Η ιστορία ενός βιασμού

Γράφει η Άννα Κουρουπού
Θα ήταν, περίπου, δύο μετά τα μεσάνυχτα. Ο «Παπασπύρου» στο Σύνταγμα, σημερινά Mac Donalds, γεμάτος κόσμο. Καφετέρια ήταν. Και, φυσικά, κλειστό. Κάθε καρυδιάς καρύδι περνούσε από εκεί. Έπειτα από ξέφρενα γλέντια και ασταμάτητους χορούς στην Πλάκα, όλοι περνούσαν να ρίξουν ένα βλέφαρο. Γέλια, γλέντια, κουτσομπολιό, καμάκι. Πολύ καμάκι. Άντρες, γυναίκες, πουστράκια, τραβεστί, ό,τι τραβούσε η ψυχή σου. Ένα after μαγαζί χωρίς είσοδο και για πιόμα ό,τι περίσσευε απ’ τα προηγούμενα μπαρ. Τώρα πια είχε περισσότερο χρόνο να ξενυχτά το Σαββατόβραδο. Είχαν πέσει οι εξηγήσεις στο τραπέζι με τη μάνα του. Πήρε το δρόμο της επιστροφής με τα πόδια. Ούτε χρήματα για ταξί περίσσευαν κι ήταν ακόμη μια ευκαιρία να αναστατώσει στο δρόμο τους πεζούς και τους οδηγούς. Του άρεσε αυτό το παιχνίδι. Εξάλλου, τότε ανακάλυπτε τον εαυτό του.
Στην πλατεία Κοτζιά το παίρνει από πίσω ένας όμορφος νεαρός, γύρω στα είκοσι. Και έπιασαν την κουβέντα. Του έκανε παρέα στο δρόμο ως το Μεταξουργείο. Εκεί βρήκαν «τυχαία» ένα φίλο του να οδηγεί ένα μικρό φορτηγάκι. Κλειστό. Ένα λευκό Volkswagen. Toυ πρότειναν να το πάνε σπίτι του. Δεν αρνήθηκε. Δεν φοβήθηκε. Και γιατί να φοβηθεί; Του άρεσε και ο νεαρός. Παντελής. Ακόμα το θυμάται. Λίγο πριν φτάσουν στον Κολωνό, του είπαν αν θέλει να πάνε μια βόλτα. Είπε ότι νυστάζει. Δεν ήταν πρόφαση. Νύσταζε.
«Για καμιά ωρίτσα. Έλα, καλοκαίρι είναι. Ωραία θα είναι».
Γιατί όχι, σκέφτηκε; Βγήκαν στην Καβάλας. Όλο χαϊδευόταν με τον Παντελή και ο οδηγός, δήθεν αδιάφορος, τραγουδούσε σιγοντάροντας την Πίτσα Παπαδοπούλου στο ραδιόφωνο. Σαν να άκουσε κάτι περίεργους θορύβους στο πίσω μέρος αλλά είχε για «φρένο» κάτι απαίσια κουρτινάκια, εμπριμέ και δεν μπήκε καν στον κόπο να κοιτάξει. Αφού πέρασε αρκετή ώρα, τους παρακάλεσε να γυρίσουν.
«Να, εδώ στη Ελευσίνα πάμε. Έχει θάλασσα. Να δροσιστούμε λίγο».
Και να ήθελε να φέρει αντίρρηση, δεν μπορούσε. Χωμένο σε μια αντρική αγκαλιά, περνούσε όμορφα. Πέρασαν τη θάλασσα, άφησαν και την Ελευσίνα πίσω τους και χώθηκαν σε κάτι χωμάτινα δρομάκια, σκοτεινά. Σταμάτησε ο οδηγός, κυριολεκτικά, στη μέση του πουθενά. Έκλεισε τη μηχανή, χαμήλωσε τη μουσική και το τράβηξε προς το μέρος του.
«Σειρά μου, τώρα. Δεν δικαιούμαι κι εγώ ένα φιλάκι τόση ώρα που οδηγώ;».
Δεν πρόλαβε καν να πει λέξη. Άνοιξαν ταυτόχρονα και οι δύο πόρτες και ο ένας το τράβηξε έξω. Στο σκοτάδι, στην ερημιά. Πήγαν στην πίσω πλευρά του φορτηγού και άνοιξαν τη μεγάλη πόρτα. Άναψε κι ένα φωτάκι αυτόματα. Αυτό που αντίκρισε, του έκοψε τα πόδια. Δύο πολύ στενά κρεβάτια με αφρολέξ, δεξιά κι αριστερά στην καμπίνα. Και πάνω σ’ αυτά κάθονταν συνωμοτικά πέντε άντρες. Είκοσι με τριάντα χρονών. Το έσπρωξαν με πολύ δύναμη μέσα κι αφού μπήκαν κι αυτοί, έκλεισαν την πόρτα πίσω τους. Έσβησε και το μικρό φωτάκι. Μέσα στο μισοσκόταδο ένιωσε δυο χέρια να το τραβούν με δύναμη πάνω τους. Γελούσαν σαν παρανοϊκοί. Σε λίγα λεπτά έμεινε εντελώς γυμνό, ένιωθε άγρια αγγίγματα σε όλο του το σώμα. Άκουσε φερμουάρ να ανοίγουν χωρίς να μπορεί να δει και πολλά πράγματα. Ένα γκρι δάπεδο και ρούχα να πετιούνται σωρό, ολόγυρα.
