Λέγε ανθρωπάκο τι βλέπεις στο καιρό σου;

Γράφει ο Βασίλης Δημ. Χασιώτης

Βλέπω τον Κατακτητή να φορά ξανά τη γκρι στολή με τα σύμβολα του ολοκληρωτισμού στο πηλίκιο και στο περιβραχιόνιό του.
Βλέπω τον Κατακτητή να στήνει παντού στην Ευρώπη έκτακτα στρατοδικεία με δημοκρατικές ταμπέλες, όπου με συνοπτικές διαδικασίες εκδίδονται αποφάσεις που αναγγέλλουν ποινές σε λαούς και ......κράτη των οποίων η «μοίρα» έχει προαποφασισθεί και είναι τούτη : ν’ αποτελούν στο εξής, Κράτη – υπηρέτες του Κατακτητή.

Βλέπω τον Κατακτητή να ονειρεύεται στην Ευρώπη Κοινοβούλια
κλακαδόρων κυνηγώντας ανηλεώς την ελεύθερη συνείδηση των εκπροσώπων των λαών.
Βλέπω στην Ευρώπη πολιτικές ηγεσίες και Κοινοβούλια νεκρών συνειδήσεων, βλέπω πολιτικές ηγεσίες και Κοινοβούλια στα οποία η συνείδησή τους ψυχορραγεί, μα βλέπω και πολιτικές ηγεσίες και Κοινοβούλια όπου ακόμα η ελεύθερη συνείδηση είναι ζωντανή κι αγωνίζεται να μείνει τέτοια.
Βλέπω τους κλακαδόρους του Κατακτητή να φυλάνε καραούλια μπας και καμία ελεύθερη συνείδηση κι ορθή ψυχή τους κάνει κανένα αναπάντεχα μεγάλο κακό.
Βλέπω τον Κατακτητή να εκδίδει τις αποφάσεις του βουτώντας τον κονδυλοφόρο του, τη κάθε φορά, στο αιματοδοχείο, που γεμίζει από το αίμα των κατακτημένων λαών.
Βλέπω το Κατακτητή, φορώντας συχνά τη μπλούζα του γιατρού, να χειρουργεί χωρίς αναισθητικό λαούς «ασθενείς», των οποίων η «ασθένεια» έγκειται στο ότι η «μοίρα», τούς προόρισε νάναι λαοί – υπηρέτες, κι αυτοί ονειρεύονται νάναι λαοί ισότιμοι με τον Λαό των Κυρίων που εκφράζει ο Κατακτητής. Τούτο το όνειρο, είναι μια βαριά κι επικίνδυνη ασθένεια.
Ακούω ξανά τη μπότα του Κατακτητή στην άσφαλτο, ακούω τις ριπές των πολυβόλων του εναντίον του κόσμου, ακούω τια κραυγές των θυμάτων του στα «χειρουργεία», ακούω την απελπισμένη φωνή εκείνων που μη αντέχοντας άλλες ανθρωποθυσίες βάζουν τέλος οι ίδιοι στις ζωές τους.
Ακούω στις κατακτημένες χώρες των «ασθενούντων λαών», εκατομμύρια ανθρώπων που ίσαμε χτες είχαν φαγητό στο τραπέζι τους να ψάχνουν στα σκουπίδια για αποφάγια, βλέπω ατέλειωτα μπουλούκια αστέγων που ίσαμε χτες είχαν σπίτι δικό τους, βλέπω παιδιά να λιποθυμάνε στα σχολεία από πείνα, βλέπω πια τη πείνα και τη εξαθλίωση να είναι η νέα καθημερινότητα.
Βλέπω τον Κατακτητή με τον υποκόπανο να σπάει πόρτες εισβάλλοντας μέσα στα σπίτια, κατακλέβοντας ιδιωτικές περιουσίες.
Βλέπω τον Κατακτητή να κατάσχει υπέρ αυτού τον πλούτο της κάθε κατακτημένης χώρας, καταλεηλατώντας τον.
Βλέπω το Κατακτητή, να εισβάλει ξανά σε χώρες, φορώντας συχνά τη μπλούζα του γιατρού, να χειρουργεί χωρίς αναισθητικό λαούς «ασθενείς», των οποίων η «ασθένεια» έγκειται στο ότι η «μοίρα» τους προόρισε νάναι λαοί – υπηρέτες, κι αυτοί ονειρεύονται νάναι λαοί ισότιμοι με τον Λαό των Κυρίων που εκφράζει ο Κατακτητής. Τούτο το όνειρο, είναι μια βαριά κι επικίνδυνη ασθένεια.
