Μεσαιωνικά επαγγέλματα που σίγησαν/ Μέρος πρώτο

Κάθε φορά που ο άνθρωπος εφευρίσκει κάτι νέο, μια μηχανή, ένα υλικό, έναν διαφορετικό τρόπο να μεταφέρει, να φωτίσει ή να γράψει, μια μικρή κοινωνία τεχνιτών σιωπά. Ένα επάγγελμα χάνει τη χρησιμότητά του. Ένα ζευγάρι χέρια που κάποτε ήξερε να χαράζει, να ράβει, να υπολογίζει, μένει χωρίς αντικείμενο. Κι αυτό μοιάζει, εκ πρώτης όψεως, με αδικία.

Κι όμως, είναι ακριβώς αυτή η παράξενη αδικία που γεννά την πρόοδο. Αν ο κόσμος δεν είχε «προδώσει» τον περγαμηνοποιό, δεν θα είχαμε βιβλιοθήκες προσιτές σε όλους. Αν δεν είχε ξεχάσει τον φανοκόρο, δεν θα υπήρχαν φωτισμένοι δρόμοι για τους μοναχικούς της νύχτας. Αν δεν είχε ξεπεράσει τον αντιγραφέα, δεν θα τυπωνόταν ποτέ η «Ανατομία του Ντεκάρτ», ούτε τα «Άνθη του Κακού».

Η ανθρώπινη ιστορία δεν είναι ένα παραμύθι σταθερών επαγγελμάτων, αλλά ένας παλμός αλλαγής. Η τεχνολογική καινοτομία δεν είναι εχθρός του ανθρώπου, αλλά μια προέκταση της επιθυμίας του να ζει καλύτερα, γρηγορότερα, ασφαλέστερα, ευκολότερα. Κάθε εργαλείο που εφηύραμε, μας προσέφερε χρόνο. Κι ο χρόνος έγινε γνώση, χαρά, φροντίδα, παιχνίδι, ελευθερία!

Και παρ’ όλα αυτά, κάθε φορά που γεννιέται κάτι καινούργιο, ακούγεται η ίδια μουρμούρα: «θα χαθούν δουλειές», «θα ξεχαστεί η τέχνη», «θα καούν τα παλιά». Από τις φωνές που πολεμούσαν την ατμομηχανή και τον ηλεκτρισμό μέχρι εκείνους που θεώρησαν το ραδιόφωνο και την τηλεόραση όργανα αποχαύνωσης, η αντίσταση στην αλλαγή είναι μια ανθρώπινη σταθερά. Οι ανοησίες περί τέλους του κόσμου που κάθε φορά μεταμφιέζονται σε ηθικό πανικό ή προφητική καταστροφή, δεν εξέλιπαν ποτέ. Και σήμερα, εν έτει 2025, εμφανίζονται ξανά: με άλλη φωνή, άλλο πρόσωπο, αλλά την ίδια αφετηρία.

Η τεχνητή νοημοσύνη, η κατακλυσμιαία αυτή καινοτομία που προσαρμόζει τη ζωή μας σε μια προαναγγελθείσα εξέλιξη, δεν διαφέρει σε τίποτε από τις παλαιότερες επαναστάσεις. Ναι, θα αλλάξει εργασιακά μοντέλα, θα εκτοπίσει επαναλαμβανόμενες εργασίες, θα γεννήσει ανασφάλειες. Μα ήδη βελτιώνει την ποιότητα ζωής, παρέχει προσβασιμότητα, ενισχύει την έρευνα και προσφέρει ένα νέο εργαλείο γνώσης και δημιουργίας. Όπως και κάθε τεχνολογία, δεν είναι ο εχθρός. Έχουμε όμως την ευθύνη να τη χρησιμοποιήσουμε σωστά.

