Ο «Νουρέγιεφ» κρέμασε τα παπούτσια του και το ποδόσφαιρο έγινε φτωχότερο (video)

Κείμενο: Αντώνης Ρηγόπουλος

Ήταν 22 Νοέμβριου του 1975 όταν ο Βασίλης Χατζηπαναγής πάτησε το πόδι του σε ελληνικό έδαφος για πρώτη φορά, κατεβαίνοντας από το τρένο στον σταθμό της Θεσσαλονίκης. Οι χιλιάδες φίλαθλοι του Ηρακλή που τον περίμεναν τον άφησαν έκπληκτο αφού μάλλον μέχρι τότε δεν είχε αντιληφθεί τη φήμη που είχε αποκτήσει στην Ελλάδα, ήδη από την

εποχή που «αλώνιζε» τα γήπεδα της Σοβιετικής Ένωσης με τις φανέλες της Παχτακόρ Τασκένδης και Ντιναμό Τασκένδης.

Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, στις 9 Νοεμβρίου του 1990, ο Χατζηπαναγής θα έπαιρνε την απόφαση να κρεμάσει τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια στερώντας από τα ελληνικά γήπεδα τους χορούς του… «Νουρέγιεφ», όπως ήταν ένα από τα προσωνύμια που του είχαν «κολλήσει» οι οπαδοί λόγω των απίστευτων τριπλών με τις οποίες «έσπαγε» τις άμυνες των αντιπάλων.

Η ζωή και η καριέρα του «Βάσια» με τα δικά του λόγια

Ο Βασίλης Χατζηπαναγής γεννήθηκε στις 26 Οκτωβρίου του 1954 στην Τασκένδη της Σοβιετικής Ένωσης από Έλληνες γονείς, τον Κυριάκο και τη Χρύσα, που ζούσαν εκεί ως πολιτικοί πρόσφυγες μετά τη δράση που ανέπτυξαν στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου.

Ξεκίνησε να παίζει ποδόσφαιρο στη Δυναμό Τασκένδης και το 1972 πήγε στην Παχτακόρ μέχρι το 1975 που ήρθε στην Ελλάδα για τον Ηρακλή Θεσσαλονίκης από τον οποίο δεν μπόρεσε να φύγει μέχρι το τέλος της καριέρας του. Επίσης φόρεσε τη φανέλα της ολυμπιακής ομάδας της Σοβιετικής Ένωσης στα προκριματικά των Ολυμπιακών Αγώνων του Μόντρεαλ αλλά και της εθνικής ομάδας ελπίδων της Σοβιετικής Ένωσης.

«Με την Παχτακόρ είχα 96 συμμετοχές και 22 γκολ στο πρωτάθλημα της Σοβιετικής Ένωσης. Ξεκίνησα να αγωνίζομαι στην πρώτη ομάδα από δεκαεπτάμισι χρόνων. Τη χρονιά πριν έρθω στον Ηρακλή, το 1975, κερδίσαμε στην Τασκένδη την Ντιναμό Κιέβου 5-0, μπροστά σε 65.000 φιλάθλους», διηγείται .

Το 1976 κέρδισε το μοναδικό του τρόπαιο, σε έναν θρυλικό τελικό κυπέλλου ενάντια στον Ολυμπιακό που έληξε 4-4 και κρίθηκε τελικά στα πέναλτι, με τους οπαδούς και των δύο ομάδων να τον χειροκροτεί μετά το τέλος του αγώνα.

Δεν κατάφερε να αγωνιστεί ποτέ με την Εθνική Ελλάδος εξ’ αιτίας της προηγούμενης συμμετοχής του με τα χρώματα της Σοβιετικής Ένωσης, γεγονός που τον πίκρανε βαθιά, σύμφωνα με όσα έχει δηλώσει ο ίδιος στα Νέα. «Πιστεύω ότι όσον αφορά την εθνική ομάδα πλήρωσα και τα πολιτικά φρονήματα του πατέρα μου, ο οποίος ήταν αριστερός μέχρι το τέλος της ζωής του. Είχα πάει πολλές φορές στην Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου της Σοβιετικής Ενωσης και ρωτούσα γιατί δεν μπορώ να παίξω στην Ελλάδα. Εκείνοι μου έλεγαν ότι το χαρτί που ζητούσε η ΕΠΟ, με το οποίο θα έπρεπε να παραδεχθούν ότι λανθασμένα με χρησιμοποίησαν στην εθνική τους ομάδας, δεν μπορούσε να δοθεί γιατί τότε η Ολυμπιακή Επιτροπή θα ζητούσε πίσω το χάλκινο που πήραν στους Ολυμπιακούς του Μόντρεαλ, αφού για την πρόκριση της Σοβιετικής Ένωσης είχα αγωνιστεί ως βασικός σε όλα τα παιχνίδια των προκριματικών. Μου είχαν πει ότι θα μπορούσε η Ελλάδα να ζητήσει να γίνει ένα ειδικό δικαστήριο, στο οποίο θα αποδείκνυαν ότι οι γονείς μου είναι Ελληνες – όπως και ήταν – και έτσι θα μπορούσα να αγωνιστώ με την Εθνική Ελλάδος, όμως αυτό δεν έγινε ποτέ», εξηγεί ο ίδιος.

