Είδα: Τη «Λυσιστράτη» σε σκηνοθεσία Γιάννη Μπέζου

Στην παρεξήγηση που συνδέει το λαϊκό θέαμα και το αναμενόμενα εύπεπτο θεμελιώνεται το ανέβασμα της φετινής «Λυσιστράτης» με τη σκηνοθετική υπογραφή - του Γιάννη Μπέζου.

Παρότι η εκκίνηση γίνεται μέσα από το κεφάλαιο του δημοφιλέστερου έργου του Αριστοφάνη, έχοντας μάλιστα εξασφαλίσει τέσσερις άξιους κωμικούς ηθοποιούς στην πρωταγωνιστική της ομάδα, η παράσταση αναπαράγει στη διαδρομή της τα περισσότερα κλισέ του είδους της κωμωδίας, φλερτάρει έντονα με την αισθητική της επιθεώρησης και, σε σημεία, με το στιλ ενός κακότεχνου μιούζικαλ και στο φινάλε αποτιμάται ως ένα
φασαριόζικο θέαμα που καταπίνει το έργο και τους λειτουργούς του.

Χρησιμοποιώντας μια απλουστευμένη εκδοχή της μετάφρασης του Κ.Χ. Μύρη (Κώστα Γεωργουσόπουλου), εμποτισμένη με τις αναμενόμενες ενέσεις της σύγχρονης πραγματικότητας και κάποιους (ευτυχώς λίγους) εκχυδαϊσμούς, η σκηνοθεσία αφαιμάζει το έργο από τα ποιητικά του στοιχεία. Ακόμα και στις, από γραφής, κορυφώσεις της συγκίνησης - για παράδειγμα στο λόγο της Λυσιστράτης κατά τη διάρκεια του οποίου αποδομεί τον πόλεμο - υπάρχει διαρκώς η αίσθηση ότι η παράσταση δεν επιδιώκει να απομακρυνθεί από το προβλέψιμο, το ήδη ειπωμένο.

Την ίδια ώρα, η κεντρική γραμμή ερμηνείας επιβάλλει φωνές (πάρα πολλές φωνές), ουρλιαχτά, πληθώρα γκανγκς ώστε το ένα ν' ακυρώνει το προηγούμενο - εν ολίγοις χάσιμο του μέτρου και υπερπαίξιμο, το οποίο στοχεύει στον εκβιασμό του γέλιου μα τελικά «σπαταλά» τις δυνάμεις τόσο του ανδρικού όσο και του γυναικείου Χορού· κι ανάμεσα τους διακρίνουμε νεότερους ηθοποιούς εγνωσμένης αξίας.

Από αυτόν τον ερμηνευτικό κώδικα διασώζεται κάπως η έμπειρη βασική ομάδα - Φιλιππίδης, Μπέζος, Τσαλίκη και λιγότερο ο Κυριακίδης. Αξιοποιώντας την αβανταδόρικη συνθήκη της μεταμόρφωσης σε γυναίκα, ο Πέτρος Φιλιππίδης καταφεύγει σε σκέρτσα και χαριτωμένες θηλυπρέπειες, «παίζει» με το κοινό του κατέχοντας το φοβερό γκελ που έχει σ' αυτό μα εν τέλει δεν ερμηνεύει μια Λυσιστράτη για να εγγραφεί στην παραστατική μας μνήμη. Ο Γιάννης Μπέζος στο ρόλο του φορέα της συντήρησης Πρόβουλου, μετρημένος σε μια ερμηνεία χωρίς εξάρσεις, η Ναταλία Τσαλίκη επιμένει στο κωμικό class της και δικαιώνεται ως Μυρίνη ενώ ο Βλαδίμηρος Κυριακίδης κερδίζει το γέλιο του Κινησία σε οίστρο, μολονότι δεν αποφεύγει τις υπερβολές.

Από τις καλές στιγμές της παράστασης, ο αγώνας λόγου μεταξύ Λυσιστράτης (Πέτρου Φιλιππίδη) και Πρόβουλου (Γιάννη Μπέζου), η ανολοκλήρωτη ερωτική σκηνή Μυρίνης (Ναταλίας Τσαλίκη) - Κινησία (Βλαδίμηρου Κυριακίδη) και η εμβόλιμη εμφάνιση του Στέλιου Ιακωβίδη σε αυτήν.

Μικρές οι ανάσες ωστόσο για να τονώσουν το τελικό αποτέλεσμα, το οποίο στο σύνολο του αναμασά το δόγμα της παλαιομοδίτικης ανάγνωσης στον Αριστοφάνη, χωρίς ίχνος έμπνευσης για κάτι έξω από αυτό. Αμοιρες στίγματος και οι τεχνικές κατηγορίες που θα μπορούσαν, ενδεχομένως, να βοηθήσουν στην όψη της παράστασης. Τα σκηνικά του Γιώργου Γαβαλά - ένας μοντέρνος Ιερός Βράχος με την Ακρόπολη σε μινιατούρα - περιορίζονται στην αρετή της λειτουργικότητας, τα κοστούμια της Παναγιώτας Κοκορού αξιοπρεπή, οι χορογραφίες της Ελπίδας Νίνου επιθεωρησιακής λογικής ενώ η μουσική του Κωστή Μαραβέγια χάνεται εντελώς στην κακή αναπαραγωγή της ηχογράφησης της.

Γιατί να το δω:
Για τη δημοφιλή πρωταγωνιστική ομάδα.

Γιατί να μην το δω:
Για την απλουστευμένη απόδοση που στερεί την ποίηση από το κείμενο.
Για το χαμένο μέτρο στις περισσότερες ερμηνείες.
Για την παλιομοδίτικη κι ανέμπνευστη προσέγγιση της σκηνοθεσίας.

Της Στέλλας Χαραμή.

Διαβάστε περισσότερα για ό,τι συμβαίνει στις τέχνες στο www.tospirto.net
Ακολουθήστε το www.tospirto.net στο facebook
Keywords
Τυχαία Θέματα