Το αουτσάιντερ που έγινε ακλόνητο φαβορί!

Τον μισό ενθουσιασμό που έχουν τώρα στις εσωκομματικές να είχαν επιδείξει στις γενικές εκλογές τα «στελέχη», οι ινστρούχτορες, οι παρατρεχαμένοι και οι ανεπάγγελτοι παραγοντίσκοι, η ΝΔ θα είχε κερδίσει.

Ίσως διότι για κάποιους να είναι απείρως σημαντικότερο το πρόσωπο του αρχηγού, από τη νίκη στις εκλογές. Ίσως γιατί η διατήρηση των κομματικών προνομίων γίνεται πιο εύκολη υπόθεση σε φάση «αξιωματικής αντιπολίτευσης» και όχι σε περίοδο που ένα

κόμμα μπαίνει στο «μπελά» της διακυβέρνησης.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ως την 22α Νοεμβρίου θα γίνει μάχη. Με υπερβολές, λεκτικούς διαξιφισμούς, χτυπήματα πάνω και κάτω από τη ζώνη και κυρίως προσωπικές επιθέσεις.

Τέσσερις υποψηφιότητες, τελείως διακριτές μεταξύ τους. Το κυρίαρχο όμως πρόβλημα της ΝΔ δεν είναι το πρόσωπο του Προέδρου, αλλά το ιδεολογικό στίγμα (που δεν έχει), το δομικό της πρόβλημα ως προς την οργάνωση και τη λήψη αποφάσεων, η (μη) συλλογική της λειτουργία, το γεγονός ότι τείνει να γίνει ένα κόμμα εχόντων και κατεχόντων, μακριά από τα λαϊκά στρώματα.

Δεν έλαβε χώρα (ίσως γιατί δεν εξυπηρετούσε) καμία ανάλυση της ψήφου του Σεπτεμβρίου, που σε όλες ανεξαιρέτως τις μαζικές λαϊκές γειτονιές, ο ΣΥΡΙΖΑ έλαβε διπλάσιο τουλάχιστον ποσοστό από τη ΝΔ. Βγήκαν όμως πολλοί –ισχυροί και βαρύγδουποι- τονίζοντας ότι ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης συγκράτησε τις δυνάμεις του κόμματος σε σχέση με τις δημοσκοπήσεις της Άνοιξης και του καλοκαιριού! Συγκρίνουν δηλαδή μήλα με μπανάνες, καθώς η ΝΔ έλαβε διακόσιες χιλιάδες ψήφους σε σχέση με τις εκλογές του Ιανουαρίου.

Αν είναι οι πολιτικές και εκλογικές αναλύσεις να είναι τόσο επιφανειακές από ρηχά επιτελεία και Προέδρους, ας ετοιμαστούν στη Συγγρού για μακρά περίοδο αγρανάπαυσης, μέχρι να βαρεθεί ο λαός τον Τσίπρα.

Αν και υπάρχει πολύς χρόνος ως την πρώτη Κυριακή των εσωκομματικών, ήδη μπορούν να εξαχθούν κάποια πρώτα συμπεράσματα: ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης, εκπροσωπεί τη «συστημική» πλευρά του κόμματος και γύρω του έχουν στοιχηθεί κυρίως παλαιοί βουλευτές και κομματάρχες. Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι αν η εκλογή Προέδρου γινόταν από ένα κομματικό συνέδριο, θα ήταν ο αδιαμφισβήτητος νικητής. Σε εκλογικό σώμα όμως πεντακοσίων χιλιάδων πολιτών και βάλε δεν έχει σχεδόν καμία τύχη.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ο εκπρόσωπος του (νεο)φιλελευθερισμού, προσπαθεί να πείσει ότι έχει τη δική του διαδρομή και να κριθεί με βάση αυτή και όχι το επώνυμο του. Η υπουργική του θητεία δεν τον βοηθάει ιδιαίτερα, τα ερείσματα του όμως τα έχει. Ποντάρει κυρίως στη φαγωμάρα των υπολοίπων για να βρεθεί στο δεύτερο γύρο και να τα παίξει εκεί όλα για όλα, με συμμαχίες της δεύτερης Κυριακής.

Ο Άδωνις από την πλευρά του, έβαλε υποψηφιότητα όταν είδε ότι ο Βορίδης δεν ήταν διατεθειμένος να εκτεθεί, ίσως για να μην απολογηθεί για ακόμη μία φορά για την περιβόητη φωτογραφία. Η υποψηφιότητα Γεωργιάδη, έγινε κυρίως με στόχο την "άτυπη αρχηγία" στο «υπερδεξιό» κέρας της ΝΔ.

