Μπρούνο: Tο διάσημο «καμάκι» της Ρόδου και ο τραγικός του θάνατος

Τη δεκαετία του 1970, όταν δεν υπήρχαν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και η ενημέρωση -μέχρι την έλευση της τηλεόρασης- βασιζόταν κυρίως στον Τύπο και το ραδιόφωνο, ο οργανωμένος τουρισμός που τότε έκανε τα πρώτα του βήματα άνοιξε ένα παράθυρο στον κόσμο.

Στα τουριστικά μέρη της πατρίδας μας πολλοί ντόπιοι νεαροί άρχισαν να βρίσκουν επαγγελματική απασχόληση στην εστίαση και τα ξενοδοχεία της κάθε περιοχής και λόγω της νεαρής τους ηλικίας βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή της λεγόμενης τουριστικής εμπειρίας. Διότι πέρα από τα οικονομικά οφέλη, ο τουρισμός άνοιξε ένα παράθυρο επικοινωνίας με τους τουρίστες συνομηλίκους τους, κι έτσι η ντόπια νεολαία βρέθηκε να επικοινωνεί με ανθρώπους που έρχονταν από πολύ μακριά, από διαφορετικές κοινωνικές συνθήκες -συνήθως πιο προχωρημένες- αλλά και από διαφορετικές κουλτούρες.

Έτσι, μια ολόκληρη γενιά νεαρών άρχισε να φλερτάρει με τις νέες τουρίστριες που έρχονταν να περάσουν τις διακοπές τους στην Ελλάδα. Οι κοπέλες αυτές ήταν περισσότερο χειραφετημένες, ήξεραν να φροντίζουν περισσότερο τον εαυτό τους, και είχαν αποφασίσει να περάσουν τις διακοπές τους και να γευτούν την εμπειρία του ελληνικού καλοκαιριού μακριά από τη γκρίζα καθημερινότητα της χώρας τους ξέγνοιαστες και απελευθερωμένες, χωρίς τα ταμπού και τις απαγορεύσεις που βίωναν οι νεαρές κοπέλες της ελληνικής επαρχίας.  

Οι ντόπιοι νεαροί εραστές πάλι, ανταποκρίθηκαν στα ερωτικά καλέσματα και ενδυναμωμένοι από την ελευθερία και τον αυθορμητισμό των νεαρών τουριστριών συγκρότησαν μια ολόκληρη φυλή κυνηγών. Αυτή η φυλή ήταν τα διάσημα πλέον «καμάκια», και η φήμη τους έφτασε στα πέρατα της Ευρώπης.

Η Ρόδος, είχε τα πρωτεία στον οργανωμένο τουρισμό, αφού στο νησί η καλοκαιρινή σεζόν διαρκούσε σχεδόν 6 μήνες! Από τον Απρίλιο κι έπειτα, τα αεροπλάνα προσγειώνονταν καθημερινά φέρνοντας τουρίστες απ’ όλο τον κόσμο, με απευθείας πτήσεις τσάρτερ από τις περισσότερες πρωτεύουσες της βόρειας Ευρώπης. Η Ρόδος ήταν και η πρώτη που απέκτησε «καμάκια».

Μόλις βράδιαζε, τα καμάκια ντύνονταν, στολίζονταν, και άρχιζαν να περνούν από όλες τις ντισκοτέκ της Ρόδου για να εντοπίσουν τα ερωτικά τους «θηράματα».

Οι κανόνες ήταν απλοί: καλό ντύσιμο, πουκάμισο στενό και ξεκούμπωτο, με το σταυρουδάκι να ξεπροβάλει από το δασύτριχο στήθος, στενό παντελόνι που κάτω άνοιγε και γινόταν «καμπάνα», μαλλί να πέφτει στο μέτωπο και μακρύ στους ώμους, «ποτηράτα» παπούτσια με αρκετό τακούνι, λίγη κολόνια, και πολλή διάθεση για επικοινωνία, για γλέντι και για έρωτα.

Καθώς την εποχή εκείνη όσοι γνώριζαν ξένες γλώσσες ήταν ελάχιστοι, η επικοινωνία γινόταν με λίγες λέξεις αγγλικά, αλλά πολύ περισσότερο με νοήματα και με τη γλώσσα του σώματος.