Κατάφερε ωστόσο να αγωνιστεί με τη Μεικτή Κόσμου τον Ιούλιο του 1984 στη Νέα Υόρκη, στα πλαίσια ενός φιλανθρωπικού ποδοσφαιρικού αγώνα, τον οποίο παρακολούθησαν 40.000 φίλαθλοι, μεταξύ των οποίων και 15.000 Έλληνες. «Ήταν η πρώτη φορά που συγκινήθηκα, αφού στο στάδιο βρίσκονταν τουλάχιστον 20.000 Έλληνες και με φώναζαν από το ζέσταμα ακόμη. Μέσα σε τόσες πίκρες, πήρα και μια χαρά», είχε δηλώσει για αυτό τον αγώνα.

Το τελευταίο του παιχνίδι το έπαιξε με τη φανέλα του Ηρακλή στις 26 Οκτωβρίου του 1990, την ημέρα των 36ων γενεθλίων του κόντρα στη Βαλένθια. Ωστόσο την απόφαση να σταματήσει το ποδόσφαιρο την ανακοίνωσε λίγες εβδομάδες αργότερα, στις 9 Νοεμβρίου.

Η άγνωστη δικαστική μάχη με τον Ηρακλή

Ο Βασίλης Χατζηπαναγής το 1977 είχε κάνει δικαστήριο εναντίον του Ηρακλή, γιατί στο διετές συμβόλαιο που είχε υπογράψει, είχαν προσθέσει δέκα χρόνια ακόμη. «Ήταν απάνθρωπα τα συμβόλαια τότε στην Ελλάδα» τονίζει ο ίδιος. Ωστόσο δεν μπόρεσε ποτέ να σπάσει το συμβόλαιο, με αποτέλεσμα να θεωρηθεί ένα από τα πιο αδικημένα πρόσωπα της ποδοσφαιρικής ιστορίας, αφού είχε προσελκύσει το ενδιαφέρον μερικών από τις μεγαλύτερες ομάδες της Ευρώπης, της Άρσεναλ, της Λάτσιο και της Στουτγάρδης. «Όλοι οι Πρόεδροι μετά μου ζήτησαν συγγνώμη, αλλά τι να το κάνω που δε με άφησαν να φύγω;», είχε δηλώσει ο Βασίλης Χατζηπαναγής σε συνέντευξή του στον ΑΝΤ1, αναφερόμενος σε μεγάλη πρόταση που του είχε κάνει η Λάτσιο.

«Στην καριέρα μου όλα ήταν ένα λάθος. Πολλοί λένε ότι άλλοι εκμεταλλεύτηκαν το ταλέντο μου χωρίς εγώ να κερδίσω τίποτε και μάλλον έχουν δίκιο. Η καριέρα μου θα ήταν σίγουρα καλύτερη, αν δεν εμπιστευόμουν τυφλά ανθρώπους που τελικά στην πορεία απέδειξαν ότι δεν το άξιζαν», είχε δηλώσει στα πλαίσια του βιβλίου αφιερώματος “Οι 50 κορυφαίοι”.

Τι μένει τελικά από όλη αυτή την ταραχώδη καριέρα; Μάλλον η ανεξάντλητη αγάπη του κόσμου που παρά το ότι σχεδόν είκοσι χρόνια μετά το τέλος της καριέρας του, οι Έλληνες φίλαθλοι τον επέλεξαν ως τον καλύτερο Έλληνα ποδοσφαιριστή σε σχετική ψηφοφορία που διοργάνωσε η ΕΠΟ με εντολή της UEFA το 2003.

Εκτός όμως από τους Έλληνες φιλάθλους, ο Βάσια έχει μείνει αξέχαστος και στους οπαδούς της πρώτης του πατρίδας, του – σημερινού – Ουζμπεκιστάν, αφού το 2011 τιμήθηκε τόσο από την Παχτακόρ, όσο και από το υπουργείο Αθλητισμού της χώρας.

Πηγές: ΤΑ ΝΕΑ, Lifo, Μηχανή του Χρόνου, peoplegreece.com evrytanika.gr, fadomduck2.blogspot,

Keywords
Τυχαία Θέματα