Αν είμαστε τίμιοι, θα παραδεχτούμε ότι κανένα επάγγελμα δεν είναι αιώνιο. Μόνο το ίδιο το ανθρώπινο πάθος για δημιουργία, μάθηση και προσαρμογή διαρκεί στο διηνεκές. Το τίμημα της καινοτομίας δεν είναι η απώλεια των παλιών επαγγελμάτων· είναι η ευθύνη να φροντίσουμε όσους έμειναν πίσω, δίχως να τους παρασύρει η πίκρα του «κάποτε».

Τα μεσαιωνικά επαγγέλματα που χάθηκαν (και που σήμερα θα θυμίσουμε), δεν χάθηκαν επειδή απέτυχαν. Αντίθετα, έσβησαν επειδή πέτυχαν τόσο καλά, ώστε να υπηρετήσουν μιαν εποχή μέχρι τέλους και να μας εισάγουν σε μια καινούργια! Σαν «αναλώσιμα» εργαλεία της ιστορίας, έδωσαν τον χρόνο τους στο κοινό καλό. Το ελάχιστο που μπορούμε να κάνουμε είναι να τα θυμηθούμε, όχι με ρομαντισμό, αλλά με ευγνωμοσύνη.

Γιατί το να εξελισσόμαστε είναι ανθρώπινο. Αλλά το να θυμόμαστε πώς φτάσαμε ώς εδώ, είναι πολιτισμός.

Ο περγαμηνοποιός: ο τεχνίτης της γνώσης πριν από το χαρτί

Ο περγαμηνοποιός ήταν ένας εξειδικευμένος τεχνίτης, υπεύθυνος για την επεξεργασία δερμάτων ζώων (κυρίως αιγών, προβάτων ή μόσχων) προκειμένου να παραχθεί περγαμηνή, το βασικό υλικό γραφής για αιώνες, ιδίως σε μονές και πανεπιστήμια.

Η τέχνη του ήταν κοπιαστική και απαιτούσε μεγάλη εμπειρία: το δέρμα ξυριζόταν, τεντωνόταν σε ξύλινους σκελετούς και λειαινόταν με ελαφρόπετρα. Η παραμικρή ατέλεια σήμαινε ότι ολόκληρη η επιφάνεια θα έπρεπε να απορριφθεί.

Η εμφάνιση του χαρτιού, που έφτασε στην Ευρώπη μέσω των Αράβων από την Κίνα τον 12ο αιώνα και έγινε ευρέως διαθέσιμο από τον 14ο αιώνα και μετά, σήμανε την αρχή του τέλους της περγαμηνής. Οι περγαμηνοποιοί, ειδικευμένοι στην αγοραπωλησία και επεξεργασία ενός πανάκριβου υλικού, άρχισαν να χάνονται μέσα στη μαζική παραγωγή της νέας ύλης. Το έντυπο βιβλίο, μετά την τυπογραφία του Γουτεμβέργιου, επέφερε το τελειωτικό χτύπημα.

Ο φανοκόρος: ο άνθρωπος του φωτός πριν από την ηλεκτροδότηση

Πριν τα αστικά κέντρα πλημμυρίσουν με ηλεκτρικό φως, η θέση του φανοκόρου ήταν ζωτική. Με φανοστάτες, λαδολάμπες και σπίρτα, ο φανοκόρος άναβε έναν-έναν τους φανούς των δρόμων τη νύχτα και τους έσβηνε την αυγή. Περπατούσε με ραβδί και κλειδιά, είχε ευθύνη για την ασφάλεια, και γνώριζε τις ώρες της νύχτας καλύτερα από κάθε ρολόι.

Η εισαγωγή του φωταερίου (τέλη 18ου αιώνα) και, αργότερα, του ηλεκτρικού ρεύματος, κατέστησαν σταδιακά τον φανοκόρο περιττό. Μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα, το επάγγελμα είχε πια σχεδόν εξαφανιστεί.

