Κριτική για την παράσταση "Έξι Πρόσωπα Ζητούν Συγγραφέα”

Στη φιλόξενη σκηνή του θεάτρου Όλβιο, ο Άγγελος Καλίνογλου επιχειρεί την πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα με το έργο του Λουίτζι Πιραντέλλο “Έξι Πρόσωπα Ζητούν Συγγραφέα”.

Ένα κείμενο του 1921 που μιλά για το θέατρο, φιλοσοφεί για τους περιορισμούς του, μπλέκει τη φαντασία με την πραγματικότητα και ακροβατεί συνέχεια μεταξύ λογικού και παραλόγου. Σε ένα θέατρο όπου γίνεται πρόβα, εισβάλλουν ξαφνικά έξι χαρακτήρες θεατρικού έργου, το οποίο έχει μείνει

ημιτελές και ζητούν από το σκηνοθέτη να γράψει το υπόλοιπο έργο, με τους ίδιους να διηγούνται την ιστορία τους και να την αναπαριστούν θεατρικά. Τα γεγονότα είναι σαφή και αδιαμφισβήτητα, αν και ο καθένας προβάλλει μια υποκειμενική προσέγγιση της αλήθειας αναμεμιγμένη με ψευδαισθήσεις ή πράγματα που θέλει να ξεχάσει. Η μετάφραση του Σωτήρη Καλίνογλου και η απόδοση στα ελληνικά του Άγγελου Καλίνογλου δίνουν ένα κείμενο συμπαγές, πυκνό νοημάτων και με αμετάβλητη όλη τη γοητεία και τη μαγευτική πλοκή του πρωτοτύπου.

Ο Άγγελος Καλίνογλου αντιμετώπισε το έργο με σεβασμό, αλλά έδειξε να μη διστάζει να μπει στα βαθιά με αυτό. Η γραμμή του μοντέρνα και παρεμβατική, δεν ακολούθησε μια κλασσικίζουσα και διδακτική πορεία, η οποία θα κούραζε και δε θα επικοινωνούσε τα νοήματα του κειμένου στο θεατή. Προτίμησε μια προσέγγιση πιο άμεση με τη διήγηση των φανταστικών ηρώων φρέσκια και ζωντανή, με παρούσες όλες τις αδυναμίες και τις ανασφάλειές τους, με βασικότερη όλων αυτήν της ολοκλήρωσης της ιστορίας τους.

Με το θέατρο ως κυριολεξία αλλά και ως ιδέα, η φιλοσοφία των αδυναμιών του αλλά και της μαγείας του παρουσιάζεται σα μέρος της πλοκής και όχι σαν αφηρημένα φληναφήματα του συγγραφέα. Ο χρόνος και ο τόπος χρησιμοποιούνται στη σχετικότητά τους, καθώς μέσα στην ίδια σκηνή συνυπάρχουν το παρόν και το παρελθόν, η μυθοπλασία και η πραγματικότητα, το λογικό και το παράλογο και παρόλο που η μετάβαση από το ένα στο άλλο είναι συνεχής, τα όρια μεταξύ τους είναι διακριτά, αν και εξαιρετικά λεπτά. Σα θεατής παρασύρθηκα από την τραγικότητα των φανταστικών χαρακτήρων και το σαρκασμό και τη βαθιά ειρωνεία της ίδιας τους της ιστορίας, γέλασα, συγκινήθηκα, αλλά κυρίως ένιωσα την αγωνία και τον κρυφό τους πόθο για ύπαρξη.

Ο σκηνοθέτης μετά το κρίσιμο και πιο διστακτικό πρώτο εικοσάλεπτο γνωριμίας με το φανταστικό μέρος του κειμένου, δίνει ένα γρήγορο ρυθμό λόγου και καταστάσεων που συνεπαίρνει το θεατή. Οι διακοπές από τους πραγματικούς ηθοποιούς προσθέτουν πινελιές χιούμορ, ανάσες στην τραγικότητα της ιστορίας, αλλά και εφαλτήρια για τη συνέχιση της πλοκής. Η στυλιζαρισμένη και ειρωνική κίνηση δίνει πολλές φορές έμφαση στην τραγικότητα της σκηνής.

Η Χρυσάνθη Κάντζου είναι η κόρη, η οποία με την ωμή διήγησή της αποτελεί τον κινητήριο μοχλό της εξέλιξης και της αναβίωσης της πλοκής της ημιτελούς ιστορίας. Πληθωρική παρουσία, αλλά πάντα κρατώνας ένα μέτρο, μια κρίση και μια σκηνική οικονομία ατόμου μέσα στο σύνολο. Οι μεταβάσεις της μεταξύ τραγικού και ειρωνικού συμπεριέλαβαν τον τόνο της φωνής της, την έντασή της, αλλά και το στήσιμο του σώματός της.