Βλέπω ένα όργιο «επενδύσεων» : νέα «εργοστάσια» στήνονται παντού στις χώρες – υπηρέτες με τη ταμπέλα : «Η εργασία απελευθερώνει». Σ’ αυτά τα εργοστάσια, ο Κατακτητής τοποθετεί δικούς του διευθυντές, ομοεθνείς του ή άλλους λακέδες και ως εργάτες στέλνονται όλοι οι κατακτημένοι λαοί για «αναμόρφωση», έτσι όπως αυτή την «αναμόρφωση» την επιχείρησε ξανά στο παρελθόν, ο ίδιος αυτός Κατακτητής.
Βλέπω τον Κατακτητή να χτίζει νέες χώρες, με τεράστια φρούρια φυλαγμένες, ενάντια σε κάθε «εχθρό» που εκμεταλλευόμενος τη «λαϊκή αφέλεια» θα κήρυττε την απάτη των Μονοδρόμων που κηρύττει ο Κατακτητής, θα κήρυττε την «ανοησία» της αξιοπρέπειας και της «δήθεν ελευθερίας» όταν χρωστάς της Μιχαλούς, ακόμα κι αν χρεώθηκες εσύ τα χρέη στη Μιχαλού, που όμως τα δημιούργησαν άλλοι, θα κήρυττε τη σημασία του αγώνα και θα ονόμαζε νίκη την αξιοπρεπή ήττα και ήττα την αναξιοπρεπή νίκη, θα ονόμαζε αρετή την ορθή ψυχή και την ορθή συνείδηση, και αμαρτία την ψυχή και τη συνείδηση που «οικεία βουλήσει» παραδίδεται στα χέρια του Κατακτητή, μπουσουλάνε στα τέσσερα.
Βλέπω πλήθος ηγεσιών μεγάλων Κρατών να σκύβουν το Κεφάλι στον Κατακτητή, δουλικά, φοβικά.
Βλέπω απελπιστικά λίγες ηγεσίες μικρών Κρατών, μικρών στο πλήθος των κατοίκων μα μεγάλων στο ελεύθερο φρόνημα και την ελεύθερη ψυχή, να αγωνίζονται και να βροντοφωνάζουν το δικαίωμα στην αξιοπρέπεια. Δεν έχει σημασία η νίκη ή η ήττα εδώ στο επίπεδο της φυσικής τους υπόστασης και της οικονομικής τους κατάστασης. Έχει σημασία η νίκη του ελεύθερου φρονήματός τους και της αξιοπρέπειάς τους.
Βλέπω τον Κατακτητή να παίρνει τα σύνεργα της ζωγραφικής και ν’ αρχίζει να ζωγραφίζει ξανά την Ευρώπη, ξεκινώντας απ’ τον ουρανό της. Δεν τον θέλει γαλάζιο, φωτεινό : γκρι και μαύρα σύννεφα είναι το αγαπημένο του θέμα, που από δω και πέρα, όσο τα εργαλεία της ζωγραφικής θα βρίσκονται στα χέρια του, θα κυριαρχούν στην ευρωπαϊκή «τεχνοτροπία», κυνηγώντας, ανελέητα κάθε άλλη «Σχολή», κάθε χαραμάδα φωτός.
Βλέπω τον Κατακτητή να κηρύττει τη γυμνή βία, να δείχνει το γυμνό ξίφος, να κηρύττει το Δίκαιο της Πυγμής και του Δυνατού, να κηρύττει το Πεπρωμένο, να κηρύττει τη Θεία Χάρη, να κηρύττει τον Νέο Κόσμο και το Πρότυπο της Υγείας ενός Λαού, να κηρύττει τον Νέο Αγοραίο Υπεράνθρωπο, τη Νέα Αγοραία Κοινωνία, να κηρύττει ότι οι «ασθενείς» στη δύναμη και στη ψυχή, οι «ασθενείς» στις πολιτιστικές τους απόψεις, με τις «παραισθήσεις» για γαλάζιους ουρανούς και τη κυριαρχία του φωτός, με «εμμονές» στη κυριαρχία του Ανθρώπου πάνω στο Κέρδος και την Οικονομική Επιτυχία, είναι αυτά που τους οδηγούν πάνω στο «χειρουργικό» τραπέζι του Κατακτητή : η «εγχείρηση» που γίνεται είναι «λεπτή» : επιχειρεί να αφαιρεθεί ο εγκέφαλος του «ασθενούς» και να τοποθετηθεί στη θέση του άλλος, κατασκευασμένος από «επιστήμονες» της Νέας Αγοραίας «Επιστήμης – Θρησκείας».
Βλέπω το πρωινό, το γεύμα και το δείπνο του Κατακτητή : όλα τα καλά της γης, παραγμένα στα νέα εργοστάσια όπου η «εργασία ελευθερώνει», άφθονα κρέατα κατευθείαν από τα Σφαγεία όπου χειρουργούνται οι «ασθενείς» λαοί, άφθονο ποτό, με φρέσκο ανθρώπινο αίμα ανακατεμένο με τον ιδρώτα όσων ακόμα επιζούν.
