Ίσως δούμε φως το... 2021- Κοινή η αντίληψη ΣΥΡΙΖΑ και Ν.Δ. για «ψαλίδισμα» των πρωτογενών πλεονασμάτων

ΠολιτικήΈντυπη Έκδοση

Το 4ο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών ήταν μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία για να αποκαλυφθεί ένα από τα κορυφαία θέματα πολιτικής αντιπαράθεσης κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου: τα πρωτογενή πλεονάσματα.

Επί της ουσίας τα δύο μεγάλα κόμματα εμφανίζονται προς τα έξω να συμφωνούν επί της αρχής, δηλαδή επί της ανάγκης να γίνει εκ νέου συζήτηση για τα πρωτογενή πλεονάσματα. Ποιος άλλωστε θα τολμούσε λίγες εβδομάδες (ή μήνες) πριν από τις εκλογές να εναντιωθεί σε ένα αίτημα που σημαίνει

λιγότερους φόρους για τους πολίτες;

Ακόμη όμως και σε ένα πεδίο όπου υπάρχουν οι προϋποθέσεις για να συγκροτηθεί «εθνικό μέτωπο» φαίνεται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ και η Νέα Δημοκρατία θα βρουν τον τρόπο να διαφωνήσουν.
Αυτό αποκάλυψε ο ίδιος ο πρωθυπουργός όταν είπε ότι θα μπορούσε να υπάρξει συμφωνία για την κοινή διατύπωση του αιτήματος μείωσης των πρωτογενών πλεονασμάτων, αρκεί να υπάρξει συμφωνία και για τον τρόπο με τον οποίο θα «ξοδευτεί» ο δημοσιονομικός χώρος που θα προκύψει, αν βεβαίως ανάψει το πράσινο φως από τους δανειστές.

Είναι προφανές ότι κάτι τέτοιο δεν θα επιτευχθεί ποτέ, καθώς τα δύο κόμματα θα κατέβουν στις κάλπες με εντελώς διαφορετική ατζέντα.
Σε κάθε περίπτωση, το θέμα των πρωτογενών πλεονασμάτων είναι μια συζήτηση που θα «φουντώσει» εν όψει των εκλογών, αλλά επί της ουσίας δεν πρόκειται να παραγάγει αποτέλεσμα, τουλάχιστον μέσα στους επόμενους 17-18 μήνες.

Αν υπάρξουν οι προϋποθέσεις να γίνει μια επί της ουσίας συζήτηση με τους δανειστές για τα πρωτογενή πλεονάσματα, το νωρίτερο που μπορεί να συμβεί αυτό είναι λίγο πριν από την κατάθεση στη Βουλή του προϋπολογισμού του 2021. Όσον αφορά το 2020, τα δύο κόμματα θα αντιπαρατεθούν επί του τρόπου ανακατανομής των κονδυλίων του κρατικού προϋπολογισμού: των εσόδων και των δαπανών.

Συμφωνία για τον χρόνο
Η συζήτηση για την ανάγκη μείωσης των πρωτογενών πλεονασμάτων ουσιαστικά άνοιξε από τον αρχηγό της Νέας Δημοκρατίας Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος «βλέπει» προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση μια πρώτης τάξεως πηγή για τη χρηματοδότηση των επιθετικών μειώσεων φόρων που έχει ενσωματώσει στο προεκλογικό του πρόγραμμα.

Στους Δελφούς ο Μητσοτάκης έγινε πολύ συγκεκριμένος: «Δεν θέλουμε να αιφνιδιάσουμε τους εταίρους μας στην Ευρώπη. Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας πρώτα θα χτίσει την αξιοπιστία της και μετά θα θέσει το θέμα της συζήτησης επί των στόχων για την περίοδο μέχρι το 2022».

Πρακτικά, ο πρόεδρος της αξιωματικής αντιπολίτευσης εμφανίστηκε διατεθειμένος να συντάξει (σε περίπτωση βεβαίως που κερδίσει τις εκλογές και σχηματίσει κυβέρνηση) τον προϋπολογισμό του 2020 με πρόβλεψη για πρωτογενές πλεόνασμα της τάξεως του 3,5% (δηλαδή όσο ακριβώς προβλέπει και η συμφωνία με τους θεσμούς). Ουσιαστικά θέλει να θέσει θέμα μείωσης κατά τη σύνταξη του προϋπολογισμού του 2021.

Με αυτό το... χρονοδιάγραμμα φαίνεται να συμφωνεί και η σημερινή κυβέρνηση. Αρμόδια κυβερνητική πηγή, όταν ερωτήθηκε σχετικώς προ ημερών, απάντησε ότι θα μπορούσε να θέσει θέμα πρωτογενών πλεονασμάτων μόλις η Ελλάδα ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα στα ομόλογά της.