Δουλεμένη ερμηνεία μιας ηθοποιού με μέλλον. Ο Άγγελος Καλίνογλου στο ρόλο του πατέρα κράτησε πιο χαμηλούς τόνους, έβγαλε υφέρπουσα ένταση και αποτέλεσε το αντίβαρο της ορμητικότητας και της οργής του χαρακτήρα της κόρης. Ίσως λίγο μαγκωμένος στην αρχή, όταν πάτησε σταθερά στα χνάρια του ρόλου του, ανέβασε στροφές και τον ανέλιξε ισορροπημένα. Ο Ντέιβιντ Κουκ στο ρόλο του σκηνοθέτη, έβγαλε όλη τη συγκατάβαση, την αμηχανία, αλλά και την επιβράβευση που ο ρόλος του απαιτούσε. Παίζοντας πολύ με τις εκφράσεις του προσώπου του, απορούσε, αναρωτιόταν φωναχτά, κατεύθυνε, αλλά και παρακολουθούσε δίκην θεατή, με τρόπο αυθόρμητο, άμεσο και απόλυτα κατανοητό στο θεατή.

Ο Γιάννης Μπόγρης στο ρόλο του γεμάτου οργή γιου, χρησιμοποίησε συνδυαστικά μια μεγάλη γκάμα λόγου και κίνησης για να επιτύχει όλες τις εκφάνσεις του ρόλου του. Νευρικός, ηφαιστειώδης, ράθυμος, συγκρουσιακός, συντετριμμένος και βαθιά ανασφαλής ήταν πολλές παράμετροι σε ένα χαρακτήρα. Και ήταν πειστικός σε όλες. Η Κωνσταντίνα Μελαχροινίδου στο ρόλο της φανταστικής Μαντάμ Πάτσε εντυπωσιακή σαν παρουσία, ήταν η προσωποποίηση του σαρκασμού αλλά και της επιτυχημένης ματρόνας. Η Νεφέλη Παπαδερού στο ρόλο της Νεφέλης, της ντίβας του θιάσου που έκανε αρχικά πρόβα, έβγαλε όλη την έπαρση που απαιτούσε ο ρόλος της με ένα ειρωνικό, αλλά και ουσιαστικό τρόπο.

Αλλά και τη βαθύτερη ανασφάλεια που προσπαθεί να θάψει μέσα της. Η Ελεάννα Παναγουλέα στο ρόλο της μάνας είχε μια μονοδιάστατη επαναληπτικότητα στο σύντομο ρόλο της που δε με έπεισε ότι είχε βρει την ουσία του. Ο Γιάννης Δουράτσος στο ρόλο του Γιάννη του ηθοποιού με καλές γενικά στιγμές, έπαιξε με μια αφέλεια, που ήταν ένα κλικ περισσότερη από όση χρειαζόταν. Δανάη Μαθιουλάκη, Δώρα Βιδάκη και Κώστας Βαγιάνος συμπλήρωναν την ομάδα των ηθοποιών που έκανε την πρόβα, ενώ Στέλλα Κούτρα και Βίκυ Πετροπούλου έπαιξαν τα αμίλητα παιδιά της μάνας με την τραγική κατάληξη στην ιστορία.

Τα σκηνικά και τα κοστούμια τα επιμελήθηκε η Γιωργίνα Γερμανού και έπαιξε και αυτή με τις αντιθέσεις άσπρου και μαύρου, φωτός και σκιάς. Επίσης πανέξυπνη η διαφορετική ενδυματολογικά προσέγγιση (τόσο σε στυλ, όσο και σε χρώματα) του αρχικού θιάσου με τα έξι φανταστικά πρόσωπα. Η μουσική του Χρίστου Θεοδώρου σε κάποιες στιγμές έδωσε το στίγμα της και σε άλλες απλά υπήρχε. Οι φωτισμοί της Στέλλας Κάλτσου με παιγνιώδη διάθεση ενίοτε, αλλά και λειτουργικοί και εύστοχοι. Η κίνηση της Νατάσας Παπαμιχαήλ προσεγμένη και σε αρμονική συνύπαρξη με το λόγο.

Συμπερασματικά, είδα μια παράσταση που βασίζεται σε ένα πραγματικά εξαιρετικό κείμενο και που οι συντελεστές της την προσέγγισαν με σεβασμό αλλά και τόλμη, ώστε να εκφράσουν κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο το πραγματικό πνεύμα του Πιραντέλο. Με έξυπνη σκηνοθεσία και πολύ καλές ερμηνείες στο σύνολό τους, η παράσταση αποτελεί ένα μικρό διαμαντάκι στο σημερινό θεατρικό γίγνεσθαι της Αθήνας. Και την προλαβαίνετε ακόμα.

Γιώργος Χριστόπουλος

Πηγή: mindradio.gr

Keywords
Τυχαία Θέματα