Ο κωδωνοκρούστης

Σε εποχές που τα ρολόγια ήταν σπάνια ή ανύπαρκτα, ο κωδωνοκρούστης του ναού ή του δημαρχείου λειτουργούσε ως το… ανθρώπινο ρολόι της πόλης. Χτυπούσε τις καμπάνες στις ώρες της προσευχής, του δείπνου, του φόρου, ακόμα και του συναγερμού. Ήταν σε συνεχή συνεννόηση με τη ζωή της κοινότητας και τα χτυπήματά του είχαν σχεδόν τελετουργικό χαρακτήρα. Η διάδοση των μηχανικών ρολογιών και, αργότερα, των αυτόματων κωδωνοστασίων, έσβησε σιγά-σιγά τη φωνή αυτού του ρυθμιστή του χρόνου.

Ο υδρομετρητής

Σε πόλεις με οργανωμένο δίκτυο ύδρευσης από τη ρωμαϊκή ή τη βυζαντινή εποχή, υπήρχαν υδρομετρητές, άνθρωποι υπεύθυνοι να μετρούν και να εποπτεύουν τη ροή νερού προς τα σπίτια, τους ναούς, τις δημόσιες κρήνες. Η τεχνική τους γνώση ήταν σημαντική και πολλές φορές θεωρείτο σχεδόν ιερή, συνδεδεμένη με τον καθαρτήριο χαρακτήρα του νερού.

Η πρόοδος των υδραυλικών συστημάτων και η κρατική διαχείριση του νερού με μετρητές πίεσης και γραφειοκρατικές διαδικασίες, τους αφαίρεσε σταδιακά την πρακτική και κοινωνική σημασία.

Ο γραμματικός – αντιγραφέας

Ο γραμματικός ή αντιγραφέας ήταν περισσότερο μορφωμένος απ’ ό,τι φαντάζεται κανείς. Ήταν ο άνθρωπος που, στα σκριπτόρια των μοναστηριών ή αργότερα σε κοσμικά εργαστήρια, αντέγραφε βιβλία με το χέρι. Ήξερε γραμματική, ορθογραφία, συχνά Λατινικά ή Ελληνικά, και μπορούσε να μεταγράψει κείμενα με ακρίβεια που ακόμα θαυμάζεται. Η τυπογραφία τον καθιστά παρωχημένο, αν και η πνευματική του κληρονομιά συνεχίζεται μέσα από τις βιβλιοθήκες και τα χειρόγραφα που διασώθηκαν.

Ο πωλητής συγχωροχαρτιών: ο έμπορος της λύτρωσης

Δεν ήταν ιερέας, κι όμως υποσχόταν σωτηρία. Ο πωλητής συγχωροχαρτιών, επίσημα εξουσιοδοτημένος από την Εκκλησία, περιόδευε σε πόλεις και χωριά προσφέροντας έγγραφες αφέσεις αμαρτιών με αντίτιμο χρήματα που χρηματοδοτούσαν άλλοτε σταυροφορίες, άλλοτε ναούς κι άλλοτε τις ανάγκες του Βατικανού. Το συγχωροχάρτι δεν έσβηνε τις αμαρτίες· απλώς περιόριζε την ποινή τους στο καθαρτήριο. Όμως για τον απλό πιστό, ήταν ένα εισιτήριο προς τον Παράδεισο.

Το επάγγελμα αυτό, ένα από τα πιο σκοτεινά υβρίδια πίστης και συναλλαγής, υπήρξε τόσο ισχυρό, που προκάλεσε τελικά την αντίδραση του Λούθηρου και πυροδότησε τη Μεταρρύθμιση. Από τότε, ο πωλητής συγχωροχαρτιών σιώπησε. Όχι από τεχνολογική εξέλιξη, αλλά από ηθική κατάρρευση. Κι έτσι, ανάμεσα στα επαγγέλματα που χάθηκαν, αυτό ίσως είναι το μόνο που εξαφανίστηκε όχι γιατί ξεπεράστηκε, αλλά γιατί αποκαλύφθηκε.

Διαβάστε επίσης:

Κωνσταντινούπολη / Β’ Μέρος – Η Πόλη που κατοικεί ακόμη μέσα μας

Κωνσταντινούπολη: Η Πόλη που κατοικεί ακόμη μέσα μας

Σμύρνη: Ιωνικό πνεύμα και μακραίωνη συνέχεια

Keywords