σκύλου. Δεν ξέρω αν ανέβηκε στη σκηνή να παραλάβει το βραβείο του ο σκύλος, αλλά σίγουρα δε θα έχει το μερίδιο που του αναλογεί σε κέρδη, αφού το φιλμ σημειώνει μεγάλη επιτυχία. Πέραν όλων, ενδείκνυται για θερινό κινηματογράφο, έστω κι αν δεν προσφέρει μεγάλες υπηρεσίες στον ίδιο τον κινηματογράφο, πλην του φοβερού σκύλου και της επιτυχημένης σκηνοθεσίας του.

Θα μπορούσαμε να κατατάξουμε την ταινία σε μια σειρά ανάλογων έργων, με κωμική διάθεση, που όμως κρύβουν και μια άλλη, σοβαρή διάσταση. Πιο γνωστή περίπτωση, το «Θεέ μου, τι σου κάναμε;», με μια συντηρητική οικογένεια η οποία βλέπει τις κόρες της να παντρεύονται συζύγους από τις τέσσερις γωνιές τη γης. Στο ίδιο μήκος κύματος «Η δίκη ενός σκύλου», σαφώς πιο ενδιαφέρουσα σκηνοθετικά, αφού η επιλογή της στο πρωτοποριακό τμήμα του Φεστιβάλ των Καννών «Ένα κάποιο βλέμμα» της παρέχει πιστοποιητικό αρτιότητας. Αν σκεφτεί κάποιος ότι πρόκειται για το τμήμα στο οποίο απέσπασε το πρώτο του βραβείο ο Γιώργος Λάνθιμος, ίσως περιμένει κάτι ανάλογα «σύνθετο», όχι όμως… Εδώ η πρωτοπορία έγκειται στο ρόλο του σκύλου, καθώς το σενάριο διακρίνεται για δόσεις απλουστευμένης διδακτικότητας και η σκηνοθεσία αποφεύγει τις αισθητικές ακροβασίες, κρατώντας με συνέπεια έναν ανάλαφρο τόνο.

Όσο να φτάσουμε στο τελικό, διδακτικό λογύδριο, μεσολαβεί μια παρέλαση ανθρώπινων χαρακτήρων, πολλοί από τους οποίους διεκδικούν τα δικαιώματά τους. Θα μπορούσε να αποτελεί ένα μουσείο του σύγχρονου δικαιωματισμού, όπου βλέπει κάποιος μειωτική αντιμετώπιση των γυναικών, συνεχείς σεξουαλικές παρενοχλήσεις εις βάρος τους, έναν έγχρωμο εκπαιδευτή σκύλων, που μπορεί και διαβάζει τις σκέψεις τους, ένα ζευγάρι ομοφυλόφιλων «κυνοτρόφων», μια ταλαίπωρη μετανάστρια καθαρίστρια, θύμα του σκύλου, να διεκδικεί την ισότιμη κοινωνική της αναγνώριση και κυρίως ένα παιδί, αντικείμενο γονικής βίας. Αυτό το τελευταίο αποτελεί ένα άλλο, παράλληλο κομμάτι του φιλμ, το οποίο δύσκολα συνδέεται με το κεντρικό θέμα. Μάλλον περιττό… Έτσι κι αλλοιώς υπάρχει αρκετό περιττό βάρος στην ταινία, η οποία ξεκινάει από μια ευφυή σεναριακή ιδέα και δυστυχώς τελειώνει σ’ αυτήν: ένας σκύλος καταδικάζεται σε ευθανασία, λόγω της επίθεσής του σε μια γυναίκα, που θέλησε να τον χαϊδέψει.

Μια χασοδίκης δικηγόρος ( την υποδύεται η ίδια η σκηνοθέτης ) καταφέρνει να παραπεμφθεί το τετράποδο σε δίκη ανεξάρτητη από αυτήν του αφεντικού του. Ασφαλώς έξυπνη σκέψη. Γύρω της η Ντος αρθρώνει ένα κωμικό δικαστικό φιλμ, με το γέλιο να προέρχεται από τις υπερβολές της δικαιωματικής διεκδίκησης. Όφειλουμε ν’ αναγνωρίσουμε ότι η Ντος αγγίζει αυτές τις πλευρές, δίχως να υποκύψει στην ευκολία της προσχώρησης στον άκριτο και άκρατο «δικαιωματισμού».  Διατηρεί την απαιτούμενη ειρωνία, τουλάχιστον στην εξέλιξη της δίκης. Κορυφαία στιγμή η σύγκρουση ομάδων έξω από το δικαστήριο, ανάμεσα σε αυτούς που απαιτούν την ευθανασία του σκύλου κι αυτούς που υπερασπίζουν την απελευθέρωσή του. 

Μετά από αυτά, ο σκύλος χρησιμοποιείται στο φιλμ, ως διδακτικό υπόδειγμα της δύναμης της παιδείας, αφού πρώτα περάσει τεστ αξιολόγησης της επικινδυνότητάς του. Ο σκύλος, τελικά, ανήκει στη φύση, είναι η εξημερωμένη μορφή του λύκου και απολύτως συμβιωτική με τον άνθρωπο. Λίγο πολύ, προβάλλεται η αξία των συναισθηματικών του ιδιομορφιών, κάπως σαν αυτά που περιγράφει ο Λάιαλ Γουάτσον, στο κλασικό βιβλίο του «Υπερφύση», όπου ακόμη και τα δέντρα έχουν ψυχή. Πριν προλάβετε να γελάσετε, δεν θα ήταν κακή ιδέα μια ματιά στο βιβλίο, αφού και η ταινία σε ανάλογα, ενδιαφέροντα συμπεράσματα καταλήγει. Μόνον που διατυπώνονται περισσότερο με τον λόγο, παρά με τις εικόνες.

Αξιολόγηση: **

Keywords