Πόσος χρόνος χρειάζεται για να συμβεί αυτό; Περίπου 18 μήνες, καθώς ο οίκος Moody’s, παρά τη διπλή αναβάθμιση της περασμένης Παρασκευής, εξακολουθεί να αποδίδει στην Ελλάδα βαθμό που βρίσκεται τέσσερα σκαλιά χαμηλότερα από τη λεγόμενη «επενδυτική βαθμίδα». Σε καλύτερη μοίρα μας έχει μόνο ο οίκος Fitch (τρεις βαθμίδες), αλλά και πάλι το χρονοδιάγραμμα δεν αναμένεται ότι θα είναι πολύ διαφορετικό ούτε για τον συγκεκριμένο οίκο.

«Προέχει η αξιοπιστία»
Να λοιπόν το πεδίο συμφωνίας και οι προϋποθέσεις συγκρότησης «εθνικού μετώπου»: να εκτελέσουμε τον προϋπολογισμό του 2020 με στόχο πλεονάσματος 3,5% και να διαπραγματευτούμε εκ νέου για τον προϋπολογισμό του 2021.

Τι λέει όμως ο... αντισυμβαλλόμενος; Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει τοποθετηθεί δημοσίως διά του αρμόδιου επιτρόπου Οικονομικών Υποθέσεων Πιερ Μοσκοβισί, ο οποίος βέβαια θα βρίσκεται στη θέση του το αργότερο μέχρι τον προσεχή Οκτώβριο, καθώς από 1ης Νοεμβρίου αναλαμβάνει η νέα Επιτροπή.

Δημοσίως ο Μοσκοβισί είπε ότι δεν θα ήταν καλή ιδέα να τεθεί το θέμα της εκ νέου διαπραγμάτευσης των πρωτογενών πλεονασμάτων σε αυτή τη φάση. Ιδού και η απάντησή του σε πρόσφατη συνέντευξη που παραχώρησε στο Αθηναϊκό και Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων:
«Δεν θα συμβούλευα κανέναν να προσπαθήσει να διαπραγματευτεί κάτι τέτοιο. Η Επιτροπή δεν πιστεύει ότι αυτά τα υψηλά πλεονάσματα πρέπει να συνεχιστούν για πάντα, αλλά και εδώ είναι ζήτημα αξιοπιστίας της Ελλάδας. Η κατάλληλη στιγμή που θα μπορεί η Ελλάδα να πείσει τους εταίρους της για κάτι τέτοιο θα έρθει μόνο μετά από μια μακρά περίοδο, κατά την οποία θα αποδεικνύει την αξιοπιστία της.

Αν προσπαθήσει κάποιος να το κάνει αυτό αμέσως, το μόνο που θα καταφέρει είναι να σπείρει την αμφιβολία στους εταίρους. Ο κόσμος πρέπει να είναι σίγουρος ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει να σέβεται τις δεσμεύσεις της όχι μόνο για τους επόμενους έξι μήνες, αλλά για τα επόμενα χρόνια. Επομένως δεν θα έλεγα ότι είναι πολύ καλή ιδέα».

Ανοιχτή η σταδιακή μείωση
Αυτά λέγονται μπροστά στις κάμερες και στα δημοσιογραφικά κασετόφωνα. Στις off the record συζητήσεις ευρωπαϊκές πηγές εμφανίζονται να έχουν λιγότερο αδιάλλακτη στάση. Προφανώς υποστηρίζουν ότι η συζήτηση για τα πρωτογενή πλεονάσματα δεν θα μπορούσε ποτέ να ανοίξει την επομένη των ευρωεκλογών ή των εθνικών εκλογών στην Ελλάδα.

Ωστόσο, με τη φράση «αυτή θα πρέπει να είναι μια συζήτηση προορισμού και όχι αφετηρίας» ουσιαστικά αφήνουν ανοικτό το ενδεχόμενο μιας σταδιακής μείωσης του στόχου των πρωτογενών πλεονασμάτων, αν αυτό κριθεί σκόπιμο προκειμένου να επιταχυνθεί η ανάπτυξη στην Ελλάδα και υπό την προϋπόθεση ότι η κυβέρνηση – όποια και αν είναι αυτή – θα κάνει ό,τι περνάει από το χέρι της για να εφαρμόσει τις συμφωνημένες μεταρρυθμίσεις.

Θεωρητικά αυτή η συζήτηση αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο να «ψαλιδιστεί» ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος του 2021, αν όχι κατά μια ποσοστιαία μονάδα, έστω κατά μισή. Άλλωστε δεν είναι και λίγος ένας δημοσιονομικός χώρος της τάξεως των 900 εκατ. ευρώ. Αρκεί από μόνο του για να εξαγγελθεί μια γενναία μείωση της τάξεως του 40% στον ΕΝΦΙΑ, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ανάπτυξη της εγχώριας κτηματαγοράς.
Το συμπέρασμα είναι ότι οι Ευρωπαίοι δεν φαίνεται να είναι αδιάλλακτοι. Βέβαια, δεν αρκεί η γνώμη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Πρέπει να ερωτηθούν και οι χώρες της Ευρωζώνης και φαίνεται ότι δεν είναι η κατάλληλη περίοδος για κάτι τέτοιο. Άλλωστε τι νόημα θα είχε να ανοίξει μια τέτοια συζήτηση πριν από τις ευρωεκλογές, όταν όλοι ομιλούν για μια «άλλη Ευρώπη» μετά τις 26 Μαΐου;