Με όπλο του την φωνασκούσα παρουσία του στα ΜΜΕ και καίρια την υψηλή αναγνωρισιμότητα του θα εξαντλήσει τις όποιες (λίγες) πιθανότητες του αναλογούν. Οι πιστοί αλλά ευάριθμοι υποστηρικτές του προκαλούν ήδη μεγάλο «θόρυβο», το πρόβλημα όμως είναι ότι η υπερβολική έκθεση στα ακόρεστα μίντια κάποια στιγμή γυρνά μπούμερανγκ. Το «σκληρό ροκ» απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να δημιουργεί οπαδούς, δεν βοηθά όμως την παράταξη στην εξέλιξη της. Εκφράζει ένα μόνο μικρό τμήμα της και σε καμία περίπτωση το όλον. Όπως και το συνολικό ύφος και η παρουσία του Άδωνι δεν ταιριάζει καθόλου σε Πρωθυπουργό. Όπως -κατά γενική ομολογία- δεν βοήθησαν και τον Γενάρη οι υπερβολές -που τρολαρίστηκαν αγρίως- με το τι θα πάθουμε με Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.

Ο Απόστολος Τζιτζικώστας, ξεκίνησε ως απόλυτο αουτσάιντερ τη διαδικασία της διαδοχής, αλλά όσο περνούν οι μέρες γίνεται κατανοητό ότι είναι ο γνήσιος εκφραστής της συντηρητικής, δημοκρατικής Δεξιάς, της πλειοψηφίας δηλαδή μέσα στη ΝΔ έναντι της μειοψηφίας των νεοφιλελεύθερων.

Το κώλυμα του ως Περιφερειάρχη είναι αυτό που μονότονα του προσάπτουν, όσοι είναι απέναντι του.

Στην πραγματικότητα είναι όμως το μεγάλο του πλεονέκτημα. Αν εκλεγεί, θα εξακολουθήσει να είναι ένας «μικρός Πρωθυπουργός» στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, με καθημερινή επαφή με τα προβλήματα των πολιτών, με τις αρτηριοσκληρωτικές δημόσιες υπηρεσίες, με τα συγχρηματοδοτούμενα ευρωπαϊκά προγράμματα.

Είναι απείρως προτιμότερο να μην αναλώσει τα επόμενα τρεισήμισι χρόνια σε ανούσιους «πολέμους της ατάκας» εντός του Κοινοβουλίου, αλλά να τα χρησιμοποιήσει παραγωγικά ως διοικητής μιας Περιφέρειας, που έχει σε σμίκρυνση όλα τα προβλήματα της χώρας.

Να προβληματισθεί για το πώς θα συνδεθεί το σιδηροδρομικό δίκτυο με τον λιμένα της Θεσσαλονίκης και όχι με την ψήφιση ή μη ενός ακόμη επαχθούς Μνημονίου.

Για να μην «πέσει και αυτός από τα σύννεφα» όταν κληθεί να διαχειριστεί τις τύχες της χώρας, όπως ο Τσίπρας και τόσοι άλλοι.

Η συγκυρία το έφερε να μην τεθεί αντιμέτωπος με τον επίσης Περιφερειάρχη, Κώστα Μπακογιάννη και έτσι να αποφύγει τη «μητέρα των μαχών». Τουλάχιστον προς το παρόν.

Με όρους ανανέωσης, με όρους συγκριτικής αξιολόγησης των υποψηφίων, με όρους προοπτικής, ο Τζιτζικώστας μετατρέπεται από αουτσάιντερ σε φαβορί στην κούρσα της διαδοχής. Χωρίς αμφιβολία είναι αυτός που συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά αρχηγού έτους 2020, για να εκφράσει τους (απαιτητικούς) ψηφοφόρους της ΝΔ.

Ο ηγέτης δε γεννιέται μέσα από «κομματικά συστήματα», επετηρίδες και ιεραρχίες, κοκορομαχίες σε τηλεπαράθυρα και εξυπνακισμούς στο Κοινοβούλιο, αλλά μέσα από τα «όχι» που εκστόμισε έναντι ισχυρότερων.

Κι ο Απόστολος Τζιτζικώστας έχει πει αναμφίβολα δύο, παίρνοντας και τα αντίστοιχα ρίσκα. Και τα έκανε πράξη, δεν έμεινε στα λόγια.

Διαβάστε περισσότερα

Keywords
Τυχαία Θέματα