Η πορεία της Ελληνικής Οικονομίας προς τη δεκαετία 2020-2029

Επωνύμως

 

Στον δημόσιο επιστημονικό και πολιτικό διάλογο σήμερα στην Ελλάδα, όπου η ελληνική οικονομία πορεύεται προς την δεκαετία 2020-2029, μετά μία δεκαετή (2010-2019) εφαρμογή προγραμμάτων δημοσιονομικής πειθαρχίας, λιτότητας, ανεργίας και ύφεσης, δεσπόζει, μεταξύ των άλλων, η αντίληψη ισχυρής ένταξης της χώρας μας στο διεθνές επενδυτικό πεδίο, προκειμένου η χώρα μας, προσελκύοντας σημαντικό αριθμό ξένων επενδύσεων, να οδηγηθεί κατά την επόμενη δεκαετία από την ύφεση στην ανάπτυξη και την ενεργοποίηση

των εγχώριων (δημόσιων ιδιωτικών, κ.λ.π.) κεφαλαίων.

Η επίτευξη αυτού του στόχου, σε αντικειμενικούς όρους, προϋποθέτει, μεταξύ των άλλων, την αναδιάρθρωση του παραγωγικού ιστού και την αναβάθμιση του τεχνολογικού εκσυγχρονισμού της ελληνικής οικονομίας, σε βαθμό που να καλυφθεί το επενδυτικό κενό των 100 δις ευρώ και οι ιδιωτικές επενδύσεις από 8,5% του ΑΕΠ (2018) να αυξηθούν στο επίπεδο του 21% του ΑΕΠ. Επίσης προϋποθέτει την ουσιαστική ρύθμιση της αγοράς εργασίας, την ποιοτική αναβάθμιση του εργατικού δυναμικού και την βελτίωση της λειτουργίας των οργανισμών συστηματικής παρακολούθησης και ελέγχου των όρων των εργασιακών σχέσεων και της κοινωνικής ασφάλισης.

Αντίθετα, σύμφωνα με την αντίστοιχη βιβλιογραφική γνώση και την μακρόχρονη ελληνική και διεθνή εμπειρία, ο προσανατολισμός της αναπτυξιακής και χρηματοδοτικής επιλογής καθώς και το περιεχόμενο του αναπτυξιακού, τεχνολογικού και παραγωγικού μοντέλου της ελληνικής οικονομίας στις επενδυτικές στρατηγικές των ξένων επενδυτών, θα σημαίνει την επιλογή, κατά βάση, τεσσάρων πεδίων οικονομικής δραστηριότητας: των υπηρεσιών, του τουρισμού, του real state και του διαμετακομιστικού εμπορίου. Παράλληλα, θα σημαίνει την καθίζηση του μισθολογικού και μη μισθολογικού κόστους εργασίας, την απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, την αύξηση της ευελιξίας της απασχόλησης, την αποδιάρθρωση του κοινωνικού κράτους και την μετάβαση του ανα-διανεμητικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης στο υψηλού κοινωνικο-οικονομικού κινδύνου σύστημα των ατομικών λογαριασμών.

Όμως, όταν στη διεθνή και ευρωπαϊκή οικονομία είναι έντονες και διάχυτες οι ανησυχίες για μία επερχόμενη ύφεση, αβέβαιης διάρκειας και βάθους και οι διεθνείς επενδυτικές επιλογές προσανατολίζονται, κατά βάση, στην ενέργεια και τον χρυσό, διερωτάται κανείς για το τι προσδοκίες μπορεί να δημιουργήσει η έντονη επενδυτική επίκληση του ξένου κεφαλαίου να επιλέξει την Ελλάδα; Παράλληλα, στις συνθήκες αυτές δεν πραγματοποιείται στην Ελλάδα ο σχεδιασμός και η υλοποίηση συγκεκριμένων μέτρων πολιτικής κινητοποίησης των εγχώριων επενδύσεων (δημόσιες και ιδιωτικές) και περιορίζεται ο ηγετικός ρόλος που αντικειμενικά μπορούν να αναλάβουν στην ελληνική οικονομία.

Επιπλέον, τι προσδοκίες ενός συγκροτημένου επενδυτικού και παραγωγικού προτύπου και μίας δίκαιης ανάπτυξης μπορεί να δημιουργήσουν οι ξένες επενδύσεις στην Ελλάδα, όταν την τρέχουσα δεκαετία στην χώρα μας, οι θεσμικοί εκπρόσωποι τους (δανειστές) με τις ασκούμενες περιοριστικές πολιτικές μεταμόρφωσαν την ελληνική οικονομία σε μία υποδεέστερη κατηγορία οικονομίας, στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού καταμερισμού εργασίας και της στρατηγικής των πολλαπλών ταχυτήτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με την επέκταση των εξαγορών στον τουρισμό και το real state καθώς και των ιδιωτικοποιήσεων στις μεταφορές, την ενέργεια, κ.λ.π.