Διαμετρική αντίθεση
Σε κάθε περίπτωση οι Έλληνες πολιτικοί μπορούν από τώρα να κάνουν σχέδια για τον τρόπο κατανομής του πρόσθετου δημοσιονομικού χώρου που θα δημιουργηθεί. Ως προς αυτό, ένα είναι βέβαιο: η σημερινή κυβέρνηση και η σημερινή αντιπολίτευση δεν πρόκειται να συμφωνήσουν ποτέ.

Και αυτό διότι:
1. Ο ΣΥΡΙΖΑ θα επιμείνει στη γραμμή που τηρεί όλα αυτά τα χρόνια: μικρές οικονομικές ενισχύσεις στους εκατομμύρια φορολογουμένους που εμφανίζουν το χαμηλότερο εισόδημα.
Κάπως έτσι θεσμοθετήθηκαν μια σειρά από επιδόματα (τέκνων, ενοικίου, ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα) και κάπως έτσι θα αναδειχθεί ως κυρίαρχο θέμα για την κυβέρνηση η διατήρηση του αφορολογήτου στα σημερινά επίπεδα, ώστε να αποφευχθεί η επιβάρυνση εκατομμυρίων χαμηλόμισθων με το ποσό των 650 ευρώ έκαστος.
Ακόμη και αν αυτό συνεπάγεται ότι δεν θα υπάρξει καμία ουσιαστική ελάφρυνση για τους φορολογούμενους που εμφανίζουν τα λεγόμενα «μεσαία εισοδήματα» (από 20.000 ευρώ και πάνω).
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει επίσης ως προτεραιότητα την περαιτέρω ενίσχυση του δημόσιου τομέα. Γι’ αυτό άλλωστε προωθεί και τη μεταφορά των κληρικών σε άλλο «λογαριασμό», ώστε να δημιουργηθεί χώρος για 10.000 προσλήψεις.
2. Η Νέα Δημοκρατία, από την άλλη, έχει εντελώς διαφορετικό σχεδιασμό. Θέλει να διαθέσει όλο τον απαιτούμενο δημοσιονομικό χώρο στη μείωση των φορολογικών συντελεστών.
Μάλιστα, για να χρηματοδοτηθούν οι γενναίες μειώσεις που έχουν εξαγγελθεί από τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης (σ.σ.: μείωση του συντελεστή φορολόγησης των νομικών προσώπων από το 29% στο 20% μέσα σε δύο χρόνια, θέσπιση χαμηλού συντελεστή 9% στην κλίμακα φορολόγησης των φυσικών προσώπων, μείωση του ΦΠΑ από το 24% στο 22% και από το 13% στο 11% αλλά και μείωση όλων των συντελεστών της κλίμακας φορολογίας εισοδήματος), θα χρειαστεί και η εξοικονόμηση των 2 δισ. ευρώ από τη μείωση του αφορολογήτου αλλά και περικοπή δαπανών κατά τουλάχιστον 2 δισ. ευρώ.

Είναι προφανές ότι ο ΣΥΡΙΖΑ και η Νέα Δημοκρατία απευθύνονται σε εντελώς διαφορετικές κοινωνικές ομάδες. Επομένως ακόμη και η συζήτηση για τα πρωτογενή πλεονάσματα θα αναδείξει τελικώς αυτήν ακριβώς τη διαφοροποίηση.

Πρακτικά, στις επόμενες εκλογές οι πολίτες θα κληθούν να επιλέξουν με κριτήριο (αν όχι το σε ποια ομάδα κατατάσσονται οι ίδιοι) ποια «στρατηγική» είναι καλύτερη για τη χώρα: Η περαιτέρω ενίσχυση όσων εισπράττουν τα λιγότερα, έστω κι αν αυτό συνεπάγεται την υπερφορολόγηση των υπολοίπων, ή η ενίσχυση της λεγόμενης «μεσαίας τάξης» και της επιχειρηματικότητας;
Οι οπαδοί και των δύο επιλογών ισχυρίζονται ότι η δική τους συνταγή θα οδηγήσει στην ταχύτερη ανάπτυξη και τη μείωση της ανεργίας. Προφανώς δεν θα είναι το μοναδικό κριτήριο ψήφου, αλλά το εν λόγω δίλημμα θα παίξει σοβαρό ρόλο στο εκλογικό αποτέλεσμα.

ΣΥΡΙΖΑΝΔοικονομίαπρωτογενή πλεονάσματαθεσμοίδανειστέςIssue: 2083Issue date: 7-3-2019Has video: Exclude from popular: 0
Keywords
Τυχαία Θέματα