Η Παναγιά η «Γραϊδιό-τησα»

Δεκαπενταύγουστος. Το Πάσχα του καλοκαιριού. Είναι η γιορτή Της. Οι γυναίκες από το χωριό φτάσαν στην εκκλησία από νωρίς. Έτσι έπρεπε για τη Χάρη της. Πρωί πρωί. Με το καλό φόρεμα, το μπλε, το μεταξωτό, με το μεγάλο λουλούδι στον ώμο, που χάιδευε απαλά το χαρακωμένο πρόσωπο. Πολλά τα χρόνια και βαριές οι δουλειές. Κόπος που φαίνονταν στα σκεβρωμένα κορμιά. Αλλά σήμερα είναι Μεγάλη γιορτή. Φτέρνες σκασμένες στα ηλιοκαμένα πόδια συνόδευαν τα λουστρίνια πέδιλα, αφόρετα

σχεδόν, και χέρια χοντρά και άγρια, κρατούσαν το μικρό επίσημο τσαντάκι με τη χρυσή αλυσίδα. Μια μετάνοια απαραίτητη και μετά, ευλαβικό προσκύνημα της εικόνα Της και ένα κοίταγμα ίσα μες Στα μάτια Της, την ώρα που κάναν τον σταυρό τους, όπως όταν να Της μιλάνε.

«Παναγιά μου, παναγιά μου, θάρρος και παρηγοριά μου».

Στο μυαλό μου ήρθε ο Κόντογλου.

«Τούτο το γραΐδιο που κάνει τον σταυρό του και στέκεται σαν κουρούνα μπροστά στα εικονίσματα, είναι ψυχή χιλιάδων χρονών και ξέρει από πού βαστά και πού πάει, καλίτερα απὸ τον κάθε λιμοκοντόρο που σπουδάζει στα Παρίσια».

Με αυτά στο μυαλό μου μέσα στα λιβάνια, τις γραίες και τα εικονίσματα συρρικνώθηκα λες και το δέρμα μου έγινε ξαφνικά τρία νούμερα μικρότερο. Ντροπή το λες; Φόβο; Άλλοι άνθρωποι, παλαιάς κοπής.

«Να πας να πάρεις αντίδωρο. Τι ζάρωσες εδώ σαν την κατούσια; (catushia) Δεν είσαι από δω, ε; Τίνος είσαι εσύ;».

The post Η Παναγιά η «Γραϊδιό-τησα» appeared first on Protagon.gr.

Keywords
Τυχαία Θέματα