Γράψε ρε, καμιά κομματάρα!!!

«Ρε μ…α. Και γ…ω τα κομμάτια. Βρες τώρα έναν τίτλο να βρω μια φοβερή φωτογραφία να τους σκίσουμε όλους».

Μια φωνή ακούγεται από το υπερπέραν. Δυνατή, επιτακτική αλλά ταυτόχρονα τόσο θερμή και υποστηρικτική γι’ αυτό που κάνουμε. Από τις 10 λέξεις οι πέντε είναι βρισιές αλλά όχι από κάποιον που είναι κακότροπος αλλά από κάποιον που είναι φίλος, αδερφός, οικείος. Κάποιον που έχει κερδίσει το δικαίωμα να σε βρίζει και να μην αισθάνεσαι ούτε μια στιγμή προσβεβλημένος.

Αντιθέτως, αισθάνεσαι χαρά, περηφάνια, τιμή που είσαι κοντά

σ’ αυτόν. Άλλωστε, πόσες φορές στη ζωή μας έχουμε πει ότι χαιρόμαστε για ανθρώπους που είναι δίπλα μας;

Ένας χρόνος έχει περάσει από τη μέρα που ο Αρχηγός «έφυγε». Ο Βασίλης Ζήσης δεν είναι εδώ και καιρό μαζί μας αλλά συνεχίζουμε να μιλάμε και να γράφουμε στον ενεστώτα. Μάλιστα, εγώ πολλές φορές μπερδεύω τα λόγια μου. Αντί να πω: «Ρε Πάνο τι κάνεις;» λέω «Ρε Βασίλη τι κάνεις;» Και δαγκώνομαι. Κι αν στεναχωρήσω τους δικούς του ανθρώπους; Αν τους θυμίσω ότι ένα κρύο βράδυ του Νοέμβρη του 2014, λίγες ώρες πριν από την Επέτειο του Πολυτεχνείου ο Αρχηγός μας αποχαιρέτησε αλλά δεν πρόλαβε να μας χαιρετίσει όπως του ταίριαζε;

Λένε για κάποιον που πεθαίνει, έτσι για να τον κάνουν πιο λογοτεχνικό τον πόνο για την απώλεια, ότι «πήγε στη γειτονιά των αγγέλων». Αν το άκουγε ο Βασίλης θα έλεγε: «Μωρέ τι μαλ… κιες λέτε. Εγώ είμαι δαίμονας στους αγγέλους θα πήγαινα;».

Τα τελευταία χρόνια ο Βασίλης με τίμησε με τη φιλία του. Με στήριξε σε δύσκολες στιγμές, ακόμη κι όταν έχανα τον πατέρα μου είχε έρθει να μου πει: «Ό,τι θέλεις, εγώ είμαι εδώ». Με στήριξε και με βοήθησε να κατανοήσω την πολιτική και να μάθω να γράφω για όλα. Αν ήξερε τι μαθήματα μου έδωσε χωρίς να το καταλαβαίνει. Αν γνώριζε πόσο καλό έκανε στην καριέρα μου, στη ζωή μου… Δεν το ήξερε και δεν του το είπα ποτέ γιατί πίστευα ότι μαζί θα μεγαλώσουμε, μαζί θα συνεχίσουμε μέσα από το Antinews να δίνουμε μάχες.

Η μοίρα είχε άλλα γράψει. Θυμάμαι ότι πριν από μερικά χρόνια ήρθε και μου είπε: «Να ξέρεις έχω καρκίνο. Θα το πολεμήσω και όσο ζήσω». Το πολέμησε. Όποιος τον έβλεπε να δίνει μάχες θα έμενε έκπληκτος με τον τρόπο που αντιμετώπιζε τον πόνο. Όταν η αρρώστια φάνηκε να υποχωρεί, να εξαφανίζεται όπως του έλεγαν οι… φωστήρες γιατροί, έκανε ένα πάρτι. Έλαμπε από χαρά γιατί έδειχνε να έχει ξεφύγει από τα νύχια του Χάρου. «Πάρτι γενεθλίων και πάρτι επιστροφής στη ζωή», μου είχε πει. Τελικά δεν ήταν τίποτε από τα δύο, δυστυχώς. Ήταν πάρτι αποχαιρετισμού όλων των πραγματικών φίλων του, αλλά τότε δεν το γνώριζε.

Μέχρι την τελευταία στιγμή, ακόμη και με αφόρητους πόνους, συνέχιζε να γράφει, να διορθώνει, να δίνει γραμμή, να παίρνει τηλέφωνο και να βρίζει. Κι όταν πήγαινα να τον δω του έφερνα κανένα γλυκό και μου έλεγε: «Τι μου κάνεις τώρα; Δεν πρέπει να φάω αλλά είμαι γλυκατζής».

Ο Βασίλης ήταν ένα σπάνιο είδος ανθρώπου που τους φίλους που διάλεξε τους κράτησε μέχρι τέλους. Μπορεί να τσακωνόσουν μαζί του, μπορεί να διαφωνούσες αλλά ήξερες ότι αυτή η φιλία δεν επρόκειτο να χαθεί. Κι αν για εμάς τους… κοινούς θνητούς αυτό ήταν κάτι δεδομένο, ας ρωτήσει κάποιος για τους πολιτικούς φίλους του. Που μπορεί να τον πίκραναν ουκ ολίγες φορές αλλά ο Αρχηγός τους συγχωρούσε και τους στήριζε.

Μπορεί να θέλει χιλιάδες λέξεις για να γράψεις κάθε τι που θυμίζει τον Βασίλη. Άμα πάρεις φόρα και θυμηθείς πράγματα δεν σταματάς με τίποτε. Αλλά είναι σίγουρο ότι δεν θέλει επικήδειους και μνημόσυνα. Ας πούμε ότι όλα αυτά που γράφουμε σήμερα είναι ένας φόρος τιμής σε έναν φίλο, πιο αγαπητό από συγγενή. Άλλωστε από εκεί ψηλά που βρίσκεται σίγουρα θα γελάει με το… αφιέρωμα που του ετοιμάσαμε. Εγώ τον βλέπω να γελάει με εκείνο το πηγαίο γέλιο, αλλά ταυτόχρονα τον βλέπω να είναι στεναχωρημένος γιατί δεν μπορεί να ξαναπάει στην αγαπημένη του Νεράϊδα που όλο γι’ αυτήν μιλούσε.

Ελπίζουμε όλοι μας ότι είναι περήφανος για εμάς και για ό,τι μας άφησε, όχι υλικό αλλά πνευματικό. Μόνο που θα θέλαμε ο Μπιλάκος να ήταν εδώ. Εγώ πολύ θα ήθελα να τον έβλεπα να τσακώνεται με τον Φαήλο, να τσαντίζεται με τον Αντώνη, να πλακώνεται με τον Χρύσανθο, να κοροϊδεύει τον Μικρό Οδυσσέα.

Υπάρχει ένα κενό που δύσκολα αναπληρώνεται για στενούς συγγενείς και πραγματικούς φίλους. Θα είναι, όμως, πάντα ο Αρχηγός μας, να το ξέρει από εκεί ψηλά που μας βλέπει.

Αντί επιλόγου ένα στιχάκι μόνο από τον Οδυσσέα Ελύτη. Σίγουρα θα του άρεσε: Βαρύς ο κόσμος να τον ζήσεις,

όμως για λίγη περηφάνια το άξιζε.

Ο Μπιλάκος είχε πολύ περηφάνια.

Διαβάστε περισσότερα

Keywords
Τυχαία Θέματα