Ο πρώτος του άρπαξε το κεφάλι και το έσπρωξε προς τα κάτω. Προσπάθησε να φέρει αντίσταση, μα δεν κατάφερε απολύτως τίποτα. Ένα πνίξιμο στο λαιμό και δάκρυα ποτάμια. Και δεκάδες δάχτυλα να το αγγίζουν. Τα περισσότερα, άγαρμπα. Ένα δυνατό τσούξιμο από πίσω του. Τόσο έντονο. Αντανακλαστικά, δάγκωσε τον πούτσο που είχε στο στόμα του, απ’ τον πόνο. Και ούρλιαξε. Ένας δεύτερος πόνος από μπουνιά στο κεφάλι και ζαλίστηκε. Σταμάτησε να αντιστέκεται. Πονούσε πολύ. Και φώναζε. Άναρθρες κραυγές. Και πάλι μπουνιά. Και μπούκωμα. Δεν μπορούσε να ανασάνει. Τα δάκρυα έγιναν ένα με τις μύξες και τα υγρά του πρώτου που έχυσε στο πρόσωπο του. Ήρθε ο επόμενος. Το ίδιο σκηνικό. Είχε σχεδόν λιποθυμήσει. Το γύρισαν ανάσκελα κάποια στιγμή στην άκρη του στενού κρεβατιού και είδε για λίγο, μισοζαλισμένο όπως ήταν, εφτά πρόσωπα χωρίς να μπορεί να διακρίνει χαρακτηριστικά. Μόνο ότι γελούσαν έβλεπε και αναστεναγμούς ηδονής άκουγε. Το ξαναγύρισαν στα τέσσερα. Άλλος από πίσω, άλλος στο στόμα. Έκανε συνέχεια εμετό, ό,τι είχε απομείνει για να βγάλει. Όλοι πέρασαν από πάνω του. Ένας-ένας. Ώρες ατέλειωτες. Κάποια στιγμή, επιτέλους, το μαρτύριο σταμάτησε. Είχαν ικανοποιηθεί δυο και τρεις φορές ο καθένας. Το άφησαν στο «πάτωμα» του φορτηγού, με αναφιλητά, να τρέμει απ’ το σοκ και τον πόνο. Οι δυο έφυγαν και πήγαν μπροστά. Άκουσε τη μηχανή να ανάβει.
«Παναγιά μου, τώρα θα με σκοτώσουν».
Λίγο πριν βγουν στην εθνική οδό, το πέταξαν στην κυριολεξία έξω. Στο χωματόδρομο. Με όση δύναμη του είχε απομείνει περπάτησε ως εκεί που έβλεπε πολλά φώτα. Έξω απ’ τον Ασπρόπυργο. Προσπαθώντας άδικα να κρύψει τη γύμνια του και τον εξευτελισμό, σήκωσε το χέρι του να σταματήσει όποιο αυτοκίνητο μπορούσε να περάσει εκείνη την ώρα. Ένα μικρό αμάξι σταμάτησε και έκπληκτος ο μεσήλικας οδηγός έβγαλε το πουκάμισό του, το τύλιξε και το έβαλε να καθίσει στην πίσω θέση. Το μόνο που το ρώτησε είναι πού να το πάει. Είχε καταλάβει, προφανώς. Αυτό, έτρεμε. Με ματωμένο το στόμα του είπε «Ακαδημία Πλάτωνος». Το άφησε έξω απ’ το σπίτι του, σχεδόν ξημέρωμα πια, ενώ το παρακαλούσε να τον αφήσει να μιλήσει στους γονείς του.
«Δεν έχω γονείς. Με τη γιαγιά μου μένω κι αν με δει έτσι, θα πεθάνει. Ντρέπομαι». Πήγε κατευθείαν στην παλιά τουαλέτα, πλύθηκε όσο μπορούσε ήσυχα για να μην ξυπνήσουν οι άλλοι και χώθηκε διπλωμένο σαν το έμβρυο κάτω απ’ το σεντόνι του κρεβατιού του. Κι άρχισε ένας λυγμός, πνιχτός, φοβισμένος, ενοχικός, λυτρωτικός.

*Απόσπασμα από το βιβλίο της Άννας Κουρουπού "Γιατί δεν έχω σαν το δικό σου μαμά", εκδόσεις Ποταμός.
Keywords
Τυχαία Θέματα