Βλέπω τον Κατακτητή να παλινορθώνει Εκκλησίες και να κηρύττει από άμβωνος, κουνώντας απειλητικά το δάχτυλό τους που στάζει αίμα αθώων, ξεθάβοντας παλιά ευαγγέλια της μισαλλοδοξίας και της απανθρωπιάς, τις «αξίες» της Κυριαρχίας των Ισχυρών και της Υποταγής των «Μικρών», ως μια «επιταγή» της Θείας Χάριτος, ως μια «επιταγή» της Ιστορίας, να κηρύττει το «αμάρτημα» της «αντίστασης» σ’ αυτούς τους θείους και ιστορικούς νόμους, το «αμάρτημα» της αντίστασης στη «φυσική επιλογή».
Βλέπω τον Κατακτητή να παλινορθώνει Εκκλησίες και να κηρύττει από άμβωνος, κουνώντας απειλητικά το δάχτυλό τους που στάζει αίμα αθώων, επιχειρώντας να ενσταλάξει ενοχές στους πληθυσμούς των λαών – υπηρετών, να τους κυριεύσει, εξόν με οικονομικά μέσα, και με την αγωνία, το φόβο και την απελπισία, που μπροστά τους ωχριούν και τα πιο ισχυρά πολεμικά όπλα.
Βλέπω πολιτικό και πνευματικό κεφάλαιο στους λαούς των υπηρετών, πρόθυμα ή στα μουλωχτά να γίνονται οι πρώτοι προσήλυτοι της διδασκαλίας του Κατακτητή και οι ιεροκήρυκές του στους ίδιους τους λαούς τους. Τούτο ιερατείο χύνει ψεύτικα δάκρυα συμπόνιας για τους κατατρεγμένους, κι η γλώσσα του ξεχωρίζει από χιλιόμετρα μακριά : ένας άχρωμος, επαναλαμβανόμενος και με τα ίδια πάντα λόγια κι επιχειρήματα ξύλινος λόγος.
Βλέπω τον Κατακτητή να κοιμάται ήσυχος, τίποτα να μη ταράζει τον ύπνο του, σημάδι πως η πίστη του σε ό,τι κάνει είναι βαθιά ριζωμένη μέσα του, σημάδι πως το σώμα και το αίμα των κατακτημένων λαών δεν του ενοχλούν ούτε την όσφρηση, ούτε τη γεύση, ούτε τη συνείδησή του, αφού η δική του συνείδηση, δεν είναι της Γης αυτής, δεν είναι του Ανθρώπου όπως τον ξέρουμε : είναι ενός άλλους «είδους», που έχει τη μορφή ανθρώπου, αλλά Άνθρωπος δεν είναι.
Ακούω όμως, μέσα σε τούτη τη μονοτονία των λόγων του Κατακτητή, φωνές παρήγορες, που κηρύσσουν την αντίσταση στη Κατοχή και την Αθλιότητα, που αντιστέκονται και πολεμάνε τη Κατοχή και την Αθλιότητα.
Βλέπω τον Κατακτητή να επιβάλει το χειμώνα στην Ευρώπη, αλλά, τούτο το χιόνι, θα δημιουργήσει χιονοστιβάδες που δεν θα παρασύρουν μόνο τους άλλους, τους «ασθενείς», μα και τους «γιατρούς».
Βλέπω τη φανερή αλληλουχία των μηνυμάτων και πραγμάτων.
Βλέπω τη σκηνή που δε παίρνονται οι αποφάσεις, με το φως που δε φωτίζει μα που τυφλώνει σα το φως στην ανάκριση, και τούτο τούτη τη πραγματικότητα τη λέω ψέμα.
Βλέπω το παραπέτασμα της βαριάς κουρτίνας, την οποία κάθε τόσο οι πρωταγωνιστές της φωτεινής σκηνής τη τραβούν ίσα για να περάσουν από πίσω και με προσοχή μη κι απ’ τη χαραμάδα μάτια που δεν πρέπει δουν έστω και λίγο τι γίνεται εκεί, για να ξαναεπιστρέψουν κομίζοντας νέες εντολές που διαφημίζουν ως δήθεν δικές τους σκέψεις και απόψεις, και τούτο το λέω πραγματικότητα.
Βλέπω πρώτ’ απ’ όλα να με αποκαλούν «ανθρωπάκο», «μάζα», «όχλο». Αυτό είναι που βλέπω πρώτα απ’ όλα.
Αγωνίζομαι ν’ αποδείξω ότι δικαιούμαι να ονομάζομαι : ΆΝΘΡΩΠΟΣ!
Είναι ένας αγώνας που γίνεται χιλιάδες τώρα χρόνια : αυτό και μόνο δείχνει ότι δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση το να κατακτήσεις το δικαίωμα να ονομάζεσαι : ΑΝΘΡΩΠΟΣ!
Keywords
Τυχαία Θέματα