Μπρούνο «ο κολοσσός του έρωτα»

Το επιφανέστερο καμάκι της Ρόδου, ήταν ο «Μπρούνο». Χαμογελαστός, επικοινωνιακός (μίλαγε στο «περίπου» πολλές γλώσσες), ευγενικός με τις γυναίκες, χορευταράς, έτοιμος να παρατήσει τα πάντα για ένα καμάκι, ο Μπρούνο υποστήριζε ότι είχε συνευρεθεί με 4.500 τουρίστριες τουλάχιστον.

Πίστευε ότι τα καμάκια αγαπούσαν και σέβονταν τις γυναίκες με τις οποίες σχετίζονταν και ότι έλεγαν μερικά «αθώα ψέματα» απλά και μόνο για να δημιουργούν τις ιδανικές συνθήκες ενός ρομαντικού ειδυλλίου. Στην πραγματικότητα τα καμάκια πούλαγαν στις τουρίστριες φούμαρα για να τις κάνουν ευτυχισμένες. «Πουλούσαμε ένα ωραίο σενάριο! Πουλούσαμε ευτυχία!»

Ακόμα κι όταν έπαιρνε με διάφορες δικαιολογίες χρήματα από τις γυναίκες, ο Μπρούνο έλεγε ότι: «Προσφέρω έργο! Κάνω τις γυναίκες ευτυχισμένες!»

«Μία κοπέλα μου έστειλε τα εισιτήρια να πάω να τη συναντήσω στην Ευρώπη. Τότε της είπα ότι δεν με αφήνουν να φύγω από την Ελλάδα γιατί χρωστούσα 5.000.000 δραχμές στην εφορία. Μην ανησυχείς, μου είπε, στα στέλνω αύριο αγάπη μου! Ωραία πράγματα! Μου τα έδιναν με χαρά!»

Ο Μπρούνο, ακολούθησε το μοναχικό του δρόμο. Είχε κάποτε παντρευτεί μια Φιλανδή, αρραβωνιάστηκε ύστερα κάποια Αγγλίδα, έκανε ένα λευκό γάμο με κάποια κοπέλα από την ανατολική Ευρώπη για να πάρει την άδεια παραμονής στην Ελλάδα. Ο κόσμος του, η επικράτειά του, ήταν οι γυναίκες. Όχι μία γυναίκα. Όταν πέρασαν τα χρόνια κι είχε πια μεγαλώσει, κατέβαινε στις παραλίες \πουλώντας βότανα και αλόη για να βγάλει τον επιούσιο. Ο μόνος που τον συμπονούσε ήταν ο Γιάννης Κλούβας, άτομο που είχε κι αυτός ζήσει τις χρυσές εποχές της Ρόδου.

Τον Ιούνιο του 2014, ο Μπρούνο βρέθηκε νεκρός από την Πυροσβεστική μέσα στο καμένο σπίτι του στην παλιά πόλη της Ρόδου. Οι πολλαπλές εστίες έδειξαν ότι επρόκειτο για εμπρησμό. Τις υποψίες της Πυροσβεστικής επιβεβαίωσε ο ιατροδικαστής που αποφάνθηκε ότι ο θάνατος του Μπρούνο είχε επέλθει πριν την πυρκαγιά και την ολική καταστροφή του σπιτιού του. Τελικά για την υπόθεση συνελήφθησαν ένα ζευγάρι Βουλγάρων. Λέγεται ότι ο Μπρούνο είχε καμακώσει τη γυναίκα, αλλά τα κίνητρα των Βουλγάρων ήταν μάλλον να τον κλέψουν.

Ο Μπρούνο (Ηλίας Φανούρης) ήταν 64 χρόνων, ένας παντοτινός πανηγυριώτης του «ελληνικού καλοκαιριού» που έζησε το δικό του όνειρο, την ψευδαίσθηση του «μεγάλου εραστή», κοιτώντας πάντα μπροστά, λαχταρώντας πάντα κάποιο αβέβαιο μελλοντικό ερωτικό σκίρτημα.  

Διαβάστε επίσης:

Μητροκτονία στο Χαϊδάρι: «Λυτρώθηκε από τα προβλήματά της»

Πιερία: Χειροπέδες σε 60χρονο για δολοφονία στη Βόρεια Μακεδονία πριν 28 χρόνια – Είχε καταδικαστεί σε κάθειρξη 15 ετών

Λάρισα: Ελεύθερος υπό όρους ο βιολογικός πατέρας των παιδιών που βρέθηκαν με καψίματα από τσιγάρο

Keywords