Έτσι, σε μία τέτοια επενδυτική και αναπτυξιακή προοπτική της ελληνικής οικονομίας, θα αποδυναμωθούν οι δυνατότητες « εκτίναξης του ελατηρίου», οι οποίες σε συνδυασμό με τα απαιτούμενα υψηλού επιπέδου πλεονάσματα ύψους 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022 και 2,2% του ΑΕΠ μέχρι το 2060, θα περιορίσουν τις επιδόσεις της στο επίπεδο των ήπιων ή αναιμικών ρυθμών ανάπτυξης (1%-2%), δεδομένου ότι θα πληγούν δύο κινητήριες δυνάμεις, μεταξύ των άλλων, της διαδικασίας ανάπτυξης, η κατανάλωση και η αποταμίευση.

Το ποσοστό (2%) αυτό, του μέσου μακροχρόνιου ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ, συμπίπτει με αυτόν της περιόδου 1981-2009, κατά την οποία το μη επαρκές ύψος της εγχώριας αποταμίευσης για την χρηματοδότηση των τρεχουσών επενδύσεων και των κοινωνικών αναγκών, τροφοδοτήθηκε με συνεχή δανεισμό και με επίπεδο κατανάλωσης δυσανάλογο των παραγωγικών της επιδόσεων. Παράλληλα, το ποσοστό (2%) αυτό, υπολείπεται σε σημαντικό βαθμό από τον απαιτούμενο (3,5%-4%) μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ, προκειμένου να μειωθεί ως ένα βαθμό, κατά την επόμενη δεκαετία 2020-2029, η βαριά κληρονομιά (παραγωγική καθίζηση, ανεργία, ανισότητες, φτωχοποίηση) των μνημονιακών πολιτικών.

Στην προοπτική αυτή, προβλέπεται (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2018) κατά την επόμενη δεκαετία 2020-2029, η συνέχιση της μετανάστευσης νέων ανθρώπων από τη χώρα μας και το ποσοστό ανεργίας μέχρι το 2030 να διαμορφώνεται στο επίπεδο του 11,4%, με δεσπόζουσα θέση τη flexi- ανασφάλεια της απασχόλησης. Το εργατικό δυναμικό προβλέπεται να διαμορφωθεί το 2030 στο επίπεδο των 4.3 εκατομ. άτομα από 4.6 εκατομ. άτομα το 2020. Παράλληλα, στην βάση αυτών των εκτιμήσεων ο πληθυσμός στην Ελλάδα προβλέπεται το 2030 να είναι 10.3 εκατομ. άτομα από 10.7 εκατομ. άτομα το 2020 και ο αριθμός των συνταξιούχων προβλέπεται να διαμορφωθεί το 2030 στο επίπεδο των 2.6 εκατομ. ατόμων από 2.3 εκατομ. άτομα το 2020.

Επιπλέον, ο δείκτης της συνταξιοδοτικής δαπάνης ως ποσοστό του ΑΕΠ( σύμφωνα με τα τρία Μνημόνια θα πρέπει να είναι κάτω από το 16,2% του ΑΕΠ μέχρι το 2060) προβλέπεται ότι θα μειωθεί από 13,4% του ΑΕΠ το 2020 σε 12% του ΑΕΠ το 2030, γεγονός που αποδεικνύει την δημοσιονομική επιλογή της εμπροσθοβαρούς συρρίκνωσης της συνταξιοδοτικής δαπάνης σε σχέση με τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κατά συνέπεια, απαιτείται στο άμεσο μέλλον η ελληνική οικονομία να προσανατολίσει κατά προτεραιότητα τις δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις προς την κατεύθυνση της τεχνολογικής-καινοτομικής αναβάθμισης της παραγωγικής της βάσης, της τομεακής και κλαδικής αναδιάρθρωσης της αγροτικής, μεταποιητικής-βιομηχανικής παραγωγής καθώς και της αύξησης των εξαγωγών διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων και υπηρεσιών.

Διαφορετικά, η μη επίτευξη μέσων ετήσιων επιδόσεων της τάξης του 3,5%-4%, δεν θα επαρκεί για να βελτιώσει τις ανισότητες, να χρηματοδοτήσει επαρκώς το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, να αναβαθμίσει το χαμηλό επίπεδο του βιοτικού επιπέδου σημαντικού τμήματος του πληθυσμού, παρά μόνο, όπως την προηγούμενη περίοδο, με τη σταδιακή αύξηση των δανειακών ροών και την προοπτική της επώασης των αιτίων απασφάλισης της επόμενης κρίσης χρέους και των δυσμενών συνεπειών της.

ΡομπόληςΜπέτσηςΕλλάδαοικονομίαανάπτυξη2020-2029Has video: Exclude from popular: 0
Keywords
Τυχαία Θέματα